Το πάθος του πραγματικού

Εχοντας ήδη διανύσει το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, εξακολουθεί να υπάρχει το ανοιχτό ερώτημα πώς μπορούμε να αποτιμήσουμε τον περασμένο αιώνα, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι περιλάμβανε δύο παγκόσμιους πολέμους, το Ολοκαύτωμα, την άνοδο και κατάρρευση ενός οικονομικού και κοινωνικού συστήματος που διεκδίκησε να είναι η εναλλακτική επιλογή απέναντι στον καπιταλισμό και που κάποια στιγμή αφορούσε πολύ μεγάλο μέρος του πλανήτη, για να μην αναφερθούμε σε όλα αυτά που περιλάμβανε ο 20ός αιώνας ως επιστημονική και θεωρητική παραγωγή: από την επανάσταση στη φυσική, μέχρι τον εικαστικό και λογοτεχνικό μοντερνισμό αλλά και μια παράλληλη επανάσταση στα μαθηματικά. Κοντολογίς, ένας αιώνας στη σκιά του οποίου εξακολουθούμε να ζούμε.

Με αυτό το ερώτημα καταπιάστηκε ο Αλέν Μπαντιού σε μια σειρά από διαλέξεις που έδωσε ανάμεσα στο 1998 και το 2000 και οι οποίες κυκλοφόρησαν το 2005 στα γαλλικά και πρόσφατα στα ελληνικά, με τον τίτλο «Ο εικοστός αιώνας», από τις εκδόσεις Ερατώ σε μετάφραση του Κώστα Τσάμπουρα και επιμέλεια του Βλάση Σκολίδη. Ειδικότερα, προσπαθεί να δει τον 20ό αιώνα με έναν τρόπο που να μην καταλήγει απλώς να τον κρίνει εκ του αποτελέσματος ως τον αιώνα του θριάμβου του καπιταλισμού και της παγκόσμιας αγοράς. Και το κάνει συζητώντας παράλληλα την ιστορία, τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία.

Το νέο και η καταστροφή του παλιού

Ο Μπαντιού κάνει σαφές ότι δεν έχει καμία διάθεση να ακολουθήσει μια θριαμβολογία που βλέπει στο τέλος του 20ού αιώνα τον τελικό θρίαμβο μιας φιλελεύθερης ιδεολογίας επί όλων των παραλλαγών του «ολοκληρωτισμού». Πρωτίστως, γιατί αρνείται τη γενίκευση περί «ολοκληρωτισμού», επιμένοντας στη ριζική διαφορά ανάμεσα στον φασισμό και τον ναζισμό από τη μια και τον ιστορικό κομμουνισμό. Αλλά και γιατί θεωρεί ότι το βασικό γνώρισμα του 20ού αιώνα είναι το «πάθος του πραγματικού» και αυτό μεταφράζεται ως μια λαχτάρα για το νέο που περνάει μέσα από την καταστροφή του παλιού: «Ο νέος άνθρωπος συνιστά καταστροφή του παλαιού ανθρώπου. Η διηνεκής ειρήνη γεννιέται καταστρέφοντας, μ’ έναν ολοκληρωτικό πόλεμο, τους παλαιούς πολέμους. Το μνημείο της ολοκληρωμένης επιστήμης καταστρέφει τις παλαιές επιστημονικές επινοήσεις, μέσα από την πλήρη τυποποίηση. Η μοντέρνα τέχνη κατεδαφίζει το συσχετιστικό σύμπαν της αναπαράστασης». Γι’ αυτό επιμένει ότι «το πάθος του αιώνα είναι το πραγματικό, αλλά το πραγματικό είναι ο ανταγωνισμός. Αυτός είναι ο λόγος που το πάθος του αιώνα, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για αυτοκρατορίες, επαναστάσεις, τέχνες, επιστήμες, ιδιωτική ζωή, δεν είναι άλλο από τον πόλεμο. “Τι είναι ο αιώνας” διερωτάται ο αιώνας. Και αποκρίνεται: “Είναι η τελική μάχη”». Μια «τελική μάχη» με πολλές συνδηλώσεις, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι είναι ο πρώτος στίχος στην επωδό της «Διεθνούς».

