Πού πήγαν τόσα συναισθήματα

Ο ι Ελληνες είναι συναισθηματικός λαός. Τόσο συναισθηματικός, που στις 28 Ιανουαρίου 2025, σχεδόν δύο χρόνια μετά το τρομερό δυστύχημα των Τεμπών, χιλιάδες πολίτες βγήκαν στους δρόμους για να διεκδικήσουν δικαιοσύνη για τα θύματα. Να διεκδικήσουν, δηλαδή, τη δικαιοσύνη να μην την αποδώσουν τα δικαστήρια αλλά οι λαοσυνάξεις.

Ηταν η δεύτερη φορά μέσα σε δεκαπέντε χρόνια που πείστηκαν τόσο πολλοί ότι η αλήθεια των γεγονότων βρισκόταν στα συλλαλητήρια και όχι στους θεσμούς της δημοκρατίας. Στο όνομα της συγκίνησης, ήρθαν στο προσκήνιο οι νεοαγανακτισμένοι και, ακόμα μία φορά, αφού έπεισαν όλη την κατακερματισμένη αντιπολίτευση να συμπλεύσει με τις επιταγές του δρόμου και της πλατείας, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό να μεταβάλουν τα ποσοστά των κομμάτων. Ενισχύοντας, όπως έκαναν και μετά το 2011, τα πιο κραυγαλέα και τα πιο απίθανα στις αντιδράσεις τους.

Ποιοι όμως νομιμοποίησαν τους νεοαγανακτισμένους, που φαντασιώθηκαν ακόμα μία εξέγερση εναντίον της λογικής, με «επιχειρήματα» ενός που βγάζει το ψωμί του ως συνωμοσιολόγος; Λυπάμαι πολύ που θα το φέρω στη συζήτηση, επειδή ελάχιστα θίγεται, αλλά είναι απαραίτητο: η κινηματική νομιμοποίηση των νεοαγανακτισμένων δεν θα ήταν αποτελεσματική αν δεν είχε συμβάλει στον ξεσηκωμό τους η αριστερή διανόηση – ιδέες και πρόσωπα. Χάρη στην εξύμνηση της δημόσιας έκφρασης των «συναισθημάτων», ήρθαν ακόμα μία φορά στην επιφάνεια ο συνωμοσιολογικός αντισυστημισμός και οι εκπρόσωποί του.

Η ιδέα είχε ενδιαφέρον. Ηταν σαν τα συναισθήματα, ανεξαρτήτως των αιτίων που προκαλούν την έκλυσή τους, να συμβάλλουν εξ ορισμού στην καλυτέρευση της δημοκρατίας. Δεν χρειάζονται προγράμματα, οικονομικά επιτελεία, πολιτικές, συμμαχίες – τίποτα. Μόνο συγκίνηση για την ανατροπή – κι ύστερα θα τρώμε με χρυσά κουτάλια. Οπως ακριβώς έγινε το 2015.

Ολη αυτή η αντίληψη έπνιξε για πολλές εβδομάδες τη δημόσια συζήτηση. Ακόμα μία φορά, οι τηλεοράσεις, τα ραδιόφωνα, τα πρωτοσέλιδα και οι μέσα σελίδες, το Διαδίκτυο, όχι μόνο τα κοινωνικά δίκτυα, πλημμύρισαν από τις καταγγελίες του προοδευτισμού – που συχνά συνοδεύονταν από απειλές και βρισίδια, τα εργαλεία έκφρασης του μίσους. Από τις καταγγελίες και τα ψέματα. Τώρα που σιγά σιγά αποκαλύπτονται πόσο παραπλανητικές ήταν λέξεις – φετίχ του προηγούμενου διαστήματος, η Γάνδη, η Πίζα, το ξυλόλιο, το μπάζωμα, και τι στόχους είχαν, είναι ευκαιρία να ξαναδούμε τη ρητορική, τις μεθοδεύσεις, όσους διακίνησαν τα ψέματα ή τα έντυσαν με λαμπρές ιδέες αλλά κι όσους καλοπροαίρετα τσίμπησαν κι ακολούθησαν τη μόδα.

Οι αριστεροί διανοούμενοι (οι πασόκοι συμπεριλαμβάνονται) που ονειρεύονται πάση θυσία έναν άλλο κόσμο, τα πλεονεκτήματα του οποίου δεν μπορούν να τα περιγράψουν πειστικά, σημασία όμως έχει ότι αυτοί θα είναι στα πόστα, βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της συγκίνησης και της νέας αγανάκτησης. Αυτοί κανονικοποίησαν «ένα δικαίωμα στον συνωμοσιολογικό αντισυστημισμό» κι αυτοί «εξυγίαναν» την ακροδεξιάς προέλευσης συνωμοσιολογία. Αυτοί, τελικά, ήταν που επανεπιβεβαίωσαν ότι, στην Ελλάδα, το λεγόμενο «αντισύστημα» (που ουσιαστικά είναι μια γιούργια για την εξουσία) είναι κυρίαρχη ιδεολογία.

Ο πολιτικός κυνισμός της αριστερής διανοούμενης γραφειοκρατίας είναι ένα από τα βασικότερα εμπόδια για τον δημοκρατικό εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος.