
Στα μαθήματα του Αλέξη Πολίτη στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, τέλη της δεκαετίας του 1990 με αρχές του 2000, τα δημοτικά τραγούδια είχαν ξεχωριστή θέση. Ανυποψίαστα παιδιά, γίναμε το κοινό ενός δασκάλου που ήταν κορυφαίος στη μελέτη αυτού του πεδίου και βρισκόταν ήδη σχεδόν στα μισά της πανεπιστημιακής του θητείας. Ηταν όμως και τα «Λόγια απ’ τα τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου», μάθημα που μας έβαζε, μεταξύ άλλων, στην ταραγμένη ιστορία της δεκαετίας του ’60 και των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης, στην παγκόσμια άνοδο της νεανικής κουλτούρας που μουσικά σφράγισε ο Bob Dylan, στην εγχώρια ιστορία της Αριστεράς. Και να μη σε πολυσυγκινούσε η προοπτική της φιλολογίας, σε όλα ετούτα ήταν δύσκολο ν’ αντισταθείς.
Σε άλλα μαθήματα, ο Αλέξης Πολίτης μάς έβαζε στον κόσμο της ποίησης – «την ώρα που εκείνη γεννιόταν», στο εργαστήρι του Διονύσιου Σολωμού. Διακινδυνεύω να πω ότι ήταν το πιο συναρπαστικό από τα μαθήματά του για την ποίηση. «Διονύσιος Σολωμός. Βεβαιότητες και προβλήματα», ξεκινούσε να μας λέει, προσφέροντάς μας ένα άμεσο παράδειγμα για τον ερευνητικό χαρακτήρα της πανεπιστημιακής διδασκαλίας. Το ίδιο έκανε και επισημαίνοντας τους μυθολογικούς εξωραϊσμούς και τις εξιδανικεύσεις της συλλογικής συνείδησης αναφορικά με την Επανάσταση. Σε πλήθος άλλων μαθημάτων μιλούσε για τη λογοτεχνική κίνηση στις κοσμογονικές εκείνες μέρες της επαναστατικής περιόδου, μας μάθαινε ότι οι βιβλιοθήκες μπορούν να γίνουν αυτές καθαυτές αντικείμενο μελέτης και ότι οι αναγνώστες της λογοτεχνίας είναι και οι ίδιοι φορείς της λογοτεχνικής επικοινωνίας. Η Εισαγωγή του στη Νεοελληνική Φιλολογία εμπεριείχε στοιχεία για την ιστορία του βιβλίου, την ανάπτυξη του Τύπου, την κυκλοφορία της μεταφρασμένης λογοτεχνίας. Μαγικά πράγματα, συναρπαστικά.
Μαθήματα, δηλαδή, που επισκοπούσαν και ανέλυαν την ανάπτυξη του λογοτεχνικού πεδίου, την ιστορία των ιδεών και των νοοτροπιών, αλλά χωρίς μία λέξη θεωρίας. Στο τελευταίο ήταν αδιαπραγμάτευτος και αμετάπειστος. Πλούσια φιλολογική και ιστορική βιβλιογραφία, ελληνική και ξένη, η μελέτη της οποίας ήταν ζητούμενο για τις εξετάσεις· αυτό ναι, αλλά η αναφορά στη θεωρία τού χαλούσε τη μαγεία. Εκείνο που έγραψε στο «Προοίμιο» του βιβλίου του για τη Ρομαντική λογοτεχνία στο εθνικό κράτος. 1830-1880 – «επιχειρώ να αφηγηθώ ένα πανόραμα» – εμείς το ζήσαμε. Ημασταν οι τυχεροί που μαθητεύσαμε στις αφηγήσεις του για ποικίλα πανοράματα.
