Ολα, θέλω να τα ξέρω όλα

Υπάρχει μια περιρρέουσα άποψη για εμάς τους δημοσιογράφους (πέραν αυτής που μας φορτώνει τα γνωστά «κοσμητικά» επίθετα) ότι γνωρίζουμε τα πάντα. Μιλάω για εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, κάτι ανάμεσα σε «Φωτεινό παντογνώστη» (επιτραπέζιο που «τα ‘σπαγε» τη δεκαετία του 1970) και Σούπερ Αγόρι στο τηλεοπτικό Chase. Μου έχει τύχει, σε πτήση για την Αυστραλία, ο κύριος που καθόταν δίπλα μου και στον οποίο είχα πει, πάνω στην κουβέντα, τι δουλειά κάνω, να με ξυπνήσει με δυνατό σκούντημα για να με ρωτήσει, σίγουρος ότι είχα την απάντηση, πόσο είναι το βάθος της θάλασσας στο σημείο πάνω από το οποίο πετούσαμε, κάπου στην Ιαπωνία. Και επίσης, στο πλοίο για Σύρο, η μακρινή συγγενής να με «ανακρίνει», σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, για το πόσα λεφτά παίρνει η Μενεγάκη, σίγουρη ούσα ότι ξέρω αλλά δεν της το λέω.

Ετσι και αυτές τις ημέρες, δέχτηκα ορυμαγδό ερωτήσεων σχετικά με τον Πάπα. Τι έκανε, τι δεν έκανε, γιατί τον έλεγαν «Πάπα των φτωχών», πώς λειτουργεί το Κονκλάβιο, ποιος θεωρείται ο επικρατέστερος διάδοχος. Και αφήνω τα περί κηδείας, περί πρωτοκόλλου, περί εθιμοτυπίας. Πολλές ερωτήσεις που στις περισσότερες δεν ήξερα τι να απαντήσω. Αλλωστε δεν έχει καμία σημασία. Αυτές οι ερωτήσεις γίνονται για να γίνουν, όχι για να απαντηθούν. Ο σκοπός είναι να εγείρουν μια συζήτηση που, όσο απλώνεται, ξεφεύγει από το αρχικό θέμα. Από το Σάββατο εξάλλου η συζήτηση μετατέθηκε από τον εκλιπόντα Πάπα στα… παπούτσια του. Ενα φωτογραφικό ζουμ στο φέρετρο έδειξε τη φθορά και τα γδαρσίματά τους (ήταν, λένε, δική του επιθυμία να ταφεί με αυτά) και ανέδειξε τον συμβολισμό της λεπτομέρειας πάνω από τη σημαντικότητα της κηδείας. Μιας τελετής που, ή ούτως ή άλλως, έβριθε συμβολισμών.

Από εκεί και πέρα, από το Σάββατο το απόγευμα, συζητούσαμε για το τι έβαλε η Μελάνια, γιατί εμφανίστηκε για πρώτη φορά δημόσια με φλατ παπούτσια, για το βέλο της Μαρέβας Μητσοτάκη, για το σε ποια σειρά έβαλαν να καθίσει ο έλληνας πρωθυπουργός, για τη Μελόνι που δεν φορούσε βέλο, για το αν φοράει περούκα η Μπριζίτ Μακρόν (κατά τη γνώμη μου, φοράει), για το μπλε κοστούμι του Τραμπ, για τη μπλε γραβάτα του Μπάιντεν, για το αν ήταν η βασίλισσα Ράνια της Ιορδανίας η πιο κομψή γυναικεία παρουσία. Βέβαια, όλη αυτή η παραφιλολογία περί της κηδείας μάς άφησε μια φωτογραφία που θα μείνει στην Ιστορία. Ο Τραμπ και Ζελένσκι να συζητούν τετ α τετ σε έναν τεράστιο, άδειο και επιβλητικό χώρο του Βατικανού, καθισμένοι σε κάτι άβολες καρέκλες συνεδρίου που, κανονικά, δεν θα έπρεπε να ήταν εκεί.

Τι είναι όλο αυτό; Κουτσομπολιό. Γίνεται όμως κηδεία χωρίς κουτσομπολιό; Αν είναι να πας σε κηδεία και να μην μπορείς να κουτσομπολέψεις, καλύτερα να μην πας. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, σύμφυτο με την ανθρώπινη φύση. Δεν το λέω εγώ, το λέει ο Γιουβάλ Νώε Χαράρι στο περίφημο «Sapiens». Γιατί οι άνθρωποι κατάφεραν να συγκεντρωθούν σε πολύ μεγάλους πληθυσμούς, ενώ οι άλλες ομάδες πρωτευόντων δεν ξεπερνούν τα εκατόν πενήντα μέλη; Επειδή, λέει, το ταλέντο μας στο κουτσομπολιό μάς επιτρέπει να συγκροτούμε δίκτυα σε κοινωνίες που θα ήταν υπερβολικά μεγάλες για προσωπικές σχέσεις ανάμεσα σε όλα τα μέλη τους, ενώ οι «φαντασιακές πραγματικότητες» που διαμορφώνουμε και αποδεχόμαστε, μας κρατούν σε τάξη.

Απενοχοποίηση

Ας απενοχοποιηθούμε λοιπόν ως προς το κουτσομπολιό. Είναι συντελεστής συγκρότησης μιας κοινωνίας. Στη βάση του, αποτελεί ένδειξη ενδιαφέροντος για τους άλλους. «Ολη η λογοτεχνία είναι κουτσομπολιό» έλεγε ο Τρούμαν Καπότε. Και κατά τον Βολταίρο, «Ιστορικός είναι ένας κουτσομπόλης που παρενοχλεί νεκρούς». Και, τελικά, είναι κάπως σαν την… Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ελάχιστοι παραδέχονται ότι τους αρέσει, αλλά όλοι την απολαμβάνουν.