Ορια και ανθεκτικότητες

Εχει δείξει τα όριά της η διακυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ή ο ίδιος έχει ακόμη χρόνο για να σχεδιάσει με στρατηγικό βάθος τις επόμενες κινήσεις του για το Μαξίμου και το κόμμα του; Προφανώς και βάσει όλων των μετρήσεων ο επιταχυντής των Τεμπών έχει φέρει την κυβέρνηση όχι μόνο σε ένα σημείο κάμψης αλλά και σε εκείνο το σημείο όπου φαίνεται πως δεν υπάρχει επιστροφή. Πιο ειδικά η αμηχανία του προοδευτικού χώρου και η αδυναμία συγκρότησης εναλλακτικού πόλου είναι αυτά ακριβώς που δίνουν τον χρόνο ώστε παρά τη φθορά της η κυβέρνηση – και πιο συγκεκριμένα το επιτελικό κράτος – να έχει ακόμη την πολυτέλεια να σχεδιάσει το επόμενο βήμα της.

Λογικά ο Πρωθυπουργός έχει στο μυαλό του μια τακτική δοσολογία θετικών ειδήσεων και βελτιωτικών τομών για την καθημερινότητα των πολιτών, όπως για παράδειγμα η αύξηση (;) του κατώτατου μισθού. Προφανώς επίσης θέλει να διευρύνει τον πολιτικό χρόνο τόσο ώστε να απομακρυνθεί αρκετά από τα γεγονότα που παρήγαγε το κίνημα των Τεμπών και να πλησιάσει προς εκείνη τη ζώνη νέων υποσχέσεων για ευρύτερα κοινωνικά στρώματα που σήμερα μοιάζει να έχουν απομακρυνθεί πλήρως από τη Νέα Δημοκρατία. Ακόμα και ο τελευταίος ανασχηματισμός φαίνεται να υπάγεται σε έναν τέτοιο σχεδιασμό, τακτικό και στρατηγικό, που ξεκινάει από τον απόλυτο έλεγχο της επόμενης ημέρας στην κυβερνώσα παράταξη και φτάνει μέχρι έναν καλύτερο επιμερισμό αρμοδιοτήτων στα υπουργεία και στις γραμματείες. Αρκούν όλα αυτά; Δύσκολο.

Αν σήμερα καταγράφεται κάτι θετικό για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, είναι πως εκείνος όχι απλώς υπερέβη τη δική του παράταξη αλλά διαμόρφωσε όρους κοινωνικής συμμαχίας απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, την Κεντροαριστερά, που έφταναν μέχρι σε τμήματα του λεγόμενου Κέντρου. Η Νέα Δημοκρατία επίσης επέδειξε μεγαλύτερη ανθεκτικότητα από όλα τα άλλα σχήματα εξουσίας. Μεταπολιτευτικά, αυτό δεν έχει να κάνει απλώς με το ότι σταθερά παρέμεινε εναλλακτικός κυβερνητικός πόλος αλλά και το ότι σταθερά διατήρησε ενός είδους πρόσδεση με τις τοπικές κοινωνίες, με τα σωματεία, με τη μεσαία επιχειρηματικότητα, με τους επαγγελματικούς φορείς, με τα νησιά, με την περιφέρεια. Αυτό το δεύτερο δίνει μια πολυτέλεια στη ΝΔ, ακόμα και με όρους φθοράς, να έχει ένα υψηλότερο μίνιμουμ από ό,τι έχουν οι άλλες πολιτικές δυνάμεις. Οπως επίσης της δίνει τον χώρο να μη χρειάζεται να μιλάει για συμπορεύσεις ή συμμαχίες με άλλα κόμματα αλλά να διατηρεί τα σκήπτρα των πρωτοβουλιών και των κινήσεων ακόμη και όταν βρίσκεται στην αντιπολίτευση.

Ο νεοελληνικός σχηματισμός δεν φαίνεται να έχει υπερβεί το πολιτικό σύστημα όπως διαμορφώθηκε την τελευταία 6ετία και παρότι πέρασε στην άκρη αρκετά κόμματα. Ανάμεσά τους και ένα πρώην κυβερνών, τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο πιο ανθεκτικός πόλος μέσα σε όλο αυτό είναι η ΝΔ. Ο Μητσοτάκης επίσης πιστώνεται ότι από το 2016 ουσιαστικά έχει το προβάδισμα έναντι του δεύτερου. Μιλάμε για σχεδόν μία δεκαετία ηγεμονίας και αυτό δεν είναι κάτι αστείο. Το ερώτημα είναι πώς θα κλείσει όλος αυτός ο πολιτικός κύκλος. Με εκλογές και με μία ακόμα νίκη του κεντροδεξιού σχηματισμού; Ή με μια ήττα από κάποιο νέο μεγάλο συμμαχικό φορέα της Κεντροαριστεράς, τον οποίο θα επιλέξουν οι πολίτες και θα στείλουν στο Μέγαρο Μαξίμου; Το ερώτημα επίσης είναι αν η ΝΔ με μια ενδεχόμενη ήττα θα εισέλθει σε ένα σκηνικό εσωστρέφειας ή μια νέα ηγεσία θα επιλέξει όρους ανασύνθεσης ή και επανίδρυσης στη νέα εποχή. Σκέψεις για μια μακρινή κατάσταση. Ισως όχι και τόσο.