Ο Πατριάρχης του μπάσκετ

Πρόκειται για μια κορυφαία φυσιογνωμία του παγκόσμιου μπάσκετ, καθώς είχε κάνει καριέρα και στην Ιταλία και μάλιστα το 1953, ιταλικό περιοδικό μπάσκετ τον είχε ξεχωρίσει ως μέλος της κορυφαίας πεντάδας της Ευρώπης, ενώ είχε συμμετοχές και με τη μεικτή κόσμου.

Πέραν από μεγάλος παίκτης, ήταν και ένας τεράστιος προπονητής, φιλόσοφος του μπάσκετ αφήνοντας το δικό του ξεχωριστό στίγμα στο αγαπημένο (μεταξύ πολλών με τα οποία ασχολήθηκε) του άθλημα.

Ηταν ο άνθρωπος που αναγέννησε τον Ολυμπιακό όταν ανέλαβε τις τύχες του το 1967 κι ενώ η ομάδα αγωνιζόταν ήδη για δυο σεζόν στη Β’ Εθνική. Στην πρώτη του χρονιά στον πάγκο της ομάδας την οδήγησε και πάλι στην Α’ Εθνική και έβαλε τις βάσεις για τη δημιουργία της μεγάλης ομάδας των Ερυθρόλευκων που πρωταγωνίστησε τα επόμενα χρόνια. Επί ημερών του φόρεσαν τη φανέλα του Ολυμπιακού μεταξύ άλλων οι Γιατζόγλου, Καστρινάκης, Διάκουλας και Μελίνι και μ’ αυτόν στην άκρη του πάγκου, το 1976 οι Πειραιώτες κατέκτησαν το πρώτο νταμπλ της ιστορίας τους, χωρίς να χάσουν ούτε ένα παιχνίδι!

«Η πεντάδα στο μπάσκετ είναι σαν τα πέντε δάχτυλα ενός χεριού. Μπορεί ο πλέι μέικερ και ο πίβοτ να είναι οι βασικοί άξονες, αλλά όλα τα δάχτυλα έχουν την αξία τους»

Αναμορφωτής

Οπως αναφέρει στην αυτοβιογραφία του, στο βιβλίο «Φαίδωνας Ματθαίου 60 χρόνια στο ελληνικό μπάσκετ» από τις εκδόσεις Κάκτος και με την επιμέλεια του Λουκά Παπαϊωάννου, στον Ολυμπιακό θεωρεί ότι είχε κάνει την καλύτερη δουλειά στην προπονητική του καριέρα, ιδιαίτερα επειδή κανείς δεν ανακατευόταν στα εσωτερικά της ομάδας όπως του είχε εγγυηθεί ο γενικός γραμματέας των Ερυθρολεύκων Γιώργος Παπαδάκης. Του πρόσφερε 10.000 δραχμές τον μήνα όταν τότε οι μισθοί ήταν στις 2.500-3.000 δραχμές, όσο δηλαδή αμειβόταν και ο ίδιος στη δουλειά του ως γεωπόνος στην Αγροτική Τράπεζα. Δεν τον δελέασαν όμως τόσο τα χρήματα όσο η ατάκα: «Δεν θα ασχοληθεί κανείς με τη δουλειά σου και με το τμήμα εκτός από σένα. Κανένα πρόβλημα δεν θα σου δημιουργηθεί από παρέμβαση τρίτων».

Οπως και έγινε. Η ομάδα επανήλθε άμεσα στην Α’ Εθνική, αρχικά τερμάτιζε μεταξύ 4ης και 5ης θέσης, ανέβηκε και ψηλότερα μέχρι και τη 2η θέση το 1975 χάνοντας το πρωτάθλημα στη λεπτομέρεια μόλις με ένα βαθμό από τον Παναθηναϊκό μετά την ήττα με 63-61 στο γήπεδο του Σπόρτιγκ έως ότου το 1976 σε μια από τις κορυφαίες χρονιές στην ιστορία του Ολυμπιακού πήρε το αήττητο πρωτάθλημα και Κύπελλο.

Μόνο για τον γάμο του έλειψε!

Γενικά όλοι οι παίκτες που είχαν περάσει από τα χέρια του θυμούνται ότι δεν έχανε προπόνηση ποτέ ούτε για πλάκα.

Μόνο μια φορά (στη θητεία του στον Ολυμπιακό) ύστερα από ένα κυριακάτικο ματς με το Παγκράτι κι επειδή μεσολαβούσε το ρεπό της Δευτέρας, ενημέρωσε τους παίκτες ότι την Τρίτη θα έλειπε γιατί είχε μια σοβαρή δουλειά και θα έκαναν προπόνηση με τον βοηθό του, τον Βαγγέλη Σβεδίνογλου. Ολοι άρχισαν να ψάχνουν ποια δουλειά μπορεί να ήταν τόσο σοβαρή για να χάσει προπόνηση.