Ο Μπαντιού αρνείται ότι ο 20ός αιώνας είναι ο αιώνας των «ιδεολογιών» με την έννοια του φαντασιακού. Αντιθέτως, για να τον περιγράψει, διαλέγει μια πολεμική τοποθέτηση από τις συζητήσεις στο εσωτερικό του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος στη δεκαετία του 1960, αυτή που υποστήριζε ότι «το ένα χωρίζει στα δύο», θέλοντας να δώσει έμφαση στην προτεραιότητα του ανταγωνισμού και του πολέμου. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που το αίτημα ενός «νέου ανθρώπου» αναδύεται εντός αυτού του «πάθους του πραγματικού», με τον Μπαντιού να υπογραμμίζει ότι ενώ στο πλαίσιο στοχαστών στις παρυφές της φασιστικής σκέψης, του Χάιντεγκερ συμπεριλαμβανομένου, ο «νέος άνθρωπος» αποτελεί την αποκατάσταση μιας «αυθεντικότητας», στη βάση ολοτήτων όπως η φυλή, το έθνος, η γη, στην περίπτωση των στοχαστών με κομμουνιστική αναφορά ο «νέος άνθρωπος» αποτελεί πραγματική δημιουργία και στρέφεται ενάντια στην οικογένεια, την ιδιοκτησία και το έθνος-κράτος.

Αρνηση του «Ζήσε χωρίς Ιδέα»

Επιπλέον, ο Μπαντιού επιμένει ότι απέναντι σε μια ιδεολογία του ανθρώπου και των «δικαιωμάτων του ανθρώπου» που σήμερα κυριαρχεί φτάνοντας να νομιμοποιεί τους βομβαρδισμούς των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων», θα πρέπει να ξαναπιάσουμε το κοινό νήμα που ενώνει τον ριζοσπαστικό ανθρωπισμό του Σαρτρ και τον θεωρητικό αντιανθρωπισμό του Φουκώ: την άρνηση του να δούμε τον άνθρωπο απλώς και μόνο ως μια φυσική κατηγορία και την άρνηση της τρέχουσας προσταγής «Ζήσε χωρίς Ιδέα», δηλαδή μια ζωή χωρίς μια επίμονη πεποίθηση στη δυνατότητα μετασχηματισμού και χειραφέτησης.

Ο Μπαντιού στέκεται ιδιαίτερα και στην τέχνη, ιδίως τον τρόπο που στον 20ό αιώνα αυτή διακατέχεται από «μια διαρκή ανησυχία για τη μορφή». Ο Μπαντιού δεν θέλει να μείνει σε αυτό που ορίζει ως αριστοτελική σύλληψη της μορφής ως μορφικής διάπλασης της ύλης, αλλά σε μια δεύτερη σημασία που «βλέπει στη μορφή το γεγονός ότι η καλλιτεχνική πράξη επιτρέπει νέα σκέψη». Ουσιαστικά, η παραγωγή νέων μορφών (συμπεριλαμβανομένης της επιστημονικής μορφικής τυποποίησης) σημαίνει και την προσπάθεια για παραγωγή νέων τρόπων σκέψης αλλά και νέων τρόπων πράξης και αυτό ενοποιεί επιστήμη, τέχνη και πολιτική στον 20ό αιώνα: «Διότι η μορφοποίηση, η μορφική τυποποίηση, είναι κατά βάθος η μείζων ενοποιητική δύναμη των εγχειρημάτων του αιώνα, ξεκινώντας από τα μαθηματικά (με τις τυπικές λογικές) και φτάνοντας μέχρι την πολιτική  – το Κόμμα ως a priori μορφή κάθε συλλογικής δράσης περνώντας από την τέχνη, είτε πρόκειται για λογοτεχνία (ο Τζόις και η οδύσσεια των μορφών), είτε για ζωγραφική (ο Πικάσο, που επινόησε μια μορφοποίηση εφάμιλλη της εκάστοτε έκφανσης του ορατού), είτε για μουσική (η πολυδύναμη μορφική κατασκευή του Βόιτσεκ του Αλμπαν Μπεργκ)».

Πόλεμος

Και έτσι ο Μπαντιού ορίζει τα κρίσιμα μέτωπα του «πολέμου της τυποποίησης ενάντια στην ερμηνεία»: «Η ιδέα ενάντια στην πραγματικότητα. Η ελευθερία ενάντια στη φύση. Το συμβάν ενάντια στην κατάσταση των πραγμάτων. Η αλήθεια ενάντια στις γνώμες. Η ένταση της ζωής ενάντια στην ασημαντότητα της επιβίωσης. Η ισότητα ενάντια στην ευθυδικία. Η αιωνιότητα ενάντια στην ιστορία. Η επιστήμη ενάντια στην τεχνική. Η τέχνη ενάντια στην κουλτούρα. Η πολιτική ενάντια στη διαχείριση. Ο έρωτας ενάντια στην οικογένεια».