Πρόσφατες παραπομπές δημοσιογράφων στο πειθαρχικό όργανο της ΕΣΗΕΑ επανέφεραν στο προσκήνιο τον αδήριτο προβληματισμό σχετικά με τα όρια και τις ευθύνες της δημοσιογραφικής έκφρασης. Δεκάδες είναι, παράλληλα, τα περιστατικά που δημοσιογράφοι κατηγορήθηκαν ότι μερολήπτησαν υπέρ ή κατά συγκεκριμένων πολιτικών φορέων. Ολα αυτά καταδεικνύουν τη συνεχή αναμέτρηση μεταξύ της επιθυμίας για απόλυτη αντικειμενικότητα και της εκ των πραγμάτων εμπλοκής της προσωπικής κρίσης. Οταν, για παράδειγμα, ένας δημοσιογράφος ερευνά επίμονα ζητήματα διαφθοράς και αποκαλύπτει στοιχεία που ενοχλούν την εκάστοτε κυβερνητική ρητορική, συχνά βρίσκεται ενώπιον κατηγοριών περί «στράτευσης» ή «υπονόμευσης». Αντίστοιχα, εκείνοι που υποστηρίζουν δημοσίως κυβερνητικές επιλογές γίνονται αποδέκτες υπονοιών ότι απεμπόλησαν την ιδιότητα του «ανεξάρτητου λειτουργού» και ενεργούν κατ’ εντολήν.
Η ιδέα ότι η δημοσιογραφία μπορεί να σταθεί εντελώς «έξω» από τον σχολιασμό είναι, ουσιαστικά, μια ανέφικτη προσδοκία. Ακόμη και όταν ο δημοσιογράφος επιχειρεί να παραθέσει τα γεγονότα ακροθιγώς και χωρίς σχολιασμό, η ίδια η επιλογή των γεγονότων και η σειρά παρουσίασής τους αποτελούν πράξη αξιολογικής κρίσης. Με άλλα λόγια, η δημοσιογραφική αφήγηση εμπεριέχει συμφυώς μια οπτική γωνία. Οι παραδοσιακές αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας αξιώνουν απόλυτο διαχωρισμό είδησης και σχολίου και ακραιφνή αντικειμενικότητα στην ενημέρωση. Ωστόσο, στην πράξη η απόλυτη αντικειμενικότητα αποδεικνύεται ουτοπική. Η απαίτηση για «ουδέτερο» ύφος μπορεί μάλιστα να λειτουργήσει ως προκρούστειο κρεβάτι για την αλήθεια, όταν η αγωνία τήρησης ίσων αποστάσεων οδηγεί σε εξίσωση ανόμοιων ή αστήρικτων απόψεων στο όνομα μιας επίπλαστης ισορροπίας.
Κρίσιμη παράμετρο αποτελεί το μέσο έκφρασης. Η πολιτική γραμμή ενός μέσου ενημέρωσης – δηλαδή η σαφής ιδεολογική ή κομματική του τοποθέτηση – είναι θεμιτή και ιστορικά καθιερωμένη στον έντυπο Τύπο. Εφημερίδες συχνά διακηρύσσουν ανοιχτά την πολιτική τους στράτευση ή προτίμηση, κάτι που όχι μόνο δεν απαγορεύεται, αλλά θεωρείται στοιχείο πολυφωνίας: η κοινωνία ωφελείται όταν υπάρχει πληθώρα εντύπων με διαφορετικές απόψεις, ώστε ο πολίτης να έχει την ευχέρεια επιλογής και σύγκρισης. Αντιθέτως, στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα δεν νοείται μονομερής ενημέρωση. Οι ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες είναι δημόσιο αγαθό. Μπορούμε να έχουμε απεριόριστο αριθμό εφημερίδων και περιοδικών, όχι όμως απεριόριστο αριθμό ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών λόγω της πεπερασμένης χωρητικότητας του ραδιοτηλεοπτικού φάσματος. Γι’ αυτό, άλλωστε, το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος απαιτεί ρητά «αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων», κατοχυρώνοντας την αρχή της πολυφωνίας. Η υποχρέωση αυτή είναι conditio sine qua non (εκ των ων ουκ άνευ) για κάθε αδειοδοτημένο σταθμό: ο «αέρας» ανήκει στο κοινό και η ενημέρωση οφείλει να υπηρετεί την κοινωνία στο σύνολό της, όχι μια παράταξη. Για τους λόγους αυτούς δεν νοείται δημοσιογράφος να «κατεβάζει γραμμή» νεμόμενος ραδιοτηλεοπτική συχνότητα, πολλώ δε μάλλον όταν αυτό γίνεται εν απουσία αντίθετης γνώμης.
Σε κάθε περίπτωση, η δημοσιογραφική ελευθερία – όπως, άλλωστε, η ελευθερία έκφρασης κάθε πολίτη – δεν είναι ανεπίδεκτη οριοθετήσεων. Η ελευθερία της έκφρασης δεν σημαίνει ελευθερία προς δυσφήμηση ή προς άσκηση προπαγάνδας. Δεν μπορεί να γεννηθεί δικαίωμα στην αδικία· η δημοσιογραφική πένα δεν νομιμοποιείται να καταλύει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ή την πολιτική πολυφωνία.
Ο «ανεξάρτητος δημοσιογράφος» δεν αποτελεί μια χίμαιρα, ούτε έναν αφανή ήρωα: είναι η ακραιφνής κρηπίδα πάνω στην οποία εδράζεται η δημοκρατική μας δημόσια σφαίρα. Κι αν η απόλυτη ουδετερότητα είναι ανέφικτη, η ακεραιότητα παραμένει απολύτως εφικτή: σημαίνει σεβασμό στα γεγονότα, ανάδειξη διαφορετικών φωνών και αταλάντευτη προσήλωση στην αλήθεια.
Ο δρ Αναστάσιος Παυλόπουλος είναι συνταγματολόγος