
Για χρόνια έκανα Ανάσταση στο Πήλιο. Στο σπίτι της Ξένιας στις Μηλιές. Μεγάλη Βδομάδα, κάτω απ’ τον γαλάζιο, πριν γίνει μοβ, ίσκιο μιας ολάνθιστης γλυσίνας, άκουγα τη λειτουργία απ’ τα μεγάφωνα μιας εκκλησίας πιο κάτω που γέμιζε όλη την πλαγιά με τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Την Κυριακή του Πάσχα ξύπναγα με την κνίσα του οβελία και με ηχητική μπάντα κλαρίνα και νταούλια. Ενα τραγούδι μάλιστα, πρώτη φορά που τ’ άκουσα, πρώτη και τελευταία, με συγκίνησε σφόδρα. «Μπροστά τραβάει ο Αυγερινός». Το τραγουδούσε μια παιδική σχεδόν φωνούλα (φωνή παιδίσκης θα έγραφα αν δεν ήθελα να παρεξηγηθώ για τον καθαρευουσιανισμό μου) κι ανάμεσα στο «μπροστά τραβάει» έβαζε μια φράση που έμοιαζε άσχετη με την ιστορία τραγουδώντας «καλέ, πουλάκι μου, να ζήσεις» και συνέχιζε σαν να μη διέκοψε ποτέ τον ρουν του άσματος «Μπροστά τραβάει ο Αυγερινός». Δεν έτυχε να το ξανακούσω ποτέ αυτό το τραγούδι, κι όταν τελευταία θα μπορούσα να το βρω στο YouTube δεν το αναζήτησα, μπας και ήταν καλύτερο στη μνήμη μου και έπεφτα στη μαύρη απογοήτευση. Καλύτερα να αμφιβάλλω. Εγώ ό,τι έκανα στη ζωή μου το έκανα γιατί αμφέβαλλα. Αστεία αστεία, η αμφιβολία μ’ έθρεψε.
Η ζωή το έφερε έτσι (και πολύ καλά έκανε) και τα τρία τελευταία Πάσχα τα γιορτάζω (;) στη Σίφνο. Εδώ τη θέση του κλαρίνου παίρνει με όλο του το θάρρος το βιολί, και του Αυγερινού οι Αγγέλοι. Κι όχι μόνο στο «Μες στου Αιγαίου τα νησιά Αγγέλοι φτερουγίζουν», αλλά και στο εξαίσιο, γλυκύτατο εκείνο, το «Σ’ αγαπώ χωρίς να θέλω γιατί μοιάζεις των Αγγέλω». Και μη βιάζεστε να πείτε ότι δεν είναι των «Αγγέλω», είναι των «Αγγέλων», γιατί, πώς να το κάνουμε, δεν μπορεί να πει ο ποιητής το τελικό το «νι». Αφού τον πνίγει ο πόθος.
Πάντως όπου, όπως κι όσο να το έζησα το Αγιον Πάσχα, με όσο κι αν χαρά, λάμψη και ευωχία, στο τέλος πάντα σαν λίγο μελαγχολικά θα τελείων’ η γιορτή.
Σαν να ξέρει το βάθος του εαυτού μας πως κρατάμε μόνο το σχήμα της γιορτής, κι όχι το βαθύ το νόημά της. Αυτή την εκ του τάφου Ανάσταση κανένας οβελίας, κανένα κλαρίνο, κανένα κόκκινο αβγό, καμία λαμπάδα, στρακαστρούκα, μαγειρίτσα δεν τη σώζουν εντός μας.
Οπως στο ποίημα του Μεγάλου Αλεξανδρινού για τους «Ποσειδωνιάτες». Ακου:
«Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους. Το μόνο που τους έμενε προγονικό ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες, με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους. Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται, και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε, που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι. Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους. Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Ελληνες – Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί· και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν, να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά
βγαλμένοι – ω συμφορά! – απ’ τον Ελληνισμό».
Μπα. Σαν λίγο υπερβολικό μού φαίνεται. Ή όχι; Πάλι αμφιβάλλω. Αμφιβάλλω και χαιρετώ.