Ο γερμανικός εφιάλτης μόλις τώρα ξεκινά

Συνήθως ο σχηματισμός μιας νέας κυβέρνησης, ιδίως σε χώρες όπως η Γερμανία όπου παγίως απαιτούνται συνεργασίες και μακρές, συχνά πολύμηνες διαπραγματεύσεις, που αποτυπώνονται σε γραπτή συμφωνία των μελλοντικών εταίρων στην εξουσία, συνοδεύεται από κάποιο είδος αισιοδοξίας – από τη φύση των πραγμάτων. Κάτι προχωρά, δίνει ελπίδες από τη νέα λαϊκή εντολή, ασχέτως της εύλογης πικρίας των ηττημένων. Το νέο γεννά προσδοκίες συχνά ακόμα και σε αρκετούς που δεν το υποστήριξαν.

Η κυβέρνηση Μερτς δεν άργησε. Ομως η βιασύνη δεν ήταν για καλό: οφείλεται στο ότι πρόκειται για την πρώτη και (πολύ) μεγάλη εξαίρεση αυτού του κανόνα στη γερμανική μεταπολεμική ιστορία. Και όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα και στην παραπαίουσα ευρωπαϊκή. Πρόκειται για μία κυβέρνηση που ετοιμάζεται να αναλάβει μέσα σε ένα καινοφανές κλίμα άμυνας, δυσαρέσκειας, αμφιβολίας, ανησυχίας και βαθιάς αμφισβήτησης που αποτυπώνεται ήδη στις δημοσκοπήσεις πριν καν εγκατασταθεί στην εξουσία, γεγονός περίπου αδιανόητο. Και προσπαθεί να το ελέγξει γρήγορα.

Σήμερα, πριν καν από τον σχηματισμό της, το πρώτο κόμμα στις εκλογές από το οποίο και προέρχεται ο επόμενος καγκελάριος, είναι ήδη δεύτερο: η AfD, χωρίς να χρειαστεί να κάνει το παραμικρό, ούτε να χρειαστεί να συμβεί κάτι δραματικό που θα άλλαζε το τοπίο από την ημέρα των εκλογών μέχρι τώρα, βρίσκεται πλέον πρώτη στις προτιμήσεις των πολιτών λίγες εβδομάδες μετά τις κάλπες που την κατέστησαν αξιωματική αντιπολίτευση στη χώρα. Ποια;

Ενα κόμμα που ξεκίνησε περίπου πριν από μία δεκαετία ως περιθωριακό γκρουπούσκουλο, στο οποίο ουδείς απέδιδε σημασία και στήθηκε πάνω στην ελληνική κρίση με καταστατικό σκοπό το διαζύγιο ανάμεσα στους «καλούς» Γερμανούς και στους «κακούς» Ελληνες της εποχής, που τους τρώγανε, υποτίθεται, τα λεφτά και που κάποιος έπρεπε επιτέλους να τους πετάξει έξω – ή, ακόμα καλύτερα, να τους παρατήσει και να φύγει: αυτή ήταν η ιδέα της Εναλλακτικής για τη Γερμανία, όπως δηλώνει άλλωστε και το ίδιο το όνομά της. Και τώρα, αυτή η πάλαι ποτέ φαιδρότητα, την οποία ενεργά και με πλήθος τρόπους  ευνόησε υπογείως ο ίδιος ο Σόιμπλε με τη δύναμη που είχε στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, στα μέσα ενημέρωσης και με τη βαθύτερη κοινότητα στόχων που όμως δεν μπορούσε να τους πραγματοποιήσει όπως επιθυμούσε αληθινά, είναι πλέον το πρώτο κόμμα της χώρας. Και μακράν ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη δημοκρατία και στην ίδια και στην Ευρώπη.Αυτό σημαίνει ότι και πολλοί από εκείνους που ψήφισαν τους Χριστιανοδημοκράτες έχουν απογοητευτεί ήδη από το γεγονός ότι δεν «τόλμησαν» να κάνουν τη συνεργασία Δεξιάς – Ακροδεξιάς που ουκ ολίγοι ονειρεύονταν από τους ψηφοφόρους του Μερτς, ανομολόγητα ή μη. Σημαίνει επίσης ότι πριν καν ξεκινήσει να κυβερνά, έχει ξεκινήσει η αγανάκτηση εναντίον του και της κυβέρνησής του, γιατί ο σχηματισμός της ερμηνεύεται ως παράκαμψη της λαϊκής βούλησης.

Με λίγα λόγια, ο γερμανικός εφιάλτης μόλις τώρα ξεκινά. Και το μαρτύριο της επόμενης κυβέρνησης θα είναι απερίγραπτο: ήδη βαδίζει σε εχθρικό έδαφος, υπό εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες σε όλα τα επίπεδα. Απεναντίας, η Ακροδεξιά, δεν έχει πλέον να κάνει και πολλά: όλα δουλεύουν γι’ αυτήν: η τροχιά που έχει πάρει η γερμανική οικονομία, το μείζον ζήτημα της μετανάστευσης, ο πόλεμος στην Ουκρανία, το μαύρο χάλι της Ευρώπης, η κατάσταση της εσωτερικής ασφάλειας, ο… Μασκ και πλήθος άλλα. Οποιος λοιπόν δεν θέλει να κοροϊδεύει τον εαυτό του αντιλαμβάνεται ότι επί της ουσίας αυτή είναι η πραγματική εξουσία εν αναμονή. Και δεν υπάρχει τίποτα στον ορίζοντα που να δείχνει ούτε στο ελάχιστο ότι θα μπορούσε να ανατρέψει αυτή την τάση. Το ακριβώς αντίθετο: τα πράγματα θα γίνονται όλο και χειρότερα.

Βεβαίως η πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα είναι μη προβλέψιμες με απολυτότητα. Δεν πρόκειται για πείραμα στο εργαστήριο. Ομως κακά τα ψέματα: ουσιαστικά, αυτή η επιφύλαξη είναι απλώς μια μορφή παρηγοριάς στον άρρωστο. Γιατί αν θέλει κανείς να έχει τα μάτια του ανοικτά και να μην αυταπατάται, το βλέπει ολοκάθαρα: το κακό έρχεται καλπάζοντας. Και τίποτα δεν μπορεί να το σταματήσει πια.