Σύγχρονα ερείπια: το σχολείο

Οποιος αρνείται επί της αρχής την αξιολόγηση, δεν έχει θέση στο εκπαιδευτικό σύστημα. Η φράση αυτή του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, ερμηνεύτηκε από τα κόμματα και από τον συνδικαλισμό (εκπαιδευτικό και δημοσιοϋπαλληλικό) ως αιχμή κατά κεκτημένων του δημοσιοϋπαλληλικού κόσμου και ως έναυσμα πολιτικής σύγκρουσης. Επιτέλους, σκέφτηκαν όλοι αυτοί, κάτι που μπορεί να φτιάξει σκηνικό σύγκρουσης άλλο εκτός των Τεμπών – μια ευκαιρία, δηλαδή, κοινωνικές ομάδες, ή εν πάση περιπτώσει οι πλειοψηφούσες δυνάμεις στις συνδικαλιστικές εκφράσεις τους, να αντιπαρατεθούν με την κυβέρνηση για ζητήματα πολιτικής.

Πόση κούραση και πόση βαρεμάρα. Πάνω από ένα ερείπιο, το ερείπιο της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, του σχολείου, γίνονται προσπάθειες να δημιουργηθεί ένα πολιτικό μέτωπο που θα συγκρουστεί για την «αξιολόγηση». Για ένα πουκάμισο αδειανό. Για ό,τι συγκρούεται δηλαδή πάρα πολλά χρόνια, όσο το σχολείο διολισθαίνει ακόμα περισσότερο στην ανυποληψία. Για κάτι που δεν αγγίζει κατ’ ελάχιστον την ίδια την εκπαίδευση ως διαδικασία εξοπλισμού κυρίως των νέων με γνώσεις, απαραίτητες όχι μόνο για τις επαγγελματικές τους δεξιότητες αλλά και για την κατανόηση του κόσμου.

Κατά πρώτον, τι αξιολόγηση είναι αυτή που οι αξιολογούμενοι δεν έχουν καμία επαγγελματική επίπτωση για πιθανές ανεπάρκειες; Τι νόημα έχει η αξιολόγηση που γίνεται στο πλαίσιο μιας δημοσιοϋπαλληλίας, στην οποία βαθμοί κερδίζονται βάσει επετηρίδας (χρόνος υπηρεσίας, δηλαδή, συν διάφοροι τίτλοι σπουδών); Και δεν κοροϊδευόμαστε αν για τους νέους διορισμούς (και τη μονιμότητα) υπάρχουν δεκάδες κριτήρια πέραν οποιασδήποτε επί της ουσίας διακρίβωσης της επάρκειας εκπαιδευτικών ενώ, στην πράξη, δεν υπάρχει διαδικασία αξιολόγησης, αφού δεν υπάρχει διαγωνισμός;

Από την άποψη αυτή, καταλαβαίνει κανείς ότι ασχολούμενα με μια αξιολόγηση που δεν είναι αξιολόγηση, τα κόμματα (και το κυβερνητικό) και τα συνδικάτα (και οι παρατάξεις που πρόσκεινται στην κυβέρνηση) απλώς κωλυσιεργούν, σφραγίζοντας τη στασιμότητα: να μην αλλάξει τίποτα. Στο μεταξύ, η εκπαιδευτική διαδικασία βαρύνεται από την υποχρέωση της απομνημόνευσης, την αποχύμωση της γνώσης και την έξωση της κρίσης από το μάθημα, ενώ στο Λύκειο επιπλέον η στόχευση των εισαγωγικών εξετάσεων για τα πανεπιστήμια υποβαθμίζει το σχολείο σε πάρκινγκ ανήσυχων εφήβων.

Σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον, υπάρχουν δάσκαλοι που σκίζονται για να διαπλάσουν τους μαθητές τους. Κι άλλοι που αδιαφορούν. Οι δύο διαφορετικές αυτές κατηγορίες αντιμετωπίζονται ως ίδιες: όλοι είναι παιδιά της επετηρίδας.

Είναι προφανές ότι αυτή η εξομοίωση προς τα κάτω χρειάζεται να σταματήσει. Αλλά δεν θα γίνει. Επειδή και τα συνδικάτα και τα κόμματα δεν θέλουν να αλλάξει το σχολείο, διότι τότε θα υποχρεωθούν να αλλάξουν τα συνδικαλιστικά και κομματικά στελέχη και οι πελάτες τους. Θα υποχρεωθούν δηλαδή να εξοπλιστούν και να δουλέψουν σκληρά για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους τις οποίες δημιουργεί η πραγματικότητα και ο ανταγωνισμός, αντί να οχυρώνονται στα κλισέ του προοδευτισμού.

Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, το σχολείο ήταν χώρος κοινωνικής κινητικότητας, όντως επικράτεια προόδου. Στις μέρες μας, οι θεράποντές του βολεύονται με την ακινησία στις τάξεις του. Που σημαίνει ότι όσοι γονείς έχουν χρήματα και δυνατότητες, μπορούν να στέλνουν τα παιδιά τους σε καλά σχολεία στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Για τις υπόλοιπες περιπτώσεις, όσα παιδιά ενδιαφέρονται πρέπει να προσπαθήσουν μόνα τους, μέσα σε ένα αντιπαραγωγικό περιβάλλον και σε συνθήκες λειτουργικού αναλφαβητισμού.

Πολύ φοβάμαι ότι αυτοί που θέλουν πραγματική μεταρρύθμιση στην παιδεία δεν φτάνουν για να την πραγματοποιήσουν. Η μεγαλύτερη επένδυση για το μέλλον μας είναι προβληματική.