
Το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα είναι κάτι περισσότερο από άθλημα, μια τελετουργία φορτισμένη με πάθη, εντάσεις και απόλυτη πίστη. Ο έλληνας οπαδός δεν παρακολουθεί απλώς, ζει για την ομάδα του, στήνει κάθε Κυριακή μια δική του λειτουργία, όπου το θαύμα και η προδοσία απέχουν ελάχιστα. Είναι ένας πιστός που λατρεύει με την ίδια ένταση που καταριέται, που εξυψώνει και καταρρίπτει χωρίς ενδιάμεσους τόνους. Και μέσα σε αυτό το φορτισμένο σκηνικό, όπου ο πάγκος είναι καυτός, υπάρχει μια μορφή που επιστρέφει ξανά και ξανά, σαν να τον καλεί το ίδιο το πεπρωμένο: ο Τάκης Λεμονής. Ο άνθρωπος που συνδέθηκε όσο λίγοι με τον Ολυμπιακό, όχι μόνο για τους τίτλους, αλλά, κυρίως, την ικανότητά του να εμφανίζεται όταν όλοι οι άλλοι έχουν χαθεί και να εξαφανίζεται όταν η σκηνή γεμίζει ξανά φώτα και υποσχέσεις.
Ο Λεμονής είναι κάτι σαν το ποδοσφαιρικό αντίστοιχο της θεωρίας των κλειστών καμπυλών, όπου ο χρόνος υποτίθεται ότι μπορεί να διπλωθεί σαν λωρίδα και να επιστρέψεις στο ίδιο σημείο απ’ όπου ξεκίνησες, αλλά με μια ανεπαίσθητη αίσθηση déjà vu. Γιατί όταν μιλάμε για τον Τάκη Λεμονή, μιλάμε για έναν άνθρωπο που δεν έφυγε ποτέ, ακόμα κι όταν είχε φύγει.
Ας μεταφερθούμε στο Στάδιο Καραϊσκάκη στις αρχές των ’80s, όταν το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα είχε μια παραπάνω αθωότητα, οι φανέλες είχαν εκείνο το αστείο, φαρδύ κόψιμο, τα σορτσάκια ήταν πιο κοντά απ’ όσο θα έπρεπε να είναι και οι παίκτες έπαιζαν ακόμα με μια σχεδόν πρωτόγονη ανάγκη να κερδίσουν όχι μόνο τον αντίπαλο αλλά και το ίδιο το άθλημα.
Ο νεαρός τότε Παναγιώτης «Τάκης» Λεμονή μεγάλωσε στον Κολωνό και πέρασε από τις αλάνες στον Ολυμπιακό σαν εκείνα τα ταλέντα που, αν γεννιόντουσαν στη Βραζιλία, θα έπαιζαν στη Σελεσάο και αν γεννιόντουσαν στην Αγγλία, θα έπιναν μπίρες με τον Πολ Γκασκόιν. Στην Ελλάδα, όμως, το πεπρωμένο τέτοιων παικτών ήταν ένα και μόνο: να μπλέξουν στον μεταφυσικό, ψυχαναγκαστικό μηχανισμό του ελληνικού πρωταθλήματος, όπου η αποδοχή και η απόρριψη απέχουν μια χαμένη ευκαιρία δρόμο.
Ο Λεμονής έπαιξε για εννέα χρόνια στον Ολυμπιακό (1978 – 1987), σκόραρε 22 γκολ σε 174 συμμετοχές, πήρε 5 πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο Ελλάδας, αλλά η πραγματική του συνεισφορά δεν ήταν ποτέ τα στατιστικά. Ηταν ένας παίκτης που έδενε την ομάδα χωρίς να χρειάζεται να κάνει κάτι θεαματικό. Στη μετασοβιετική Ρωσία, θα τον αποκαλούσαν «пахарь» – δηλαδή «εργάτη». Στην Ελλάδα, έγινε ο «Τάκαρος».
