
Τη νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου 2023, επιβατική αμαξοστοιχία της Hellenic Train συγκρούστηκε μετωπικά με εμπορική αμαξοστοιχία της ίδιας εταιρείας, προκαλώντας τον θάνατο 57 ανθρώπων. Ενας σταθμάρχης στη Λάρισα έβαλε το επιβατικό τρένο που πήγαινε στη Θεσσαλονίκη στην ίδια γραμμή στην οποία ερχόταν προς τη Λάρισα εμπορική αμαξοστοιχία. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή, η οδύνη μεγάλη, οι επιπτώσεις τρομακτικές. Ο ανακριτής που διορίστηκε είναι έμπειρος και δυναμικός – αλλά η υπόθεση μεγάλη, πολυάνθρωπη και ευαίσθητη και, προφανώς, θέλει χρόνο μέχρι να οδηγηθεί στο ακροατήριο.
Το δυστύχημα έγινε προσπάθεια να πολιτικοποιηθεί, να λάβει δηλαδή αντικυβερνητικό χαρακτήρα, χωρίς να γίνει δυνατό: οι διπλές εκλογές του 2023 βρήκαν τη ΝΔ ως κυρίαρχη επιλογή των ελλήνων πολιτών με ποσοστό σχεδόν 41%, τον ΣΥΡΙΖΑ συντετριμμένο και τη Βουλή με πολλά κόμματα καταγεγραμμένα στα άκρα – και το ΠΑΣΟΚ, που έψαχνε να βρει τον χαρακτήρα της αντιπολίτευσης την οποία θα ασκούσε. Αλλά τα Τέμπη δεν ήταν παρελθόν για την πολιτική ζωή της χώρας. Σιγά σιγά, μέσω υπαινιγμών για παρατυπίες, χαλκευμένα στοιχεία και έναν αυξημένο ηθικολογικό αντικυβερνητισμό, τα Τέμπη ξαναμπήκαν στη ζωή μας ως η μοναδική άξια λόγου αφορμή αντιπολίτευσης.
Για να πάρει πολιτικές διαστάσεις το θέμα, όμως, δεν έφτανε η πεπερασμένη και ανέμπνευστη γκρίνια της αντιπολίτευσης. Και τα αριστερά και τα ακροδεξιά κόμματα συντονίστηκαν με μια συστηματική αμφισβήτηση της λειτουργίας της Δικαιοσύνης, ενώ μεθοδευμένες φήμες που διαδόθηκαν κυρίως στο Διαδίκτυο υιοθετήθηκαν από πρόσωπα όπως ο ακροδεξιός λαϊκιστής Βελόπουλος, ο οποίος πότε διέδιδε ότι εξαερώθηκαν τρία βαγόνια και πότε ότι κουβαλούσαν εύφλεκτες παράνομες ουσίες, και τελικά από όλα τα κόμματα, καθένα από τα οποία υιοθετούσε α λα καρτ την εκδοχή που βόλευε την ιδεολογία του. Το ΚΚΕ, π.χ., άρχισε να διακινεί το ενδεχόμενο το δυστύχημα να σχετίζεται «με μεταφορές υλικού των Αμερικανονατοϊκών».
Ολα αυτά πήραν κατακλυσμιαία μορφή μετά τις 26 Ιανουαρίου, όταν, με μυστηριώδεις οργανωτές, «αυθόρμητα» και «ακηδεμόνευτα», έγιναν μεγάλα συλλαλητήρια, με διαδηλωτές που «δεν έχουν οξυγόνο», σύμφωνα με το σύνθημα. Προσωπικά, εκτίμησα ότι γινόταν προσπάθεια αναβίωσης ενός κινήματος της πλατείας, αυτή τη φορά όχι της Αγανάκτησης αλλά της Θλίψης – και είχα δίκιο. Δυστυχώς, δεν το κατάλαβαν πολλοί. Δεν το κατάλαβε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος, φοβούμενος το αντικυβερνητικό κύμα, άφησε ανοιχτή την πιθανότητα διάφορες θεωρίες να είναι αλήθεια. Δεν το κατάλαβε ούτε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης, που στοιχήθηκε μαζί με την Αριστερά, συμπεριλαμβανομένης της επικεφαλής προσωποπαγούς κόμματος Ζωής Κωνσταντοπούλου, σε μια χωρίς νόημα πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, που αντί να ευνοήσει το ΠΑΣΟΚ το μετέτρεψε σε ουραγό των εξελίξεων στη δήθεν «αντισυστημική» Αριστερά και μοιραία του έριξε μια αχρείαστη δημοσκοπική σφαλιάρα.
Αλλά μετά τον ορυμαγδό, σιγά σιγά, ο βασικός θόρυβος υποχώρησε, οι φήμες αποδείχτηκαν συκοφαντίες, το κίνημα της Θλίψης γέννησε εχθροπάθεια, οι εμφανιζόμενοι ως εμπειρογνώμονες ίσως αρχίζουν να έχουν πρόβλημα με τη Δικαιοσύνη, οι διάφορες φήμες έχουν ακυρωθεί ως θεωρίες συνωμοσίας και μετα-αλήθεια, ο αντισυστημισμός κατηγορείται ως στυγνός συστημισμός και προσπάθεια άλωσης της εξουσίας.
Ακόμα μία φορά, δηλαδή, ένα κύμα πολιτικής υστερίας εξατμίζεται στην αναμέτρηση των γεγονότων με τον ρεαλισμό. Η εξάτμιση των διαφόρων φημών οδηγεί νομοτελειακά στη θεσμική ισχύ της ανεξάρτητης Δικαιοσύνης, αλλά και στην εκ νέου ενδυνάμωση της μητσοτακικής ΝΔ, της μόνης δύναμης που παραμένει να έχει μεταρρυθμιστική ατζέντα.
Εχει βέβαια προλάβει να δυναμώσει πολιτικά τη Ζωή Κωνσταντοπούλου και να πλήξει την αξιοπιστία, ως πολιτικής δύναμης στο πλαίσιο της δημοκρατικής εναλλαγής, του ΠΑΣΟΚ. Παράπλευρες απώλειες.