
Ιαπωνία, 15ος αιώνας. Στην πύλη της πόλης Ρασομόν βρίσκουν καταφύγιο από τη βροχή ένας ιερέας και ένας ξυλοκόπος. Σε έναν τρίτο άνδρα που προστίθεται στην «παρέα» διηγούνται μια τρομερή ιστορία στην οποία υπήρξαν μάρτυρες. Για έναν σαμουράι που βρέθηκε στο δάσος με ένα μαχαίρι καρφωμένο στην καρδιά, για έναν ληστή που μαγεύτηκε από την ομορφιά της γυναίκας του σαμουράι, για έναν βιασμό.
Λίγες μέρες αργότερα, η υπόθεση φτάνει στο δικαστήριο. Οπου καταθέτουν ο ξυλοκόπος, ο ληστής του δάσους, η γυναίκα του σαμουράι ενώ, με τη βοήθεια ενός μέντιουμ, έρχονται σε επαφή με το πνεύμα του σαμουράι και ακούγεται και η δική του κατάθεση. Οι τέσσερις καταθέσεις δίνουν τέσσερις εντελώς διαφορετικές εκδοχές όσον αφορά τη διαδοχή των γεγονότων και το τι τα προκάλεσε. Το παράξενο είναι πως οι τέσσερις μάρτυρες κατηγορούν, με κάποιον τρόπο, τον εαυτό τους, που σημαίνει ότι δεν υπάρχει εδώ κάποιο σκόπιμο ψεύδος. Ολοι διηγούνται αυτό που είδαν. Ή που νομίζουν ότι είδαν. Ή που κατάλαβαν από αυτό που είδαν. Ολοι λένε την αλήθεια.
Μπουένος Αϊρες, δεκαετία του 1950. Στην πανσιόν Μαδριλένια ζει η ιδιοκτήτρια κυρία Μιλάγκρος με τις τρεις κόρες της, ο Καμίλο Κανεγκάτο (ένας συνεσταλμένος και «θαμπός» ζωγράφος), ο Νταβίντ Ρεγκουέλ (πανέξυπνος φοιτητής της Νομικής), η κουτσομπόλα συνταξιούχος δασκάλα κυρία Εουφράζια και άλλοι περιστασιακοί ένοικοι. Τους τελευταίους μήνες, ο Κανεγκάτο ανταλλάσσει ερωτικά γράμματα με μια μυστηριώδη γυναίκα, τη Ροσάουρα, η οποία, κάποια στιγμή, φτάνει κι αυτή στην πανσιόν και αρχίζει το ειδύλλιό τους. Που δεν θα κρατήσει πολύ αφού, ύστερα από λίγες μέρες, η Ροσάουρα βρίσκεται δολοφονημένη εντός της Μαδριλένια. Ο επιθεωρητής της αστυνομίας «περνάει από κόσκινο» όλους όσοι μένουν στην πανσιόν. Και όλοι λένε αυτό που είδαν, αυτό που άκουσαν, αυτό που αντιλήφθηκαν το επίμαχο, ως προς τη δολοφονία της Ροσάουρα, χρονικό διάστημα. Οσοι οι μάρτυρες, τόσες και οι ιστορίες και οι διαφορετικές εκδοχές των γεγονότων. Λέει κάποιος ψέματα; Οχι. Ολοι λένε την αλήθεια ή αυτό που νομίζουν ότι είναι η αλήθεια.
Και κάπου εδώ συναντιέται ο Ακίρα Κουροσάβα, ο οποίος σκηνοθέτησε το «Ρασομόν», βασισμένο σε διήγημα του Ριουνοσούκε Ακουταγκάβα, με τον Μάρκο Ντενέβι, τον συγγραφέα του «Η Ροσάουρα απόψε στις δέκα» και αναμορφωτή του σύγχρονου αργεντινού μυθιστορήματος. Για να μας πουν – όπως και πολλοί άλλοι στη λογοτεχνία και τη δραματουργία – ότι η αλήθεια είναι μια κατασκευή και όχι πάντα εκ του πονηρού. Πώς το έχει πει ο Ελύτης; Την αλήθεια τη φτιάχνει κανείς ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα.
Αλήθεια και πραγματικότητα
Ετυμολογικά, η λέξη «αλήθεια» προέρχεται από τη «λήθη» και το στερητικό «α». Δηλαδή, αληθινό είναι αυτό που δεν ξεχνιέται. Το τι θυμάται όμως κάποιος, το τι κρατά στη μνήμη του βλέποντας μια εικόνα, μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που θυμάται κάποιος άλλος βλέποντας την ίδια εικόνα. Αυτό ακριβώς λένε και ο Κουροσάβα και ο Ντενέβι. Αλλο το πώς είναι τα πράγματα και άλλο το πώς φαίνονται. Το πώς φαίνονται είναι απολύτως υποκειμενικό. Αυτό όμως δεν επηρεάζει το πώς είναι, το πώς έγιναν. Διότι «αλήθειες» υπάρχουν πολλές. Ο καθένας μπορεί να έχει και τη δική του ανάλογα με την αντίληψη, τις εμμονές, τα υπαρξιακά του. Η πραγματικότητα όμως είναι μία. Και αδιαπραγμάτευτη.
Πόσο διατεθειμένος είναι κάποιος να διαπραγματευτεί την εξυπηρετική «αλήθεια» του, όταν αναδύεται η πραγματικότητα; Δύσκολο. Ειδικά όταν η προσωπική αλήθεια γίνεται πεποίθηση. Και η πεποίθηση για κάτι είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της πραγματικότητας. Το ζούμε συχνά στον δημόσιο και ιδιωτικό μας βίο. Το είδαμε στους σκορπιούς του Εβρου, το ξαναβλέπουμε και τώρα. Αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί με τις επιθυμίες κάποιων, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα. Και τότε θυμάσαι τον στίχο του Τίτου Πατρίκιου: «Τόση δύναμη έχει η αλήθεια / που μπορεί τελείως να νικάει / ακόμα και το πιο καλοστημένο ψέμα. / Τόση δύναμη έχει το ψέμα / που μπορεί να επανέρχεται και να πείθει / παριστάνοντας μια νέα αλήθεια».