Τα αρχεία μιας ζωής πεταμένα στον δρόμο

Το έμαθα πριν από λίγες μέρες, εντελώς τυχαία, από μία ανάρτηση στα σόσιαλ μίντια. Το σπουδαίο αρχείο του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη που πέθανε τον περασμένο Ιανουάριο, πουλιέται φύλλο και φτερό στο Μοναστηράκι. Ημασταν φίλοι με τον Ιάσονα από τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα. Ηξερα πολύ καλά το πάθος του για τον ελληνικό κινηματογράφο και τους ανθρώπους του, την αγάπη του για τους μύθους του σελιλόιντ. Τις γνώσεις του από πρώτο χέρι που τις μάζευε σπυρί σπυρί συζητώντας με ανθρώπους της ελληνικής κινηματογραφικής μαγείας, γέρους πια και κάποιους ξεχασμένους. Κινούσε γη και ουρανό για να τους βρει και να του μιλήσουν. Τον συμπαθούσαν, του έδιναν κειμήλια που τα κρατούσε σαν ιερά αντικείμενα, κάποια μηδαμινής αξίας για εμάς τους υπόλοιπους που για εκείνον όμως ήταν τα άχραντα μυστήρια. Δεν το έκανε από τη μανία του συλλέκτη ή για να τα αξιοποιήσει επαγγελματικά, αλλά από βαθιά αγάπη. Τον έχω να δει να βουρκώνει πάνω από το σενάριο γνωστής ελληνικής ταινίας, χωρίς να ξέρει ότι τον παρακολουθούσα και έχει τσακωθεί τρικούβερτα με θεατρικό παράγοντα (και έκτοτε δεν του ξαναμίλησε)  διότι αμφισβήτησε, ως ηθοποιό, τη Βλαχοπούλου.

Εχω γνωρίσει αρκετούς τέτοιους ανθρώπους. Ανθρώπους – κιβωτούς, με θρησκευτική αφοσίωση στη συλλογή στοιχείων σχετικών με αυτό που τους ενδιέφερε. Και πάντα τους θαύμαζα, εγώ που δεν μπορώ να βρω ένα περσινό άρθρο μου. Θυμάμαι τον αείμνηστο Κώστα Χατζηδουλή να μου λέει πως παιδί ακόμη, στη δεκαετία του 1950, τριγύριζε στις γειτονιές του Πειραιά, έψαχνε στα σκουπίδια και έκοβε τις γελοιογραφίες από τις εφημερίδες που είχαν πετάξει. Πως είχε δώσει τον προϋπολογισμό μισού χρόνου για να αγοράσει (στη Σουηδία νομίζω) ένα φύλλο της πρώτης ελληνόφωνης εφημερίδας που είχε κυκλοφορήσει το χίλια εφτακόσια κάτι στην Τεργέστη. Είχε κάνει το σπίτι του αποθήκη και χωρίς να σηκωθεί καν από την καρέκλα του, έκανε μια με το χέρι του και έβγαζε ένα ιδιόχειρο σημείωμα της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Μια με το άλλο χέρι και να σου μια μπομπίνα όπου ο Χιώτης με την Μπέλλου τραγουδούν σε μια ταβέρνα στις αρχές του ’50. Μαγεία.

Θυμάμαι τον Μάνο Ελευθερίου να δίνει χρηματικά ποσά που υπερέβαιναν τα οικονομικά του για να αγοράσει ντοκουμέντα σχετικά με την Ελένη Παπαδάκη. Να ανακαλύπτει σε παμπάλαια συριανά συρτάρια όλα αυτά τα πολύτιμα «τίποτα» – αποδείξεις από επισκευαστικές εταιρείες, τιμοκαταλόγους καταστημάτων, προσκλήσεις για χοροεσπερίδες – που καταγράφουν τη ζωή ενός τόπου. Και που είχε το ταλέντο, την ευαισθησία και, κυρίως, τη διάθεση να «παράγει», μέσα από αυτά, Ιστορία. Ενώ ο φίλος και συνάδελφος Γιάννης Ζουμπουλάκης μού έλεγε πώς, μέσω της θείας του Βούλας Ζουμπουλάκη, έφτασε στα χέρια του το πολύτιμο αρχείο του Δημήτρη Μυράτ. Και αναρωτιέται πώς θα διασωθεί «μετά από εκείνον» – το θέμα, Γιάννη μου, είναι τι θα γίνει και το δικό σου πολύτιμο αρχείο «μετά από εσένα».

Το «αρχείο», ως λέξη, παραπέμπει σε σκονισμένους φακέλους και φθαρμένα χαρτιά. Τα αρχεία όμως που δημιουργήθηκαν από τον ρομαντισμό και το πείσμα κάποιων ανθρώπων, είναι η «σάρκα» και το «αίμα» τους, η δεύτερη ζωή τους. Και αισθάνομαι περίεργα όταν ξέρω πως η «ζωή» ενός ανθρώπου που γνώρισα και αγάπησα πουλιέται χύμα στο Μοναστηράκι.