Το να κερδίσεις την εμπιστοσύνη των παικτών δεν είναι θέμα τακτικής – είναι θέμα ανθρώπινης φύσης. Και όταν έχεις παίξει ποδόσφαιρο καταλήγεις πιο εύκολα σε αυτό το συμπέρασμα
Η επιστροφή ως προπονητής
Και μετά, ήρθε η στιγμή να δοκιμαστεί στους πάγκους. Το 2000, ανέλαβε πρώτος προπονητής του Ολυμπιακού ύστερα από την απομάκρυνση του Γιάννη Ματζουράκη. Κανείς δεν περίμενε πολλά. Κανείς δεν είχε καταλάβει ακόμα ότι ο άνθρωπος αυτός είχε μια παράξενη ικανότητα να εμφανίζεται στο σωστό μέρος, τη σωστή στιγμή.
Τι έκανε; Πήρε δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα (2001, 2002), έγραψε ιστορία στο Champions League (6-2 επί της Λεβερκούζεν, 2002) και τσάκισε τους δύο μεγάλους αντιπάλους: 6-1 την ΑΕΚ και 4-1 μέσα στη Λεωφόρο τον Παναθηναϊκό. Ηταν η εποχή που ο Τύπος του κόλλησε το «Σερ Τάκης». Μετά αποχώρησε.
Επέστρεψε το 2006. Πήρε το νταμπλ (2007). Εσπασε την «κατάρα» του Ολυμπιακού στο Champions League, κέρδισε στη Βρέμη (3-1 τη Βέρντερ) και στη Ρώμη (2-1 τη Λάτσιο), και έστειλε την ομάδα στους «16» της διοργάνωσης. Μετά απολύθηκε.
Επέστρεψε το 2017. Ανέλαβε μια ομάδα που παραπατούσε, την ανέβασε από την 5η θέση στην κορυφή, και το 2018… ναι, ξαναέφυγε.
Δεν υπάρχει καμία άλλη φυσική εξήγηση πέρα από το ότι ο Λεμονής λειτουργεί σαν κάποιο χαοτικό φαινόμενο του ελληνικού ποδοσφαίρου, ένα μετεωρολογικό μοτίβο που εμφανίζεται κάθε φορά που ο Ολυμπιακός μπαίνει σε κρίση.
Εργαστήριο ψυχολογίας
Ενα από τα μεγαλύτερα κλισέ στο ποδόσφαιρο είναι η ιδέα του «ομάδα πάνω απ’ όλα». Οχι γιατί δεν ισχύει σαν γενική αρχή, αλλά γιατί οι ομάδες αποτελούνται από άτομα, και τα άτομα είναι μυστήρια πλάσματα, γεμάτα εγωισμό, ανασφάλειες και μια αλλόκοτη αίσθηση δικαιώματος που επιδεινώνεται αν πληρώνονται εκατομμύρια ευρώ για να τρέχουν πίσω από μια μπάλα.
Και εδώ έρχεται ο Τάκης Λεμονής.
Από τη μία, πατρική φιγούρα. Από την άλλη, κυνικός στρατηγός. Ενας άνθρωπος που κατανοούσε ότι μερικοί παίκτες λάμπουν στην προπόνηση αλλά εξαφανίζονται στους αγώνες, ενώ άλλοι είναι πραγματικά άχρηστοι στις ασκήσεις τακτικής αλλά μεταμορφώνονται όταν πέφτει η σέντρα. Ο Λεμονής καταλάβαινε ότι το να κερδίσεις την εμπιστοσύνη των παικτών δεν είναι θέμα τακτικής – είναι θέμα ανθρώπινης φύσης.
Δεν ήταν από τους τύπους που θα έμπαιναν στα αποδυτήρια για να σπάσουν πόρτες, ούτε θα φώναζαν μέχρι να πετάγονται φλέβες από τους κροτάφους τους. Δεν ήταν Ντιέγκο Σιμεόνε, δεν ήταν Ζοζέ Μουρίνιο, δεν ήταν ένας θεατράλε μαέστρος της παραφροσύνης. Ο Λεμονής δούλευε χαμηλόφωνα, με μια αίσθηση αόρατης ηγεσίας.
