«Οι μετανάστες κλέβουν τις δουλειές μας» – 22 απαντήσεις σε 22 μύθους για τη μετανάστευση

Ισως το πιο θετικό στοιχείο του βιβλίου «Μετανάστευση – 22 μύθοι και τι κρύβεται πίσω από αυτούς» του Hein de Haas, το οποίο αναμένεται στις 30 του μήνα από το «Μεταίχμιο» (μτφ. Γιώργος Μαραγκός), είναι εκτός από την επικαιρότητά του, το γεγονός ότι οι «μύθοι» δεν προέρχονται μόνο από τη δεξιόστροφη ή μόνο την αριστερόστροφη πτέρυγα, αλλά από όλες τις πιθανές κατευθύνσεις.

Το δε μήνυμα και ο τόνος που περνάει μοιάζει επίσης στη σωστή πλευρά των πολιτικών: «δεν χρειάζεται πανικός για το Μεταναστευτικό, αλλά προβληματισμός και δημιουργική ανησυχία».  Σε κάθε περίπτωση, ο συγγραφέας εντοπίζει 22 μύθους που σχετίζονται με το σύγχρονο μεταναστευτικό ζήτημα και επιχειρεί την «αποδόμησή» τους με στοιχεία.

Ο πρώτος είναι ότι ο ρυθμός μετανάστευσης σήμερα έχει φτάσει στο αποκορύφωμα μέσα στην ανθρώπινη ιστορία (ενώ η δική του ανάλυση υποδεικνύει ότι τον 19ο αιώνα τα ποσοστά ήταν αναλογικά μεγαλύτερα).

Αλλοι μύθοι: «η ενσωμάτωση των μεταναστών έχει αποτύχει», «χρειαζόμαστε μετανάστες για να αντιμετωπίσουμε το δημογραφικό πρόβλημα», «η κλιματική κρίση θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη μετανάστευση». Με την άδεια του εκδοτικού οίκου, προδημοσιεύουμε δύο αποσπάσματα: το ένα από τον μύθο ότι «οι μετανάστες κλέβουν δουλειές» και το άλλο από την «ανάπτυξη στις φτωχές χώρες που θα μειώσει τη μετανάστευση».  

1. «Οι μετανάστες κλέβουν τις δουλειές μας»

Τον τελευταίο μισό αιώνα, η μετανάστευση έχει αυξηθεί· εν τω μεταξύ, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να βρει κανείς σταθερή δουλειά και οι πραγματικοί μισθοί έχουν αποτελματωθεί ή και μειωθεί για πολλούς εργαζόμενους. Είναι εύκολο -και για τους πολιτικούς πολύ δελεαστικό- να συνδέσουμε τις δύο τάσεις και να προτείνουμε μια αιτιώδη σχέση. Οτι, δηλαδή, επειδή οι μετανάστες είναι διατεθειμένοι να εργαστούν σκληρά για χαμηλότερους μισθούς και περισσότερες ώρες, η μετανάστευση πιέζει τους μισθούς προς τα κάτω και αυξάνει την εργασιακή ανασφάλεια. Αυτό δημιουργεί άδικο ανταγωνισμό για τους ντόπιους εργαζόμενους, οι οποίοι πλέον περισσεύουν σε ό,τι αφορά τις σταθερές, καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας και αναγκάζονται να αποδεχτούν υποδεέστερες συνθήκες εργασίας.

Το εν λόγω επιχείρημα δείχνει να βγάζει νόημα. Ανάμεσα στο 1980 και το 2020 οι δυτικές οικονομίες είδαν μια τεράστια αύξηση στην παραγωγικότητα, κυρίως χάρη στις τεχνολογικές καινοτομίες και τα βελτιούμενα επίπεδα μόρφωσης και εξειδίκευσης. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι, όμως, δεν έχουν επωφεληθεί παρά ελάχιστα από αυτή την ανάπτυξη, και μερικοί μάλιστα έχουν βρεθεί και χαμένοι. Σε πολλές χώρες, οι πραγματικοί μισθοί των εργαζόμενων των μεσαίων και, ιδιαίτερα, των χαμηλών εισοδημάτων, σε ό,τι αφορά την πραγματική αγοραστική τους δύναμη, έχουν μείνει στάσιμοι, καθώς οι ονομαστικές αυξήσεις μισθών έχουν εξουδετερωθεί ή και ξεπεραστεί από το αυξανόμενο κόστος ζωής. Την ίδια στιγμή έχει αυξηθεί η εργασιακή ανασφάλεια, με όλο και περισσότερους εργαζόμενους να μετακινούνται από τη μια προσωρινή χαμηλόμισθη θέση στην άλλη ή να εργάζονται, τρόπον τινά, ανεξάρτητοι σε μια οικονομία «ευέλικτης εργασίας» που διευρύνεται διαρκώς.

Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η παραγωγικότητα της εργασίας (η αξία των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών ανά εργατοώρα) αυξήθηκε κατά ένα τεράστιο ποσοστό 75% μεταξύ 1973 και 2017. Την ίδια περίοδο όμως, ο διάμεσος πραγματικός (προσαρμοσμένος στον πληθωρισμό) μισθός του μέσου εργαζόμενου αυξήθηκε μόλις κατά 10%. Και μάλιστα, το 80% των εργαζομένων με τους χαμηλότερους μισθούς δεν επωφελήθηκε καθόλου από τη διαρκή αύξηση της παραγωγικότητας και του πλούτου, ενώ τα πλέον χαμηλά κλιμάκια της μισθολογικής ιεραρχίας είδαν τους πραγματικούς τους μισθούς να μειώνονται. Την

ίδια στιγμή, οι πραγματικοί μισθοί του 1% των πλέον υψηλά αμειβόμενων αυξήθηκαν κατά 160%, ενώ το κορυφαίο 0,1% είδε με τέρψη τα εισοδήματά του να αυξάνονται κατά 345%.

Και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού αυξάνεται η ανισότητα, αν και όχι στον ίδιο βαθμό με τις ΗΠΑ. Από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-8, όμως, και ειδικά σε φιλελευθεροποιημένες οικονομίες όπως του Ηνωμένου Βασιλείου, έχουμε δει μια στασιμότητα ή και πτώση στον πραγματικό διάμεσο μισθό. Σχεδόν όλα τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης, δηλαδή, έχουν διοχετευτεί στα υψηλότερα εισοδήματα. Οπως έχει καταγράψει εκτεταμένα ο Γάλλος οικονομολόγος Τομά Πικετί στο βιβλίο του Το κεφάλαιο τον 21ο αιώνα, αυτό συνοδεύεται από μια αύξηση του ποσοστού του κεφαλαίου ως πηγής εισοδήματος, αντί για την εργασία, και μια αυξανόμενη συγκέντρωση πλούτου στο κορυφαίο 10%, και ιδιαίτερα στο κορυφαίο 1%, σχεδόν σε όλη τη Δύση.

Την ίδια περίοδο, οι δυτικές χώρες βιώνουν διαρκή μετανάστευση. Και μπαίνουμε έτσι στον πειρασμό να βρούμε μια αιτιώδη σχέση ανάμεσα στον αυξανόμενο ανταγωνισμό από μετανάστες-εργάτες από τη μια, και την αύξηση της ανισότητας, την αύξηση της εργασιακής ανασφάλειας και τη στασιμότητα των μισθών από την άλλη. Πρόκειται για ένα θέμα που παραδοσιακά απασχολεί την αριστερά. Οπως υποστήριξε το 2007 ο γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς, που συχνά θεωρείται ο ηγέτης του προοδευτικού κινήματος στις ΗΠΑ: «Αν αυξάνεται η φτώχεια και μειώνονται οι μισθοί, δεν ξέρω γιατί χρειαζόμαστε την άφιξη εκατομμυρίων ανθρώπων στη χώρα οι οποίοι θα εργαστούν ως φιλοξενούμενοι εργάτες, θα δεχτούν χαμηλότερους μισθούς από τους Αμερικανούς εργάτες και θα πιέσουν τους μισθούς ακόμα πιο κάτω από εκεί που είναι τώρα… από τη μια είναι οι μεγάλες πολυεθνικές που προσπαθούν να κλείσουν εργοστάσια στην Αμερική και να

πάνε στην Κίνα, και από την άλλη είναι ο τριτογενής τομέας που φέρνει χαμηλόμισθους εργάτες από το εξωτερικό. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: η μεσαία τάξη συρρικνώνεται και οι μισθοί μειώνονται».

Ο Λεν Μακλάσκι, πρώην γενικός γραμματέας του δεύτερου μεγαλύτερου σωματείου στο Ηνωμένο Βασίλειο Unite the Union, εξέφρασε παρόμοιες απόψεις το 2016, όταν και ισχυρίστηκε ότι: «Η χρήση της μετανάστευσης από την ελίτ σε αυτή τη χώρα δεν έχει κίνητρο την αγάπη για τη διαφορετικότητα και την ποικιλομορφία, ούτε ασπάζεται την πολυπολιτισμικότητα. Αντιθέτως, είναι όλα μέρος ενός μοντέλου ευέλικτης αγοράς εργασίας, που διασφαλίζει άφθονη προσφορά φτηνών εργατικών χεριών εδώ για τις δουλειές εκείνες που δεν μπορούν να εξαχθούν αλλού».

