
Από μικρό παιδί ο Μίκης αγάπησε το ποδόσφαιρο και, μάλιστα, όταν ήταν δέκα ετών επέλεξε για ομάδα του τον Ολυμπιακό. Τέσσερα χρόνια αργότερα εντάχθηκε στον Ηρακλή, την τοπική ομάδα του Πύργου Ηλείας, όπου και έπαιξε ποδόσφαιρο, μέχρι τη γερμανική Κατοχή. Τη δεκαετία του ’40 σταμάτησε να παίζει, καθώς εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση, και στη συνέχεια εξορίστηκε, ενώ κατά τη δεκαετία του ’50 αφιερώθηκε στις μουσικές του σπουδές που τον οδήγησαν στο Παρίσι. Οταν επιστρέφει από τη Γαλλία, τον βλέπουμε στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας να παρακολουθεί τον αγώνα ΑΕΚ – Ολυμπιακός 1-0, τον Ιανουάριο του ’60, ενώ συνεχίζει να πηγαίνει στο Στάδιο Καραϊσκάκη. Εγώ τον γνώρισα τη δεκαετία του ’70. Τότε τον ανακάλυψα και ως ποδοσφαιρόφιλο και λάτρη του Ολυμπιακού, καθώς στις συναυλίες του και σε άλλες πολιτικές εκδηλώσεις συζητούσαμε όχι μόνο για πολιτικά και πολιτιστικά θέματα, αλλά και για το ποδόσφαιρο και τον Ολυμπιακό που τόσο αγαπούσαμε.
Υστερα από πολλά χρονιά, τον Οκτώβριο του 2003, ο Μίκης εμφανίζεται στο γήπεδο της Λεωφόρου για το παιχνίδι της Εθνικής με τη Β. Ιρλανδία, την οποία νικήσαμε 1-0 και προκριθήκαμε στο Euro 2004. Γνωρίζοντας την αγάπη και τον σεβασμό του για τους ποδοσφαιριστές, έπεισα τους Αρ. Καμάρα και Μ. Παπαϊωάννου, με τους οποίους βλέπαμε το ματς, να πάμε να τον χαιρετίσουμε. Μόλις μας είδε, άνοιξε η καρδιά του. Μεμιάς, άρχισε να μιλά μαζί μας για ποδόσφαιρο. Βλέποντας τον ενθουσιασμό του, του πρότεινα να ξανασυναντηθούμε. Ετσι, στις 19 Δεκεμβρίου στο Χίλτον, έδωσαν το παρών τότε 50 διεθνείς ποδοσφαιριστές, από διαφορετικές γενιές, τους οποίους ήθελε να γνωρίσει ο Μίκης. Από τον αγαπημένο του Ολυμπιακό παρευρέθηκαν οι Δαρίβας, Υφαντής, Κοτρίδης, Σ. Παπάζογλου, Ρωσίδης, Νικοπολίδης, όπως και οι Καρεμπέ και Τζόρτζεβιτς. Γνωρίζοντας την αγάπη του για την ομάδα, είχα ενημερώσει τον Δαρίβα, τότε πρόεδρο των βετεράνων, και έφερε μαζί του την ερυθρόλευκη φανέλα με το όνομα του Μίκη. Αυτός ενθουσιάστηκε και ζήτησε να μπει και νούμερο στη φανέλα.
Μέσα σ’ ένα τόσο ερυθρόλευκο περιβάλλον, ο Μίκης μάς αφηγήθηκε πώς έγινε Ολυμπιακός:
«Δέκα ετών παιδάκι, στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς που ζούσαμε τότε […] πήρα την πρώτη μου εφημερίδα. Σε εκείνη την ιστορική εφημερίδα, το 1935, υπήρχε μία φωτογραφία του Ολυμπιακού με τους πέντε Ανδριανόπουλους, τα αδέρφια και τους Βάζο, Συμεωνίδη και τους άλλους. Ηταν η κόκκινη φανέλα και έγινα Ολυμπιακός από τότε. Κι εγώ, όπως ξέρετε, έχω αλλάξει πολλά κόμματα – και με έχουν κατηγορήσει για αυτό – αλλά τον Ολυμπιακό δεν τον αλλάζω. Κάποιος γεννιέται και πεθαίνει με τα χρώματά του. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα συναντήσω τον Λεωνίδα Ανδριανόπουλο και μάλιστα θα κάθομαι δίπλα του. Είναι από τα μεγαλύτερα δώρα που έχω πάρει».