Οταν μιλούσε, οι παίκτες καταλάβαιναν ότι δεν υπήρχε χώρος για αερολογίες. Και αν υπήρχε ένας κανόνας, ήταν αυτός: «Οταν τα δίνεις όλα, ο κόσμος θα σε αγαπήσει».
Αυτό το καταλάβαιναν οι παίκτες, και το καταλάβαιναν ακόμα περισσότερο οι οπαδοί, που έχουν την εξαιρετική ικανότητα να εντοπίζουν αμέσως ποιος παλεύει πραγματικά για τη φανέλα και ποιος απλά κάνει τουρισμό με χορηγούμενο συμβόλαιο.

Μια νύχτα σαν αυτή: 28 Σεπτεμβρίου 1983 στο κατάμεστο ΟΑΚΑ. Ο Ολυμπιακός έχει αποκλείσει τον Αγιαξ και ο Τάκης Λεμονής (δεξιά) πανηγυρίζει αγκαλιά με τον Πέτρο Μίχο
Διοίκηση και κύρος
Η διοίκηση του Ολυμπιακού είχε πάντοτε έναν βασικό κανόνα: Σταθερότητα σημαίνει αδράνεια και αδράνεια σημαίνει θάνατος.
Αυτό σημαίνει ότι το να είσαι προπονητής του Ολυμπιακού είναι κάτι σαν να είσαι καπετάνιος σε ένα πλοίο που αλλάζει ιδιοκτήτη κάθε τρεις μήνες, αλλά εσύ παραμένεις καπετάνιος μόνο αν το πλοίο εξακολουθεί να κινείται ταχύτατα και προς τη σωστή κατεύθυνση. Ο Λεμονής ήταν η επιτομή της λύσης εμπιστοσύνης – ο άνθρωπος που θα αναλάμβανε σε κάθε κρίσιμη στιγμή, θα σταθεροποιούσε το καράβι και θα άφηνε πίσω του τίτλους.
Ο ίδιος ήξερε το παιχνίδι. Ηξερε ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν επιβραβεύει την κανονικότητα. Το 2008 παραιτήθηκε από τον Πανιώνιο, επειδή η διοίκηση αρνήθηκε να τον αφήσει να απομακρύνει τρεις συνεργάτες του. Πώς να δουλέψεις σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Δεν μπορείς.
Αντιθέτως, μπορείς να πας σπίτι, να πιεις έναν καφέ και να περιμένεις το αναπόφευκτο: να σε καλέσει ξανά ο Ολυμπιακός.
Το 2017, έγραψε στο κοντέρ την τέταρτη θητεία του.
Μήπως όμως κάποτε τον ξαναδούμε; Μήπως θα είναι ένας ατέρμονας κύκλος, σαν ένα ελληνικό ποδοσφαιρικό Groundhog Day;
Τι μένει
Και τώρα, αφού η ποδοσφαιρική Ιστορία τον έχει επαναφέρει και απομακρύνει περισσότερες φορές απ’ ό,τι τον Τζέισον Μπορν στη CIA, αναρωτιέσαι: Ποια είναι η παρακαταθήκη του;
Η απάντηση: Ο Τάκης Λεμονής δεν είναι προπονητής. Είναι ιδέα. Είναι ο άνθρωπος που επιστρέφει πάντα. Είναι ένας έλληνας ποδοσφαιρικός Σίσυφος που ξαναχτίζει την ομάδα κάθε φορά, ξέροντας πως η πέτρα θα κατρακυλήσει ξανά στην πλαγιά.
Η ιστορία του Λεμονή είναι η απόδειξη ότι το ποδόσφαιρο είναι μια μηχανή που γεννά και καταστρέφει θρύλους με την ίδια ταχύτητα. Και μέσα σε αυτή τη δίνη, κάποιος κατάφερε να αποδείξει ότι δεν χρειάζεται να είσαι ο καλύτερος για να γίνεις αναντικατάστατος.
Χρειάζεται απλώς να είσαι πάντα εκεί όταν σε χρειάζονται.