Τα εργατικά σωματεία πάντα αντιμετώπιζαν με καχυποψία την πρόσληψη μεταναστών-εργατών, καθώς τη βλέπουν συχνά ως μια πονηρή στρατηγική «διαίρει και βασίλευε» που ακολουθούν οι επιχειρήσεις με σκοπό να κάμψουν την ισχύ των σωματείων εισάγοντας φτηνά εργατικά χέρια. Από τη δεκαετία του 1990 όμως, τα σωματεία και τα αριστερά κόμματα τηρούν μια πιο αμφίσημη στάση σε ό,τι αφορά τη μετανάστευση, εν μέρει επειδή έχουν αρχίσει να αναγνωρίζουν ότι οι μετανάστες αποτελούν ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό της εργατικής τάξης, οπότε είναι οι επόμενοι που μπορούν να ενταχθούν στις τάξεις τους. Καθώς τα σωματεία και τα αριστερά κόμματα εγκατέλειψαν την παθιασμένη εναντίωσή τους στην εργατική μετανάστευση, οι συντηρητικοί και οι ακροδεξιοί πολιτικοί ανέλαβαν να εκπροσωπήσουν την κλασική αυτή θέση κατά της μετανάστευσης. Και το έκαναν προσπαθώντας κατά τα φαινόμενα να προσελκύσουν τους απογοητευμένους γηγενείς εργαζομένους που αισθάνονταν ότι οι αριστεροί πολιτικοί, οι οποίοι παραδοσιακά εκπροσωπούσαν τα συμφέροντά τους, είχαν χάσει την επαφή τους με τις καθημερινές τους ανησυχίες. Οι δεξιοί λαϊκιστές πολιτικοί γέμισαν αυτό το κενό κατηγορώντας τη μετανάστευση -αλλά και τους

προοδευτικούς και φιλελεύθερους πολιτικούς που είχαν, υποτίθεται, ενθαρρύνει τη «μαζική μετανάστευση»- για τη μείωση της εργασιακής ασφάλειας και τη στασιμότητα των μισθών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένα ζήτημα της εργατικής τάξης μετατράπηκε σε εθνικιστικό.

Τι ισχύει πραγματικά

Η αλήθεια είναι πως οι εργαζόμενοι με τα χαμηλότερα εισοδήματα έχουν επωφεληθεί ελάχιστα από την οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων σαράντα ετών και έχουν βιώσει τη διάβρωση της εργασιακής ασφάλειας και των συνθηκών εργασίας τους, ενώ την ίδια στιγμή οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι. Η μετανάστευση, όμως, ελάχιστη σχέση έχει μ’ αυτό. Η ιδέα ότι η μετανάστευση αποτελεί σημαντική αιτία της ανεργίας και της στασιμότητας των μισθών δεν βασίζεται σε κανένα τεκμήριο, επειδή αυτό που φαίνεται ως αιτιώδης σύνδεση δεν είναι παρά μια αναληθής συσχέτιση. Πρώτα και κύρια, υπάρχει όντως συσχέτιση ανάμεσα στα επίπεδα μετανάστευσης και τα επίπεδα ανεργίας, η συσχέτιση αυτή, όμως, είναι αρνητική. Αυτό σημαίνει ότι η μετανάστευση αυξάνεται τις εποχές υψηλής ανάπτυξης και χαμηλής ανεργίας και μειώνεται όταν ανεβαίνει η ανεργία. Αν οι μετανάστες παίρνουν τις δουλειές, τότε θα περιμέναμε

μάλλον μια θετική συσχέτιση.

Δεύτερον, ο ισχυρισμός ότι οι μετανάστες κλέβουν δουλειές από τους γηγενείς εργάτες αντιστρέφει τη βασική αιτιότητα της σχέσης: η μετανάστευση είναι κατά κύριο λόγο μια αντίδραση σε ελλείψεις εργατικού δυναμικού, όχι η αιτία της ανεργίας και της μισθολογικής στασιμότητας. Αυτό φαίνεται εξάλλου και στη χρονική καθυστέρηση ανάμεσα στους κύκλους επιχειρηματικής δραστηριότητας και τα επίπεδα της μετανάστευσης. Η μετανάστευση έπεται της οικονομικής ανάπτυξης και της ανεργίας, συνήθως κατά έξι με δώδεκα μήνες. Κι αυτό γιατί χρειάζεται λίγος χρόνος πριν οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού μετατραπούν

σε αυξημένη μετανάστευση, καθώς περνάει καιρός μέχρι να μαθευτούν τα νέα για κενές θέσεις εργασίας και να αρχίσουν οι προσλήψεις και η καταγραφή των μεταναστών-εργατών… Οι μετανάστες δεν κλέβουν δουλειές, καταλαμβάνουν κενές θέσεις. Η μετανάστευση είναι κυρίως μια αντίδραση σε ελλείψεις εργατικού δυναμικού που προκαλούνται από τη μειούμενη προσφορά ντόπιων εργατών διατεθειμένων και ικανών να κάνουν διάφορες χειρωνακτικές εργασίες στη γεωργία, τις κατασκευές, την καθαριότητα, τις οικιακές και διάφορες άλλες υπηρεσίες. Αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο αυξάνεται κατακόρυφα η μετανάστευση σε δυτικές οικονομίες ακριβώς τις περιόδους κατά τις οποίες η ανεργία μειώνεται.

