Στον αστερισμό της λογοκρισίας

Στις 10 Μαρτίου, ένας τραμπούκος βουλευτής της Νίκης, το όνομα του οποίου δεν έχει καμία σημασία, εισέβαλε στην Εθνική Πινακοθήκη, όπου εκτίθενται τα «Καπρίτσια» του Γκόγια, σειρά σπουδαίων και τολμηρών χαρακτικών του ισπανού ζωγράφου και, παράλληλα, έργα ελλήνων καλλιτεχνών υπό τον τίτλο «Η σαγήνη του αλλόκοτου». Ο τραμπούκος βανδάλισε κάποια από τα έργα της παράλληλης έκθεσης, του ζωγράφου Χριστόφορου Κατσαδιώτη, τα οποία θεώρησε ιερόσυλα. Επειτα από παλινωδίες, τα έργα αποσύρθηκαν για να αποκατασταθούν οι ζημιές τους με την υπόσχεση της επιμελήτριάς τους και διευθύντριας της Πινακοθήκης, Συραγώς Τσιάρα, ότι σύντομα θα επανεκτεθούν. Με τη θέση αυτή συντάχθηκε και το υπουργείο Πολιτισμού – ορθώς, επειδή δεν είναι δυνατόν οι θεσμοί του πολιτισμού να είναι αθύρματα του κάθε φανατικού και του κάθε άσχετου.

Ενα μήνα μετά, τα έργα δεν έχουν επανεμφανιστεί στον τοίχο της έκθεσης. Και δεν υπάρχει εξήγηση γι’ αυτό, ούτε από την Πινακοθήκη ούτε από το υπουργείο. Είδαν κι απόειδαν λοιπόν 24 καλλιτέχνες και κληρονόμοι καλλιτεχνών, έργα των οποίων αυτή την εποχή εκτίθενται στην Πινακοθήκη, και αποφάσισαν να διεκδικήσουν την επανέκθεση των βανδαλισμένων έργων του Κατσαδιώτη. Σε επιστολή τους προς το υπουργείο Πολιτισμού και την Πινακοθήκη θεωρούν ότι προσβάλλονται από τη σιωπηλή απόσυρσή τους και ως πολίτες και ως καλλιτέχνες και ζητούν την προσωρινή απόσυρση και των δικών τους έργων από τους εκθεσιακούς χώρους, έως ότου επανεκτεθούν όσα παρανόμως κατέβηκαν από την έκθεση.

Προσωπικώς έχω εκφράσει αντιρρήσεις για την έκθεση «Η σαγήνη του αλλόκοτου», κυρίως επειδή είναι αδύνατη σε σχέση με το κύριο γεγονός, την έκθεση του Γκόγια, αλλά και επειδή είναι άνιση. Θα ήταν πιθανόν χρήσιμη έκθεση σε μια γκαλερί, στην Πινακοθήκη στερεί τον χώρο από μεγαλύτερα εικαστικά συμβάντα με ευρύτερη απήχηση. Αλλά η άποψή μου δεν έχει σημασία σε σχέση με το ζήτημα που έχει προκύψει. Και το ζήτημα είναι απλό: η Πινακοθήκη οφείλει να υπερασπίσει την επιλογή της και μαζί την καλλιτεχνική ελευθερία όσων συμμετέχουν και όσων σχεδίασαν τη συγκεκριμένη έκθεση.

Δεν μπορώ δηλαδή να διανοηθώ ότι, σήμερα, η διευθύντρια της Πινακοθήκης δεν αποκαθιστά εσκεμμένα την έκθεση, τη σύνθεση και τη λογική της οποίας η ίδια επέλεξε, επειδή φοβάται να αναλάβει την ευθύνη της επανέκθεσης. Στον χώρο της τέχνης χρειάζονται υπεύθυνοι παράγοντες με άποψη και θάρρος. Δεν έχει νόημα η διευθύντρια να υπεκφεύγει. Οφείλει να αποκαταστήσει την έκθεση, το χρωστά στο κοινό, στους καλλιτέχνες αλλά και στον εαυτό της, αφού η έκθεση είναι επιλογή της ίδιας.

Η τέχνη είναι κυρίως δυο πράγματα: ελευθερία και ευθύνη. Γι’ αυτά κρίνονται και οι πολιτικοί και οι καλλιτεχνικοί ιθύνοντες της Πινακοθήκης μας.

ΥΓ. Στον αστερισμό της λογοκρισίας, που βίαια εκδηλώθηκε στην Πινακοθήκη, αυτόν τον καιρό δεν ζουν μόνο οι εικαστικοί καλλιτέχνες. Η παραπομπή συγγραφέως δημοσιογραφικού άρθρου γνώμης στο Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ πλήττει τη δική μας δουλειά.

Χθες επίσης έμαθα ότι κλήθηκε στο Πειθαρχικό του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών όχι ο πρόεδρός του, που δημοσίως υποστήριζε θεωρίες συνωμοσίας για τα Τέμπη τις οποίες είχε αποκλείσει ο πραγματογνώμονας που αυτός είχε προσλάβει (!), αλλά, επειδή λέει παραβίασε τη μυστικότητα της ανάκρισης, δικηγόρος που στο παρελθόν εκπροσώπησε οικογένεια θύματος ο οποίος αποκάλυψε τις μεθοδεύσεις όσων επιχείρησαν συνειδητά να διαλύσουν την πολιτική ομαλότητα με ψέματα για τα Τέμπη. (Επί τη ευκαιρία, ο πρόεδρος που διέδιδε ανυπόστατες φήμες δεν παραβίαζε τίποτα, ε;)

Πολλά κρούσματα χειραγώγησης του λόγου, μαζί, σε πολλούς χώρους. Πρόβλημα.