
Όλοι έχουμε την ικανότητα να ακούμε προσεκτικά, ακόμα κι αν δεν την εξασκούμε πάντα. Για τους θεραπευτές, αυτού του είδους η ακρόαση είναι θεμελιώδης. Όπως είπε η Γαλλίδα φιλόσοφος Σιμόν Βέιλ: «Η προσοχή είναι η πιο σπάνια και αγνή μορφή γενναιοδωρίας» και πραγματικά, αυτό που μπορεί να συμβεί στις σχέσεις, ανάμεσα σε δύο ανθρώπους όταν έστω ο ένας ακούει είναι μαγικό…
Πόσο συχνά όμως ακούμε μόνο κατά το ήμισυ τους σημαντικότερους ανθρώπους στη ζωή μας; Πόσες φορές ενώ εκείνοι μιλούν, εμείς ταυτόχρονα χαζεύουμε στο κινητό, αναθεωρούμε νοητικά τη λίστα με τις υποχρεώσεις μας, αναμασάμε αγχωτικές σκέψεις ή αποσπόμαστε από οτιδήποτε άλλο;
Μπορεί να μην είναι ρεαλιστικό ή ακόμη και αναγκαίο η κάθε συζήτηση να λαμβάνει την απόλυτη προσοχή μας. Όμως μπορούμε να πειραματιστούμε με το να είμαστε συνειδητά καλοί ακροατές, να αναγνωρίζουμε πότε έχει σημασία να δώσουμε πλήρη προσοχή και αν έχει, τότε να είμαστε γενναιόδωροι…
«Ποιοτική» προσοχή στις σχέσεις
Αν η πλήρης προσοχή είναι το πρώτο βήμα, το δεύτερο είναι να ακούμε σωστά. Τι σημαίνει αυτό;
Μπορείςνα ακούμε με φόβο, με θυμό, με κριτική διάθεση κ.λπ. ή με καλοσύνη, φιλικότητα και καλή πρόθεση. Αυτή η ποιότητα στην ακρόαση δημιουργεί ένα εύφορο έδαφος επικοινωνίας, μια αίσθηση στοργικής προσοχής στις σχέσεις.
Σκεφτείτε πώς αλληλεπιδράτε με το κατοικίδιό σας που κουλουριάζεται στην αγκαλιά σας, το παιδί σας που έπεσε και κλαίει, πώς αισθάνεστε κοιτώντας ένα ηλιοβασίλεμα. Στην αγάπη, όπως και στην ακρόαση, η υπερανάλυση και η κριτική, «μπλοκάρουν» τα πράγματα.
Μια γνωστή έννοια στον θεραπευτικό χώρο είναι αυτή της ανεπιφύλακτης θετικής αποδοχής, ένας όρος που εισήγαγε ο Καρλ Ρότζερς, πατέρας της ανθρωπιστικής ψυχολογίας και της θεραπείας. Με αυτή τη στάση, ο θεραπευτής αποδέχεται πλήρως και υποστηρίζει τον θεραπευόμενο, ανεξάρτητα από τις πράξεις του, ενώ ταυτόχρονα τον βοηθά να αλλάξει συμπεριφορές που δεν τον εξυπηρετούν.
Αξίζει να σημειωθεί πως αποδοχή δεν σημαίνει συμφωνία. Μπορούμε να αποδεχτούμε κάποιον, χωρίς να συμφωνούμε με κάθε άποψη ή να επιδοκιμάζουμε κάθε συμπεριφορά του.
Οι ερωτήσεις ανοικτού τύπου βοηθούν
Παρόλο που οι ερωτήσεις ανοικτού τύπου προϋποθέτουν να μιλήσεις και όχι να ακούσεις, μια τέτοια ερώτηση βγάζει τη συζήτηση από τον αυτόματο πιλότο και κάνει και τον ομιλητή και τον ακροατή να εμπλακούν πιο ουσιαστικά. Επιπλέον, δείχνει ότι πραγματικά ακούμε και έτσι μπορεί να προκύψουν συζητήσεις που διαφορετικά δεν θα είχαν γίνει.
Ερωτήσεις ανοικτού τύπου είναι πολύ απλά εκείνες που δεν μπορούν να απαντηθούν με μία λέξη (όπως «ναι» ή «όχι»). Μερικά παραδείγματα, περιλαμβάνουν:
- Κλειστή Ερώτηση: Πέρασες καλά σήμερα;
- Ανοικτή Ερώτηση: Θες να μου πεις ποια ήταν τα καλύτερα σημεία της ημέρας σου;
- Κλειστή Ερώτηση: Πήγε καλά η δουλειά;
- Ανοικτή Ερώτηση: Τι πήγε καλά και τι όχι στη δουλειά σήμερα;
Οι κλειστές ερωτήσεις δεν είναι απαγορευτικές, όμως οι ανοικτές εκφράζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον και ενθαρρύνουν πιο πλούσιες απαντήσεις.
Άκου με τα μάτια…
Υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος πληροφοριών που μπορούμε να αντιληφθούμε πριν καν ειπωθούν λέξεις. Για παράδειγμα, ο σύντροφός σας επιστρέφει σπίτι το βράδυ και χωρίς να πει τίποτα, καταλαβαίνετε από τη στάση του σώματός του, το χαμένο του βλέμμα και την έκφραση απογοήτευσης στο πρόσωπό του ότι είχε δύσκολη μέρα.
Αυτά είναι τα πρώτα σημάδια της συναισθηματικής πρόγνωσης… Και αυτά τα σημάδια βοηθούν στην επικοινωνία. Αν αγνοούμε τα μη λεκτικά σημάδια, τότε η αλληλεπίδραση δεν μπορεί να είναι εξίσου εποικοδομητική.
Το να «ακούμε με τα μάτια» μας δεν σταματά εν τω μεταξύ μόλις ξεκινήσει η κουβέντα. Χρειάζεται πραγματικά να κοιτάμε το άτομο με το οποίο μιλάμε καθόλη τη διάρκεια της συζήτησης.
Η ικανότητα για καλή ακρόαση χρειάζεται εξάσκηση για να ενδυναμωθεί, αλλά, αξίζει τον κόπο…
* Πηγή: Vita