Το Πάσχα της άγριας μνήμης

Το Πάσχα μέσα μου (όπως και σε ολόκληρο το μαθητικό έθνος) ήταν συνδεδεμένο με τις λατρεμένες σχολικές διακοπές, με τα πρώτα παγωμένα μακροβούτια στο Καρλόβασι, όμως από την 21η Απριλίου του 1967, με την επιβολή της δικτατορίας, το συνέδεσα και με τη σύλληψη του Αλέξη. Αναμειγνύεται έτσι με τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά  δημιουργήματα του πατέρα μου, με την ποίηση του συγκρατουμένου Χρήστου Ρουμελιωτάκη, με ομιχλώδεις προσωπικότητες του στρατοπέδου Παρθενίου Λέρου, τον νεότατο Εκτορα Γλένη, αργότερα υποψήφιο με το ΚΚΕ στη Λευκάδα, τον μελαμψό και ευσυγκίνητο Φόρη Παρωτίδη, τον θείο μου Γιάννη Ρίτσο, με τα ζωγραφισμένα πακέτα τσιγάρων «άσσος Νο 5», τον αυτοδίδακτο ζωγράφο Τσακίρη (που μαζί με τους Τζανετέα και Καραγιάννη εικονογράφησαν το εκκλησίδιο  της Αγίας Κιουράς), τόσους άλλους, τυλιγμένους πλέον μέσα σε μια ομίχλη. Μια βιολογική και πολιτική ομίχλη. Οσο περνούν τα χρόνια, αναδύεται εντονότερα η θρησκευτική διάσταση της γιορτής, η χαρά του εκκλησιαστικού λόγου, του θρήνου, της ευωχίας από την Ανάσταση. Ετσι είναι. Οταν η υπαρκτική αγωνία εντείνεται, ψάχνει κανείς σωτηρία στον Θεό και τα ίχνη του. Ας πούμε μέσα στις μεγάλες αγιογραφικές απεικονίσεις, ιδίως της πιο σπαρακτικής Κρητικής Σχολής, του Θεοφάνη του Κρητός για παράδειγμα, με τον συγκλονιστικό Επιτάφιο Θρήνο του ή την Ακρα Ταπείνωση από τη Μονή Ιβήρων όπου η Παναγία αγκαλιάζει με σχεδόν γήινο, κοντινό πόνο τον λογχισμένο Χριστό και τα καρφωμένα χεράκια του. Η εξαίσια ζωγραφική, ή απλώς η πίστη που προσπαθεί να μορφοποιηθεί, γεννά το μεγάλο ερώτημα – δηλαδή το πιο έγκυρο πρόσωπο της μνήμης;

Επρεπε 10 το πρωί να είναι στον μαθηματικό, 12 στον φυσικό, το απόγευμα νωρίς, να βρεθεί με τη «βιολογικού», αργότερα να την πάω στο ωδείο, το βράδυ 8 στο μπαλέτο και στις 10 αργά, να ξαναδεί τα «λάθη της στην έκθεση». Μιλάω για την κόρη μου, τη γενιά της και τη Μεγάλη Εβδομάδα. Αυτή η γενιά (που πιθανόν δεν έχει ακούσει καν για τους εξόριστους της χούντας) δεν γιορτάζει διακοπές του Πάσχα, γιατί απλώς δεν έχει διακοπές. Εργάζεται σκληρότατα μέσα σε ένα γνωστικά αχανές τοπίο για να βγει στην «αγορά εργασίας» όπως λένε οι θρησκόληπτοι (και πρωτίστως κρατικοδίαιτοι) νεοφιλελεύθεροι. Μέσα σε αυτή τη γενιά, όσοι δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τον γνωστικό Γολγοθά, σιγά σιγά ωθούνται σε μια μελαγχολική παραίτηση, μερικοί οργανώνονται σε ομάδες βίας και αυτοκαταξιώνονται εντός τους, γενιές προγερασμένες, κουρασμένες μέσα στη συντετριμμένη παιδικότητα.

Η κάθε γενιά πλάθει τα μνημονικά έπη της. Το έπος της χαράς στο πράσινο χορτάρι (η μπάλα δεν μπιστάει, αλλά κάνεις άφοβα πλονζόν), το έπος της αντιχουντικής μνήμης, το έπος της μποτιλιαρισμένης Ιπποκράτους για το ωδείο ή της Εμπεδοκλέους για το μάθημα φυσικής. Κάθε γενιά υφαίνει τη δική της εκδραμάτιση, χειρίζεται τον απόκρημνο βίο, που ως διά μαγείας, φεύγει, λακάει ευλύγιστος και αδίστακτος. Ιδίως με την έκρηξη του «σοσιαλμιντιακού» παρόντος, η μνήμη γίνεται κατόρθωμα. Η μνήμη μόνη, είναι ίσως η τελευταία αντιστασιακή πράξη. Και μάλλον πρέπει να την υπερασπιστείς, αφού δεν μπορείς να τη διορθώσεις.

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