Πόσο φαινόμενο είναι το «φαινόμενο ΛΕΞ»

Πρώτα απ’ όλα, ας προσπαθήσουμε να ορίσουμε τι είναι το φαινόμενο, αν και πρόκειται για κάπως ρευστή έννοια. Πάντως οπωσδήποτε, είναι κάτι που ξεφεύγει από τα μέτρα του κανονικού, κάτι το ασυνήθιστο, το εκπληκτικό. Και στην ελληνική μουσική σκηνή, το πιο φαινόμενο από τα φαινόμενα του τελευταίου καιρού είναι το «φαινόμενο ΛΕΞ». Ο σαραντάχρονος μουσικός Αλέξης Λαναράς από τη Θεσσαλονίκη που κάνει αλλεπάλληλα ρεκόρ προσέλευσης κόσμου στις ζωντανές εμφανίσεις του. Και που την περασμένη εβδομάδα, η αναγγελία της συναυλίας του στο ανοιχτό ΟΑΚΑ (η χωρητικότητά του υπολογίζεται στις 70.000 θέσεις) κράσαρε το Διαδίκτυο. Αυτό μάλιστα που επιτείνει το φαινόμενο είναι ότι ο ΛΕΞ κινείται και δουλεύει εκτός των επονομαζόμενων «κυκλωμάτων», ένα λαϊκίστικο άλλοθι για αμελητέα ταλέντα που δεν διακρίνονται και που, στην προκειμένη περίπτωση, φυσικά και δεν ισχύει αφού πρόκειται για καλό μουσικό και, ιδιαίτερα, στιχουργό.

Τι ακριβώς πυροδοτεί όμως αυτή την επιτυχία του ΛΕΞ; Εμείς οι μεγαλύτεροι, λόγω της κατηγοριοποίησής του στο hip hop (άδικης κατά τη γνώμη μου) πιστεύουμε ότι απευθύνεται στους νέους, αυτούς που, χονδρικά, λέμε «γενιά Ζ». Ουδεμία σχέση. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης έχει πατήσει τα 40 και οι εικοσάρηδες τον θεωρούν «γέρο». Ο ΛΕΞ εκπροσωπεί απόλυτα τη δική του γενιά. Τους από άνω των τριάντα έως κάτω των πενήντα, με τις όποιες, βέβαια, εξαιρέσεις. Είναι η γενιά που πρόλαβε να πάρει μυρωδιά την εποχή του ελληνικού ευδαιμονισμού, που πίστεψε ότι θα ζήσει τουλάχιστον καλύτερα από την προηγούμενη και πάνω στο ξεπέταγμά της ή στα πρώτα της βήματα, έφαγε στα μούτρα τη χλαπάτσα της οικονομικής κρίσης και του υπό κατάρρευση ονείρου. Γι’ αυτό και, κατά τη γνώμη μου, είναι μια πάρα πολύ θυμωμένη, η πιο θυμωμένη ίσως γενιά. Αυτή που μετέτρεψε σε μεγάλο θυμό τις απογοητεύσεις και τις ενοχές της και την επίρριψη των ευθυνών «εκτός τειχών».

Με τι να ταυτιστεί, μουσικά, αυτή η γενιά; Με τον «Τρίτο Παγκόσμιο» ή με το «Πάγωσε η τσιμινιέρα»; Το ένα πολύ παλιό, το άλλο πολύ «εργατιά» (και η «εργατιά», σήμερα, δεν ακούει ΛΕΞ, ακούει, από παλιούς, Βασίλη Καρρά και, από νέους, Κατερίνα Λιόλιου). Ηρθε λοιπόν ο Αλέξης Λαναράς για να τραγουδήσει «Δεν ήμουν μάγκας ποτέ, καμιά φορά είμαι αλάνι / Φυσάω τον καπνό στοχεύοντας το ταβάνι / Κουτσομπόλες διαχειρίστριες, ρουφιάνοι θυρωροί / Τρωκτικά μ’ ακουστικά ακούν τις συνομιλίες / Μας χαζεύουν οι εξωγήινοι μέσα από το κουτί». Ή «Δεν είναι δύσκολο ένας άνθρωπος να χάσει τον δρόμο του / Ιδιαίτερα όταν δεν κοιτάει πίσω απ’ τον ώμο του / Ο θείος μου μού έλεγε ό,τι σ’ αρέσει όρμα του / Γάμα τον κόσμο ώσπου να μπεις μες το χώμα του».

Εδώδιμα και εποχιακά

Πάντα κατά τη γνώμη μου, λοιπόν, ο ΛΕΞ είναι μεν ένα φαινόμενο αλλά ένα φαινόμενο της εποχής – χωρίς αυτό να μειώνει τη δυναμική του. Εξάλλου, στη χώρα μας, ο τρόπος που βιώνουμε ή που «καταναλώνουμε» τη μουσική και τα τραγούδια παίρνει συχνά τις διαστάσεις φαινομένου. Κι έχω την εντύπωση ότι σε αυτόν τον τομέα η καψούρα και η επαναστατικότητα δίνουν συχνά και επί ίσοις όροις τη σκυτάλη η μία στην άλλη. Μήπως δεν ήταν φαινόμενο ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι εργάτες στις οικοδομές τραγουδούσαν, ελέω μουσικής Θεοδωράκη, Ελύτη και Σεφέρη; Ή ότι διαπίστωσα, γκουγκλάροντας, ότι δύσκολα θα βρεις λέξη που δεν υπάρχει σε στίχο ελληνικού τραγουδιού.

Ακόμη και τη λέξη «φαινόμενο» έχει τραγουδήσει ο Βασίλης Καρράς: «Φαινόμενο δεν είναι οι σεισμοί και οι πλημμύρες / Ούτε οι διάνοιες και οι εθνοσωτήρες / Φαινόμενο δεν είναι οι κεραυνοί και οι καταιγίδες / Ούτε το πώς χτίστηκαν παλιά οι πυραμίδες / Φαινόμενο είμ’ εγώ / Που ακόμα σε αντέχω / Που ακόμα σ’ αγαπώ».