«Ωδινεν επανάστασιν και έτεκεν γκρουπούσκουλα»

Δεν φανταζόμουν ότι θα με επηρέαζε τόσο έντονα ο θάνατος ενός ανθρώπου που έφυγε ήσυχα στα 101 του χρόνια. Και όμως… Ισως φταίει μεταξύ άλλων ένα αίσθημα τέλους εποχής, αυτό το συνολικό ταρακούνημα των όποιων ορθολογικών παραδοχών μας – από τον Τραμπ ως την κυρία Κωνσταντοπούλου – που μου δημιουργούν το αίσθημα ότι ένας ολόκληρος κόσμος έφυγε οριστικά και πως ο ορθός λόγος αποτεφρώνεται πλέον και συμβολικά με τη φυγή του πιθανότατα κοφτερότερου μυαλού των μεταπολεμικών μας γραμμάτων. Γιατί ο Δημήτρης Ραυτόπουλος υπήρξε εμβληματική φυσιογνωμία στον χώρο της λογοτεχνικής κριτικής και όχι μόνο, συνιδρυτής και μάχιμος γραφιάς της περίφημης «Επιθεώρησης Τέχνης», άνθρωπος θαρραλέος, καινοτόμος και πάντοτε ενεργός. Θα λέγαμε δε ότι συνέβαλε με το θάρρος και την ευθυκρισία του στη συγκρότηση του δημοσίου διαλόγου για την Αριστερά, τη λογοτεχνία και την πολιτική κριτική για περισσότερο από μισόν αιώνα.

Η ίδια η ζωή του είναι ένα μυθιστόρημα: με τη συμμετοχή και τον σοβαρό τραυματισμό του στην Αντίσταση, τις πολλαπλές του εκτοπίσεις στην Ικαρία, τον Αη Στράτη και τη Μακρόνησο, την εσωκομματική του «δίκη» από την ορθοδοξία της «Επιθεώρησης Τέχνης», τη φυγή του στο Παρίσι κατά τα χρόνια της χούντας, τις σχέσεις του με την αιχμή της διανόησης, την επιστροφή στην Ελλάδα.

Σε μια κοινωνία που επιμένει να αμφισβητεί την οποιαδήποτε μορφή «αξιολόγησης», η βράβευσή του με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του το 2013 ήρθε πρόσκαιρα να μας δώσει λίγη από τη χαμένη μας αισιοδοξία. Μετρ των τάσεων της σύγχρονης κριτικής και διαμορφωτής του νεοελληνικού κανόνα ως τις μέρες μας, ο Ραυτόπουλος άσκησε ριζοσπαστική κριτική στη μονολιθικότητα της Αριστεράς, παρακολούθησε τα σύγχρονα ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα και τις επιστημονικές εξελίξεις, ενώ προήγαγε με τις επιλογές, το ήθος και το ύφος του μια νεωτερική λογοτεχνική εξωστρέφεια. Φίλος και βιογράφος του Αρη Αλεξάνδρου, τόλμησε να πει πως με όλη την περί τον Εμφύλιο πολυπραγμοσύνη, η μεγάλη μυθιστορηματική τοιχογραφία για αυτή την περίοδο τελικά δεν γράφτηκε.

