Σε συνέντευξή του στην Αλεξάνδρα Φωτάκη ο υπουργός Εξωτερικών ισχυρίσθηκε ότι η Διακήρυξη των Αθηνών «αποτέλεσε ένα πολύ μεγάλο βήμα σχεδόν μετά από 95 χρόνια» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το 2025 μείον 95 μας πάει στο 1930, στο Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας Βενιζέλου – Ατατούρκ.
Είναι όμως εκείνη η περίοδος, αλλά και άλλες περίοδοι όπως η άμεσα μεταπολεμική μέχρι τα γεγονότα του 1955, και αυτή της συμφωνίας του Ελσίνκι, μέχρι το δημοψήφισμα του Σχεδίου Ανάν, δηλαδή το 1999-2004, συγκρίσιμες με την σημερινή;
Οχι, δεν είναι. Εν τάχει, το 1930 Ελλάδα και Τουρκία ήταν καθημαγμένες από τους πολέμους του 1912-1922, με το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου εκλάμβαναν και οι δύο χώρες ως απειλή τη νικηφόρα Σοβιετική Ενωση, ενώ στο Ελσίνκι η σύγκλιση που προκαλούσε η τότε αξιόπιστη ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας στην ΕΕ συνέφερε τόσο την Τουρκία όσο και την Ελλάδα. Στη σημερινή περίοδο έχουμε ένα καθεστώς Ερντογάν του οποίου ο βασικότερος νομιμοποιητικός μηχανισμός, εσωτερικά, είναι η επίδειξη περιφερειακής ηγεμονίας κυρίως με στρατιωτικά μέσα.
Αυτή η συμπεριφορά του καθεστώτος αποτελεί κοινό τόπο τόσο για τους πλέον αξιόπιστους τούρκους πολιτικούς επιστήμονες και αναλυτές αλλά και διεθνώς, όπου πλέον ο πρόεδρος Ερντογάν μπαίνει στο ίδιο ερμηνευτικό κάδρο με τον Πούτιν. Συμπεριφορές όπως αυτής της αμφισβήτησης στο πεδίο, από την Τουρκία, της Ελλάδας στο να κάνει χρήση των δικαιωμάτων που της αποδίδει το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως με την έρευνα και πόντιση του καλωδίου μεταξύ Κρήτης και Κύπρου, δεν αποτελούν έκπληξη για κανένα μέλος αυτής της επιστημονικής και αναλυτικής κοινότητας. Δεν χρειάζεται να είσαι ούτε Ελληνας, ούτε «Τουρκοφάγος», κάθε άλλο μάλιστα, για να εκτιμήσεις ότι το καθεστώς Ερντογάν θα συνεχίζει να είναι επιθετικό απέναντι στην Ελλάδα, πόσω μάλλον που με τη φυλάκιση Ιμάμογλου η Τουρκία έχει επανέλθει δυναμικά σε έναν φαύλο κύκλο αυταρχισμού, οικονομικής δυσπραγίας και επιθετικότητας προς τα έξω.
Αυτά τα δομικά χαρακτηριστικά του καθεστώτος Ερντογάν καθιστούν την ελληνική διπλωματία σημαντικό δευτεραγωνιστή ενώ τις Ενοπλες Δυνάμεις μας πρωταγωνιστή, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η ελληνική διπλωματία καλείται να ενισχύσει την αποτρεπτική ισχύ των Ενόπλων Δυνάμεων μέσω της ενίσχυσης της ποιοτικής υπεροχής τους, όπως με τη συστηματική προσπάθεια στέρησης στις Τουρκικές Ενοπλες Δυνάμεις ίδιων ή ισοδύναμων Δυτικών οπλικών συστημάτων, και την εξασφάλιση της παρουσίας συμμαχικών Ενόπλων Δυνάμεων στο πεδίο. Οι δε Ενοπλες Δυνάμεις μας πρέπει να ανταποκριθούν στην πρόκληση του πρωταγωνιστικού τους ρόλου μέσω της διαρκής και επιταχυνόμενης εξοπλιστικής και επιχειρησιακής τους αναβάθμισης.
Πότε η ελληνική διπλωματία θα πρωταγωνιστήσει εκ νέου; Οταν είτε διά της αποτροπής είτε διά της απόκρουσης από τις Ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις το ηγεμονικό εγχείρημα του καθεστώτος Ερντογάν εκπνεύσει. Τότε και τότε μόνο στην Τουρκία θα αναδειχθεί μια νέα πολιτική ηγεσία που, μέσα από την ανάκαμψη της δημοκρατίας και την ευθυγράμμιση με ένα ευρωπαϊκό εγχείρημα που επαναπροσδιορίζεται, θα μπορεί να προσφέρει ένα πειστικό μέλλον στους τούρκους πολίτες που δεν έχει ως θεμελιώδης παραδοχή την επιβολή της ισχύος εις βάρος της χώρας μας. Ωσπου να συμβεί αυτό ο χρόνος της ελληνικής διπλωματίας, όπως τον αντιλαμβάνεται ο σημερινός έλληνας υπουργός Εξωτερικών, θα παραμένει ακατάλληλος.
Ο Αντώνης Καμάρας είναι ερευνητικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