Οπισθοδρομική διακόσμηση

Για τον αυστριακό αρχιτέκτονα Αντολφ Λόος (1870-1933), η μετάβαση στη νεωτερικότητα ήταν εξάσκηση σε έναν αποχαιρετισμό. Το 1913, στο δοκίμιό του στο γαλλικό έντυπο «Les Cahiers d’ aujourd’hui με τίτλο «Διάκοσμος και Εγκλημα» (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νήσος), έγραφε ότι η πολιτισμική εξέλιξη μπορούσε να συμβεί καταργώντας από χρηστικά αντικείμενα, όπως τα έπιπλα, τα διακοσμητικά στοιχεία.

Ο Λόος εναντιώνεται στον φορτωμένο βιεννέζικο διάκοσμο του Αρ Νουβό τονίζοντας ότι ο στολισμός είναι οπισθοδρομικός, όχι μόνο αισθητικά, διότι δεν προσφέρει τίποτα στον σύγχρονο άνθρωπο, αλλά και οικονομικά, αφού ο τεχνίτης που το φτιάχνει δεν πληρώνεται επαρκώς για τις ώρες εργασίας του. Επομένως, αποτελεί έγκλημα για την εθνική οικονομία. Η αφαιρετική του προσέγγιση αποκτά νόημα ξανά όταν σημερινά διακοσμητικά στοιχεία εμφανίζονται για να αναφερθούν στο παρελθόν χωρίς απήχηση στο τώρα.

«Οποιος κυκλοφορεί σήμερα με βελούδινο παλτό δεν είναι καλλιτέχνης αλλά ή γελοίος ή μπογιατζής» θα επισημάνει ο Λόος. «Γίναμε κομψότεροι, λεπτεπίλεπτοι. Οι νομάδες βοσκοί για να ξεχωρίζουν μεταξύ τους έπρεπε να ντύνονται με ποικίλες αποχρώσεις, ενώ ο μοντέρνος άνθρωπος χρησιμοποιεί τα ρούχα του σαν μάσκα. Τόσο έντονη είναι η ατομικότητά του που πλέον δεν μπορεί να εκφράζεται μέσα από κομμάτια ένδυσης. Η ελευθερία από τον διάκοσμο είναι ένδειξη πνευματικής δύναμης. Ο μοντέρνος άνθρωπος χρησιμοποιεί τα στολίδια παλαιότερων ή ξένων πολιτισμών όπως αυτός κρίνει. Επικεντρώνει την εφευρετικότητά του σε άλλα πράγματα».