Στο έργο του έχει διεξέλθει με άνεση και κοφτή, άμεση γλώσσα όλα πρακτικά τα στάδια της λειτουργίας του κριτικού ως προνομιακού διαμεσολαβητή και ερμηνευτή ενός έργου, ή αλλιώς ως ένα είδος «άνωθεν φυσικής επιλογής» όπου τελικώς το καλύτερο (πλην ατυχήματος) θα θριαμβεύσει. Θεωρούσε παράλληλα τον κριτικό συνδιαμορφωτή της λογοτεχνικής σκηνής, αφού με τον τρόπο του ωθεί προς νέες κατευθύνσεις, εντάσσει το έργο στο ευρύτερο κοινωνικό / πολιτισμικό του πλαίσιο, προτείνει καινοτομίες και λειτουργεί σαν μπαμπούλας για τυχόν αστοχίες. Είναι γι’ αυτό που απευθυνόμενος σε νεότερους κριτικούς τούς παρότρυνε να ασχολούνται με έργα που αξίζουν τον κόπο. Πέραν τούτων όμως, στο θετικό ισοζύγιο της κριτικής παρεισφρέει η ίδια η συγγραφική λειτουργία: οι συγγραφείς μυθοπλασίας γίνονται κάποτε κριτικοί, όχι τόσο όταν πραγματεύονται διά των ηρώων τους κάποιο έργο τέχνης, όσο όταν υπερβαίνουν το παρελθόν με την κατεστημένη θεματική και μορφική του λειτουργία (την προϊστορία του είδους, θα λέγαμε) ωθώντας τη λογοτεχνία προς τα εμπρός. Αυτό το «εμπρός» δεν σημαίνει αναγκαστικά «καλύτερο» έργο, αλλά ενδεχομένως έργο προσαρμοσμένο μορφικά στην κάθε εποχή, στα επιστημονικά της δεδομένα, τις νέες θεωρίες και πολιτισμικές κατακτήσεις, όπως βεβαίως την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις μόδες ποικίλων ιστορικών περιόδων (εδώ ο Ραυτόπουλος μας θέλει όλους – παραγωγούς, καταναλωτές και διαμεσολαβητές του γραπτού λόγου – ιδιαίτερα προσεκτικούς). Αλλά ως παρακαταθήκη στη μνήμη του είναι καλύτερα να θυμίσω ένα-δυο πράγματα που είχε πει ο ίδιος σε μια πολυσέλιδη συνέντευξή του σε μένα και στον Ηλία Κανέλλη που δημοσιεύθηκε στο «The Books’ Journal».

«Θέλουμε – δεν θέλουμε, επανερχόμαστε στο θέμα του Εμφυλίου, κι αυτό είναι αποκαλυπτικό. Μεγάλο μυθιστόρημα, με την κλασική έννοια του ρεαλισμού, δεν υπήρξε και μάλλον ήταν επόμενο. Ο μύθος είχε φέρει τη φρίκη, τις γενοκτονίες, και η μυθοπλασία είχε καταστεί ύποπτη, οπωσδήποτε ντεμοντέ. Αλλά και για ψυχολογικούς λόγους. Ισως γιατί με τη συνέχεια της περιπέτειας και τις συσπάσεις της μνήμης, η εργασία πένθους δεν συντελέστηκε ομαλά: το τραύμα μεταβιβάζεται από τη μια γενιά στην άλλη, διαρκούν οι εκκρεμότητες, το αίτημα της δικαίωσης (θυμηθείτε τον Τσίρκα), το άχτι, ο ρεβανσισμός. Η μάχη της ιστοριογραφίας μαίνεται».

«Εξακολουθώ να πιστεύω ότι η Αριστερά έχει βαριά συνευθύνη για τον Εμφύλιο και τη συνέχειά του, τη δικτατορία και το περιβόητο πολιτικό σύστημα που μας κληροδότησε. Μια ευθύνη που δεν την έχει αυτοκριτικά αναλάβει. Πάντα και για όλα φταίνε οι άλλοι. Και σ’ εμάς ο εμφύλιος ως πρακτική επικράτησης έχει επισήμως εγκαταλειφθεί, αλλά φαίνεται ότι στοιχειώνει το πολιτικό υποσυνείδητο δεξιάς και αριστεράς των άκρων, με την ολοκληρωτική συγκρουσιακή τους λογική, την κατάπτυστη καταγγελτική οξύτητα».

«Δεν βλέπω Μαρξ, δεν βλέπω Μπερνστάιν, δεν βλέπω Ρόουλς. Δεν αναγνωρίζω καμιά συγκροτημένη κοινωνική θεωρία με πολιτική έκφραση. Αυτόματα έχει επικρατήσει ο παλιός αναρχικός εγωισμός. Μου ‘ρχεται στο νου η φρίκη του φιλελεύθερου Ροΐδη στη θέα ενός βιβλίου του Στίρνερ που διαβάζει ένας ξένος στο διήγημα “Αγιος Σώστης”. Τίτλος του Το Εγώ ως απόλυτον και ο κόσμος ως έκφρασις αυτού».

Τι άλλο να προσθέσει κανείς; Αιωνία η μνήμη, κυριολεκτικά όμως.