Οποτε μπορούσε, ο Μίκης προσκαλούσε στο σπίτι συνομήλικους του ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού, όπως τον Δαρίβα, τον Παπάζογλου και τον Αχιλλέα Γραμματικόπουλο, με τους οποίους σχολίαζε αγώνες και γεγονότα του παρελθόντος. Σε μια τέτοια συνάντηση είχε συμμετάσχει κι ο Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς, με τον οποίον ο Μίκης είχε μιλήσει για τον Πανηλειακό όπου είχε παίξει μπάλα ο μεγάλος αρχηγός πριν έρθει στον Ολυμπιακό. Ο Μίκης είχε αναφερθεί τότε, με πολύ χιούμορ, στα χρόνια κατά τα οποία είχε παίξει κι αυτός μπάλα στον Ηρακλή Πύργου, στα 14 του.
Ανέκαθεν πίστευε πως είναι απαραίτητοι στον ελληνικό αθλητισμό οι εγνωσμένης αξίας τεχνικοί. Γι’ αυτό και ως βουλευτής Β’ Πειραιά, από το 1964, βοήθησε καθοριστικά να έλθει ο Μπούκοβι στον Ολυμπιακό, με διαβήματα προς τον πρέσβη και το υπουργείο Αθλητισμού της Ουγγαρίας, με τη διοίκηση του Ολυμπιακού να τον ευχαριστεί αργότερα. Μας μιλούσε συχνά για το πώς εκλέχθηκε βουλευτής της Αριστεράς στη Β’ Πειραιά, με τη Νεολαία Λαμπράκη, τους εργάτες στα λιπάσματα της Δραπετσώνας και στην Κοκκινιά και όλους τους γαύρους Ολυμπιακούς που τρέχανε σε σπίτια, καφενεία και… γήπεδα για να μοιράσουν ψηφοδέλτια και να κάνουν συγκεντρώσεις για ομιλίες.
Σε αντίθεση με τις ελίτ, ο ίδιος πίστευε στην ανάδειξη του κοινωνικού και λαϊκού χαρακτήρα του ποδοσφαίρου, γράφοντας χαρακτηριστικά: «Δυστυχώς στη χώρα μας η… υψηλή διανόηση θεωρεί το ποδόσφαιρο ως το… όπιον του “λαουτζίκου”. Αντιθέτως, εγώ το αγαπώ και το θαυμάζω, γιατί το θεωρώ όχι μόνο σωματική άσκηση υψηλού βαθμού αλλά και πνευματική προσπάθεια ξεχωριστή, μιας και ο ποδοσφαιριστής έχει ελάχιστα δευτερόλεπτα για να πάρει τη σωστή, κάθε φορά, απόφαση. Αυτός ο συνδυασμός είναι που δημιουργεί τα σύγχρονα ινδάλματα των εκατομμυρίων οπαδών που γεμίζουν τα στάδια σε όλα τα μέρη του κόσμου».
Αξίζει να σημειωθεί πως ολόκληρη η οικογένεια του Μίκη είναι Ολυμπιακοί, ιδιαιτέρως δε τα εγγόνια του, ο Αγγελος κι ο Αλέξανδρος, οι οποίοι τον εκπροσώπησαν στη φιέστα για την κατάκτηση του 42ου πρωταθλήματος του Ολυμπιακού, το 2015, η οποία μάλιστα είχε συμπέσει και με τα δικά του ενενηντάχρονα. Μάλιστα, ο Αλέξανδρος είχε περάσει κάποτε κι από τις ακαδημίες της ομάδας, με τον Μίκη να δηλώνει χαρακτηριστικά: «Να τον δω να βάζει γκολ με τη φανέλα του Ολυμπιακού και θ’ αναφωνήσω “Nῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα”!»
Εκτός από τον Ολυμπιακό, στον Μίκη άρεσε πολύ και η Μπαρτσελόνα, τόσο για το παιχνίδι που έπαιζε την περίοδο 2005-2018 όσο και για τον τρόπο λειτουργίας της. Θεωρούσε πως έμοιαζε πολύ με τον Ολυμπιακό ως κοινωνική σύνθεση και φιλοσοφία και γι’ αυτό θα ήθελε να δει και στην αγαπημένη του ομάδα το ίδιο μοντέλο με τη συμμετοχή των χιλιάδων μελών αλλά και ιστορικών ποδοσφαιριστών της στη διοίκηση της ομάδας.
Ο Νίκος Μάλλιαρης είναι παλαίμαχος ποδοσφαιριστής, ιδρυτικό μέλος του ΠΣΑΠ, πρόεδρος της πανελλήνιας πρωτοβουλίας φίλων ποδοσφαίρου «Επίσκυρον».