2. Η ανάπτυξη θα «κόψει» τη μετανάστευση

Λόγω της ανθρωπιστικής χροιάς του, το επιχείρημα «ανάπτυξη αντί για μετανάστευση» ακούγεται πολύ καλύτερο από τα αφηγήματα περί σκληρής στάσης απέναντι στη μετανάστευση. Εξηγεί επίσης και το πόσο δημοφιλές είναι, ειδικά στους κύκλους της Αριστεράς, καθώς συνδέει τη μετανάστευση με τις αδικίες της φτώχειας και της ανισότητας. Με μια πρώτη ματιά, το επιχείρημα δείχνει να βγάζει πολύ νόημα: η ανάπτυξη είναι η μόνη μακροπρόθεσμη λύση για την καταπολέμηση των βαθύτερων αιτιών της μετανάστευσης. Φαντάζει ο έξυπνος τρόπος να λυθούν τα προβλήματα της μετανάστευσης – αφού οι φτωχοί στον Παγκόσμιο Νότο δεν θα μπαίνουν πλέον στον πειρασμό να ξεκινήσουν τα απεγνωσμένα και επικίνδυνα ταξίδια τους προς τη Δύση, ούτε και θα πέφτουν στα χέρια λαθραίων διακινητών, εμπόρων ανθρώπων και εκμεταλλευτών εργοδοτών.

Αν και όλα αυτά ενδεχομένως και ν’ ακούγονται πολύ ωραία -και αφήνοντας στην άκρη τα αμφιλεγόμενα ζητήματα γύρω από τη συνολική αξιοπιστία των προγραμμάτων αυτών, καθώς και το θέμα του αν σχετικά μικρές ποσότητες «βοήθειας» μπορούν να κάνουν ούτως ή άλλως τη διαφορά- η όλη ιδέα ότι η βοήθεια και η ανάπτυξη θα μειώσουν τη μετανάστευση από τις φτωχές χώρες δεν είναι καθόλου ρεαλιστική, επειδή βασίζεται σε παντελώς λάθος υποθέσεις για τα αίτια της μετανάστευσης. Το όλο επιχείρημα δεν έχει καμία επιστημονική βάση, καθώς βασίζεται σε μια λανθασμένη αντίληψη για τα αίτια της μετανάστευσης. Και μάλιστα, πρέπει να αντιστρέψουμε το επιχείρημα αυτό, επειδή τα τεκμήρια δείχνουν την εντελώς αντίθετη εικόνα: η οικονομική ανάπτυξη στις φτωχές χώρες οδηγεί σε περισσότερη, όχι σε λιγότερη, μετανάστευση! Το παράδοξο είναι ότι ο εκπατρισμός είναι γενικά υψηλότερος σε χώρες και περιοχές που έχουν ήδη φτάσει σε ένα επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, αστικοποίησης και εκσυγχρονισμού.

Έκανα για πρώτη φορά τις παρατηρήσεις αυτές στο Μαρόκο το 1993 και το 1994, όπου είχα βρεθεί για να ερευνήσω τη μετανάστευση από τις οάσεις στα νότια της οροσειράς του Άτλαντα προς πόλεις στο βόρειο Μαρόκο και την Ευρώπη. Η έρευνα πεδίου που έκανα με ανάγκασε να αμφισβητήσω τη δημοφιλή υπόθεση ότι τα βαθύτερα αίτια της μετανάστευσης είναι η φτώχεια και η υπανάπτυξη. Πρόσεξα ότι τα υψηλότερα επίπεδα διεθνούς εκπατρισμού προς ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία, η Ολλανδία, το Βέλγιο και η Ισπανία, σημειώνονταν στις σχετικά εύπορες, διασυνδεδεμένες και κεντρικής τοποθεσίας οάσεις, ενώ η μετανάστευση από σχετικά φτωχότερες και πιο απομονωμένες οάσεις γινόταν κυρίως σε μικρές αποστάσεις ή με κατεύθυνση τις μεγάλες πόλεις του Μαρόκου, όπως το Μαρακές, η Καζαμπλάνκα και το Αγκαντίρ.