Οπως τους αποκάλυψε ο ίδιος, έλειψε πολύ απλά γιατί εκείνη την ημέρα παντρευόταν την εκλεκτή της καρδιάς του, την αγαπημένη του Δήμητρα!

Η αήττητη ομάδα του Ολυμπιακού της σεζόν 1975-1976 που υπό τις οδηγίες του Ματθαίου κατέκτησε το νταμπλ αήττητη. Πάνω σειρά, αριστερά προς δεξιά: Ματθαίου, Ράμμος, Κοκορόγιαννης, Καστρινάκης, Διάκουλας, Γιατζόγλου. Κάτω σειρά, αριστερά προς δεξιά: Τσάνταλης, Μπαρλάς, Γκαρώνης, Μελίνι, Σπανός

Pick και roll και ραβέρσα

Ηταν από τους πρώτους προπονητές (αν όχι ο πρώτος) που εφάρμοσε το περίφημο pick ’n’ roll απλά στην προπόνηση στο Παπαστράτειο του έδινε και λίγο ελληνικό χαρακτήρα λέγοντας στους παίκτες του ότι τώρα θα παίξουν «pick και roll».

Υστερα από μια εντός έδρας ήττα του Ολυμπιακού από την ΑΕΚ είχε μαζέψει τους παίκτες του και τους είπε: «Σήμερα δεν ήμασταν ομάδα μπάσκετ, αλλά θεατρικός θίασος που ανέβασε με μεγάλη επιτυχία μάλιστα, την παράσταση “Απόψε αυτοσχεδιάζουμε” του Λουίτζι Πιραντέλο, με τον Δημήτρη Μυράτ και τη Βούλα Ζουμπουλάκη. Δεν είδατε τι έγινε; Ο καθένας έκανε του κεφαλιού του, βάλαμε φουστανέλα, πήραμε τις ξιφολόγχες, φωνάζαμε “αέρα” κι όποιον πάρει ο χάρος».

Ως παίκτης ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος ο οποίος λανσάρισε το hook shot, που τότε λεγόταν ακόμη «ραβερσέ σουτ».

Πολυαθλητής

Ο γεννημένος στη Θεσσαλονίκη στις 12 Ιουλίου του 1924 Φαίδωνας Ματθαίου θεωρείται (και ήταν) ίσως ο πιο πολυσύνθετος πρωταθλητής που εμφανίστηκε ποτέ στην Ελλάδα. Καθώς αγωνίστηκε έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στο πόλο, στον στίβο με την ομάδα του Αρη Θεσσαλονίκης, στον λίθο, στην κωπηλασία με το Ναυτικό Ομιλο Θεσσαλονίκης, στο πινγκ πονγκ, στο τένις, στην ξιφασκία και φυσικά στο μπάσκετ.

Ελαβε μέρος ως αθλητής σε δύο Ολυμπιακούς Αγώνες, το 1948 στο Λονδίνο ως κωπηλάτης και το 1952 στο Ελσίνκι ως παίκτης της εθνικής ομάδας μπάσκετ. Την οποία μετέπειτα οδήγησε ως προπονητής το 1960 στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης.

Εκεί όπου έμεινε εκστασιασμένος βλέποντας την εθνική ομάδα των ΗΠΑ, που είχε τον Οσκαρ Ρόμπερτσον, τον Τζέρι Γουέστ και τον Γουόλτ Μπέλαμι.

Ανδρώθηκε μπασκετικά στον Αρη, ενώ αγωνίστηκε ακόμα στον Παναθηναϊκό, στον Πανιώνιο, στον Σπόρτιγκ, στη Βαρέζε και στην Μπενέλι Πέζαρο.

Καταγόταν από οικογένεια με αθλητικές καταβολές. Ο πατέρας του ήταν ο Μάνθος Ματθαίου, πρόεδρος του Αρη, ο οποίος σκοτώθηκε κατά τον βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης από ιταλικά αεροπλάνα το 1940. Ηταν αυτός που είχε εξασφαλίσει και πήρε για την ομάδα την έκταση στην οποία και χτίστηκε το γήπεδο Χαριλάου.

Ο παίκτης

Αγωνιζόταν στη θέση του σέντερ. Ξεκίνησε από τον Αρη Θεσσαλονίκης το 1945 και το 1949 πήγε στον Παναθηναϊκό με τον οποίο κατέκτησε 3 πρωταθλήματα Ελλάδας (1950, 1951, 1954). Το 1955 έπειτα από διαφωνία με τους συμπαίκτες του στον Παναθηναϊκό, αποχώρησε και πήγε στον Πανιώνιο και μετά στον Σπόρτιγκ, επέστρεψε στον Πανιώνιο και αργότερα μεταγράφηκε στην ιταλική Στορμ Βαρέζε στην οποία αγωνίστηκε ως παίκτης και προπονητής. Τελείωσε την καριέρα του στον Αρη.