Και ακόμη πιο τυχεροί γιατί ζήσαμε τον ίδιο, από την πρώτη μας ώρα στο Πανεπιστήμιο και καθώς προχωρούσαμε στις μεταπτυχιακές μας σπουδές. Ελεγε ότι ήταν «πολιτική επιλογή» εκείνη της μετακίνησης στο ΠΚ ύστερα από 13 χρόνια δουλειάς στο ΕΙΕ: «Εφυγα σκεπτόμενος ότι έπρεπε να υπηρετήσουμε και την επαρχία». Στο ΠΚ τού ζητήθηκε νεοελληνική λογοτεχνία και ο ιστορικός ερευνητής ξανάγινε φιλόλογος. Ημασταν, λοιπόν, εκείνοι που ωφελήθηκαν απ’ αυτή την «πολιτική επιλογή» (αλλά και από τη διεπιστημονική οπτική του: φιλολογική, ιστορική, ανθρωπολογική). Τα περισσότερα τα μάθαμε από τον τρόπο του να υπάρχει μέσα στο Πανεπιστήμιο που ήταν για εκείνον ο φυσικός του χώρος. Διαμορφωνόμασταν δίπλα σε έναν διανοούμενο που είχε μια ήσυχη και ευδόκιμη ζωή στο πανεπιστημιακό οικοσύστημα. Συνηθίζαμε στα καλά περιβάλλοντα και μαθαίναμε από το παράδειγμά του. Συνεχής και αδιάλειπτη εργασία, αφοσίωση, ακεραιότητα, εντιμότητα, δικαιοσύνη, γενναιοδωρία, δοτικότητα: τέτοια ήταν τα πιο σημαντικά του διδάγματα. Κι αν τον ρωτούσες, σου απαντούσε πρόθυμα και ειλικρινά σε ό,τι είχες προσωπικά ανάγκη να μάθεις, σε ό,τι ήταν η δική σου αγωνία για τους δρόμους που απλώνονταν μπροστά σου. Μου είχε πει: «Το να σπουδάζεις δεν είναι να μένεις σε ένα πανεπιστήμιο». Για πολλά χρόνια εξακολουθούσα να μαθαίνω από αυτή την κουβέντα: τι θα πει να είσαι ανιδιοτελής δάσκαλος, να στέκεσαι μακριά από όποιο σύμπλεγμα ακαδημαϊκής ανωτερότητας και αυθεντίας, να αποκρίνεσαι ουσιαστικά και θετικά στις ανάγκες των νέων που διαμορφώνονται δίπλα σου και υπέρ τους.
Ηταν αέρας στα πανιά μου ο στοργικός του αποχαιρετισμός όταν έφυγα από το ΠΚ ολοκληρώνοντας τον α΄ κύκλο των μεταπτυχιακών σπουδών. Πόσα μαθήματα κι από τότε. Το πιο σημαντικό: ο δάσκαλός μας γινόταν σταδιακά ο πιο προσεχτικός μας αναγνώστης σε ό,τι δικό μας του δώσαμε να διαβάσει. Πλέον, αντιλαμβανόμασταν το κύρος του από την αντανάκλασή του σε νέα περιβάλλοντα. Αργότερα ακόμη, αρχίζαμε να βλέπουμε στα μάτια των φοιτητών μας ίχνη της γοητείας που είχαμε βιώσει στα μαθήματά του, όταν το έργο του γινόταν το υλικό των δικών μας μαθημάτων.
Ακούραστος και πάντα αθόρυβος, ο Αλέξης Πολίτης εξακολουθούσε να ζει εργαζόμενος στο Ρέθυμνο, εμπλουτίζοντας τα περιεχόμενα της «Ανέμης», γράφοντας πλήθος βιβλίων, διδάσκοντας ποίηση στο Mathesis των ΠΕΚ, δίνοντας πλήθος ομιλιών και διαλέξεων. Ας μου συγχωρεθεί ο εγωισμός: στάθηκα η πιο τυχερή μαθήτρια όταν, επιστρέφοντας στο ΠΚ, με υποδέχτηκε. Τον εγκλιματισμό μου συνόδεψαν τα δώρα του, έως την Ανθολογία παραλογών, που τη λάβαμε από τα χέρια του στα τελευταία του γενέθλια, στη γιορτή που με τόση στοργή και αγάπη ετοίμασαν η Αγγέλα και η Αλκη.
Δεν είναι, λοιπόν, υπερβολή που άνθρωποι σαν κι εμένα νιώθουμε πως του οφείλουμε ό,τι καλό γίναμε, όσα γράμματα μάθαμε, τον τρόπο να μαθαίνουμε. Στο Τμήμα Φιλολογίας και στη Φιλοσοφική Σχολή του ΠΚ, μεταξύ των τωρινών φοιτητριών και φοιτητών, των επί χρόνια συναδέλφων του Αλέξη, των ανθρώπων της Βιβλιοθήκης και της Διοίκησης, υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι μαθητεύσαμε στον επιστημονικό του τρόπο που ήταν και ο τρόπος της ζωής του. Κι αυτή η μαθητεία μάς κάνει τώρα να νιώθουμε μέλη μιας επιστημονικής κοινότητας. Ωστόσο, τις τελευταίες μέρες άκουσα φίλους και συνοδοιπόρους του από άλλα περιβάλλοντα, αλλά και νεότερους ερευνητές και επαγγελματίες από τον χώρο του βιβλίου, να δηλώνουν ευεργετημένοι από τη δική τους «μαθητεία» στον Αλέξη. Εχω, λοιπόν, τη βεβαιότητα ότι εκφράζουν πολλούς τα μόνα λόγια που απομένουν: Ευχαριστούμε για όλα, Αλέξη. Οι μαθήτριες και οι μαθητές ευγνωμονούντες.
Η Αγγέλα Γιώτη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Συγκριτικής και Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης