Στο Ντουμπάι, αδελφές μου, στο Ντουμπάι

Είναι το Ντουμπάι η νέα Μύκονος; Για να απαντήσει κάποιος θα πρέπει πρώτα να προσδιορίσει τι υπήρξε και, κυρίως, τι συμβολοποίησε η Μύκονος για πολλά χρόνια. Ενας τόπος, στον αντίποδα της «Ιθάκης» του Καβάφη, όπου σημασία δεν έχει το ταξίδι αλλά μόνο ο προορισμός. Και ο προορισμός, στην προκειμένη περίπτωση, ήταν μια Ντίσνεϊλαντ για ενηλίκους όπου η ψευδαίσθηση μπορεί, για λίγα 24ωρα, να γίνει πιο ισχυρή από την πραγματικότητα. Εκεί όπου ο καθένας μπορεί να φανταστεί ότι είναι πλούσιος, όμορφος, επιτυχημένος, περιζήτητος. Για τον απλούστατο λόγο ότι γύρω του κυκλοφορούν πλούσιοι, όμορφοι, επιτυχημένοι, περιζήτητοι. Ή, μάλλον, φαίνονται ότι είναι έτσι. Αλλά το «φαίνεται» και το «είναι» σε αυτές τις περιπτώσεις μπερδεύονται γλυκά. Θυμάμαι, πριν από πολλά χρόνια, μια νεαρή φίλη που είχε πάει για Πάσχα στη Μύκονο και μετά επεδείκνυε μια φωτογραφία δημοσιευμένη σε ιλουστρασιόν περιοδικό, όπου η ίδια περπατούσε στο Ματογιάνι, λίγο πίσω από τη Φαίη Σκορδά, αλλά ήταν έτσι το στιγμιότυπο που έμοιαζε ότι οι δυο τους ήταν παρέα.

Πάντα έχει ο άνθρωπος ανάγκη από μια νοητή «Μύκονο» ή «Ντουμπάι», ένα μέρος όπου μπορεί να εκπληρώσει ένα όνειρο όχι επιβίωσης, αλλά καταξίωσης (κοινωνικής ή ψυχικής), έστω και φαντασιακής. Για παράδειγμα, σε παλαιότερες δεκαετίες, για τους Ελληνες ήταν το Παρίσι. Ακόμη και έτσι όπως περιγράφει ο Ορέστης Λάσκος, στο ποίημά του «Το Παρίσι», εκείνον τον φίλο του που, σε όλη τη ζωή του, έκανε οικονομίες για να πάει στο Παρίσι και, όταν επιτέλους το όνειρό του έγινε πραγματικότητα, λίγο πριν φτάσει, κατέβηκε στο Σεν Ντενίς και επέστρεψε στην Αθήνα διότι δεν θα είχε πλέον όνειρο και κίνητρο ζωής. Και ακόμη παλαιότερα, ήταν, μέσω του απόλυτου συμβολισμού, τα Κύθηρα, το «νησί της Ουτοπίας», το μακρινό και ποθητό ιδεατό, το καταφύγιο της φαντασίας που ενέπνευσε τον Βατό, τον Μποντλέρ, τον Αγγελόπουλο. Ενώ στον Τσέχοφ, ήταν η Μόσχα.

Επιστροφή στη Μύκονο και το Ντουμπάι όμως, που συμβολίζουν το σύγχρονο, ποθητό, ιδεατό. Σε μία εποχή όπου από τη μία κυριαρχούν τα κελεύσματα για αναζήτηση της αυθεντικότητας και της ουσίας και από την άλλη η πολυτέλεια, σε όλες τις μορφές και τις εκφάνσεις της, είναι κάτι σαν «πιστοποιητικό ζωής». Ενα «πιστοποιητικό» που κάποτε αναζητούσαν στη Μύκονο ορδές νέων ανθρώπων, οι οποίοι προσπαθούσαν να πατσίσουν με ένα μυκονιάτικο πενταήμερο τη «στενή» ζωή ενός ολόκληρου χρόνου. Φτάνει να περπατήσουν δίπλα στη Σκορδά και να φωτογραφιστούν με φόντο όχι κάποια από τις συγκλονιστικές παραλίες του νησιού αλλά ένα από τα διάσημα κλαμπ του. Η Μύκονος όμως φαίνεται (και λένε όσοι, παλαιόθεν, είναι συστηματικοί επισκέπτες) ότι εξάντλησε τα αποθεματικά της. Οπότε στο Ντουμπάι, αδελφές μου, στο Ντουμπάι.

Διαμάντια και στρας

Τουλάχιστον η Μύκονος είναι ένα υπέροχο φυσικό τοπίο, όσο κι αν έχει αλλοιωθεί από την υπεροικοδόμηση. Το Ντουμπάι είναι μια «κατασκευή». Οπου όλοι μπορούν να γίνουν «βασιλιάδες για μια νύχτα» – ή, έστω, χαλίφηδες. Να φλερτάρουν με την απόλυτη πολυτέλεια και να βγάλουν φωτογραφίες με τοπία που κάνουν καλό φόντο στα σόσιαλ. Εξάλλου η Μύκονος έχει δείξει τον δρόμο. Πλέον στο Ντουμπάι υπάρχουν και μυκονιάτικα κλαμπ και μυκονιάτικες «συναυλίες» χλιδής με έλληνες καλλιτέχνες, ενώ από την άλλη δεν υπάρχει Εφορία και ελεγκτές της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.  Είναι κακό αυτό; Θεωρητικά όχι. Το όνειρο (πιο light από το κυνήγι) της πολυτέλειας μπορεί για κάποιους να κρίνεται ως αδυναμία, που ωστόσο είναι απολύτως ανθρώπινη. Ποιος μπορεί να επικρίνει μια οικογένεια που κάνει το να μην πω τι παξιμάδι ώστε να εξοικονομήσει τα χρήματα για ένα ταξίδι στο Ντουμπάι; Φτάνει να είναι αυτό το ταξίδι σκοπός και όχι μέσον. Γιατί ακούω και για κάτι άλλες πτήσεις και αναρωτιέμαι πώς νέα κορίτσια «κοστολογούν» την αξιοπρέπειά τους για μια τσάντα Birkin. Ή, μάλλον, δεν αναρωτιέμαι.