Αγωνίστηκε στην Εθνική Ελλάδος σε 44 αγώνες και σημείωσε συνολικά 539 πόντους (μ.ο. 12). Επαιξε στον πρώτο επίσημο αγώνα στην ιστορία της Εθνικής σε μεγάλη διοργάνωση το 1949 στο Ευρωμπάσκετ της Αιγύπτου, κόντρα στην Ολλανδία (46-28) στις 15 Μαΐου 1949 στο Κάιρο. Εκεί που με τα γαλανόλευκα κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο.

Στους πάγκους

Ως προπονητής έκανε επίσης μεγάλη καριέρα και πέρασε από τον πάγκο της Εθνικής ανδρών, Εθνικής γυναικών, Πανιωνίου, Περιστερίου, ΠΑΟΚ, Ολυμπιακού, Αρη (γυναίκες) και άλλων. Θεωρείται ο δημιουργός της γυναικείας ομάδας μπάσκετ του Αρη. Αλησμόνητος είναι ο τελικός Κυπέλλου το 1984, που έμεινε στην ιστορία ως ο «τελικός των ξυρισμένων κεφαλιών» κατά τον οποίο ήταν προπονητής του ΠΑΟΚ.

Την παραμονή του αγώνα πήγε τους παίκτες του να δουν το «Αποστολή στη Νικαράγουα» και τους είπε ότι στις ΗΠΑ οι μπασκετμπολίστες πριν από κάποια ματς κουρεύονται πολύ κοντά, ως δείγμα ενότητας της ομάδας τους. Ετσι την ίδια μέρα έκαναν το ίδιο κι αυτοί με τον ΠΑΟΚ να κάνει την έκπληξη και να παίρνει το τρόπαιο από τον Αρη (74-70). Ως προπονητής είχε πάρει και τρία πρωταθλήματα γυναικών με τον Αρη (1947-49).

Δεν δίσταζε να… μπουκάρει στο γήπεδο όταν έβλεπε να αδικείται η ομάδα του και το παρατσούκλι του «Γόρο» (εκ του γορίλλας), που του το είχαν αποδώσει ο Τρόντζος με τον Κατσαφάδο ταίριαζε και με τον σωματότυπο και με την αγριάδα που έβγαζε όταν ήταν να υπερασπιστεί τους παίκτες και την ομάδα.

Η Εθνική Ενόπλων υπήρξε το έργο ζωής του, ήταν πολύ φίλος με τον μεγάλο Μπόμπι Νάιτ και ανέκαθεν ήταν μπροστά από την εποχή του.

Ελαβε μέρος ως αθλητής σε δύο Ολυμπιακούς Αγώνες, το 1948 στο Λονδίνο ως κωπηλάτης και το 1952 στο Ελσίνκι ως παίκτης της εθνικής ομάδας μπάσκετ. Την οποία μετέπειτα οδήγησε ως προπονητής το 1960 στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης

Ομάδα και ρόλοι

Οντας φανατικός φίλος της όπερας, ο Ματθαίου συνήθιζε να απαγγέλλει άριες και να τραγουδάει, δίκην τενόρου στις προπονήσεις, στη διάρκεια των ταξιδιών, ακόμη και πριν ή ύστερα από αγώνες, για να συνεγείρει το φρόνημα των παικτών του ή να ψυχαγωγήσει το κοινό.

Οταν αγωνιζόταν στη Βαρέζε, όλη η πόλη τον απολάμβανε στο «La donna e mobile» από τον Rigoletto και στο «L’ aurora in blanco vestita».

«Ο προπονητής στα παιδικοεφηβικά πρέπει να είναι πατέρας. Ο προπονητής στις ερασιτεχνικές ομάδες πρέπει να είναι φίλος. Και ο προπονητής στις επαγγελματικές ομάδες πρέπει να είναι σατράπης» ήταν ένα από τα αποφθέγματά του. Θεωρούσε τον Σεργκέι Μπέλοφ ως τον πληρέστερο παίκτη στην Ευρώπη ενώ έλεγε πολλές φορές στους παίκτες του πριν από κάποιο κρίσιμο αγώνα: «Οποιος έχει διάστρεμμα και δεν παίζει σε έναν αγώνα είναι αδερφή»!

Επίσης μιλώντας για την έννοια της ομάδας έλεγε χαρακτηριστικά: «Η πεντάδα στο μπάσκετ είναι σαν τα πέντε δάχτυλα ενός χεριού. Μπορεί ο πλέι μέικερ και ο πίβοτ να είναι οι βασικοί άξονες, αλλά όλα τα δάχτυλα έχουν την αξία τους και αν σου λείπει ένα, τότε είσαι κουλός».

Ενώ όσον αφορά τις θέσεις στο γήπεδο: «Οι ψηλοί είναι η ναυαρχίδα σε μια ομάδα και οι κοντοί τα αντιτορπιλικά και τα υποβρύχια. Οταν η περιφερειακή άμυνα δεν λειτουργεί καλά, τότε αφήνει εκτεθειμένους και τους ψηλούς και τους αναγκάζει να χρεώνονται με φάουλ. Εάν ναυαγήσει η ναυαρχίδα, τότε βουλιάζει όλος ο στόλος».