Rebus sic stantibus

Η μη υλοποίηση της σύμβασης 717, που είχε αντικείμενο την ανάταξη και την αναβάθμιση «του συστήματος σηματοδότησης-τηλεδιοίκησης» της σιδηροδρομικής γραμμής Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Προμαχώνας, φτάνει στη Βουλή με πρωτοβουλία του εφέτη ειδικού ανακριτή Λάρισας, Σωτήρη Μπακαΐμη, ο οποίος χειρίζεται τη δικογραφία για το τρομερό δυστύχημα στα Τέμπη. Η δικογραφία απεστάλη αμελλητί μέσω του Αρείου Πάγου, προκειμένου να αποφασίσουν οι βουλευτές αν προκύπτουν ή όχι ποινικές ευθύνες σε βάρος των πρώην υπουργών Κώστα Καραμανλή (ΝΔ) και Χρήστου Σπίρτζη (ΣΥΡΙΖΑ).

H κίνηση αυτή έγινε μετά τις καταθέσεις δύο εμπλεκομένων στην υπόθεση. Του αναπληρωτή προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Μεταφορών και της προϊσταμένης της Διεύθυνσης Σιδηροδρομικών Μεταφορών, κατά τις οποίες, όπως λένε οι δημοσιογραφικές πληροφορίες, ρίχνουν ευθύνες στα δύο πολιτικά πρόσωπα.

Κατανοώ την κίνηση του εφέτη ειδικού ανακριτή, ο οποίος άλλωστε έχει υποστεί την πίεση των συλλαλητηρίων και του κινήματος για τα Τέμπη, που συστηματικά προσπάθησαν να μετατρέψουν μια δικαστική υπόθεση σε πολιτική, δηλαδή σε αντικυβερνητική κινητοποίηση. Στην ουσία, ζητεί να αποφασίσει το Κοινοβούλιο αν πρέπει να παραπεμφθούν για τη σύμβαση 717 οι δύο υπουργοί.

Ως σήμερα, και οι δύο έχουν αντιμετωπίσει πολιτική κριτική για την κατάσταση στους σιδηροδρόμους. Ο Κώστας Καραμανλής έχει αναλάβει την πολιτική ευθύνη για το δυστύχημα, γι’ αυτό και παραιτήθηκε, ενώ ο Χρήστος Σπίρτζης επίσης έχει πολιτικές επιπτώσεις που, σίγουρα, του στέρησαν την προβολή και την κομματική ανέλιξη. Και οι δύο, επίσης, αντιμετωπίζουν κοινωνική οργή (πολύ μεγαλύτερη ο Κώστας Καραμανλής, επειδή τον μέμφονται διότι δεν αποσύρθηκε από την πολιτική).

Το ιστορικό της σύμβασης 717, παρότι συχνά μιλάμε όλοι γι’ αυτήν, δεν είναι ευρύτερα γνωστό. Συγχρηματοδοτήθηκε από τα ΕΣΠΑ και τον εθνικό προϋπολογισμό και την υλοποίησή της είχε αναθέσει η ΕΡΓΟΣΕ στην ανάδοχο κοινοπραξία ΤΟΜΗ – Alstom η οποία έπρεπε να την έχει ολοκληρώσει το 2016. Εχουν αναζητηθεί ευθύνες στις εμπλεκόμενες εταιρείες και σε υπαλλήλους της ΕΡΓΟΣΕ, που κατηγορούνται ότι δήλωσαν σκόπιμα ελλιπή και ψευδή στοιχεία για να εγκριθούν τα κονδύλια, καθώς και σε άλλους αρμόδιους υπαλλήλους που κατηγορούνται ότι δεν διαχειρίστηκαν συνετά τα χρήματα.

Τι σημαίνουν αυτά; Οτι ένα διεφθαρμένο σύστημα συνδιαλλαγής στο Δημόσιο παραβίασε συστηματικά τους κανόνες, προφανώς για ίδιες προσόδους. Κι ότι οι κυβερνήσεις δεν στάθηκε δυνατόν να βάλουν χέρι ουσιαστικά στον τρόπο με τον οποίο κινούνται τα λεφτά, επειδή συνήθως τα εμπλεκόμενα πρόσωπα προστατεύονται από τα ταμπού της δημόσιας διοίκησης και από τον συνδικαλισμό. Εχουν ποινικές  ευθύνες οι πολιτικοί που ανέχτηκαν ή δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν αυτή την κατάσταση; Δεν ξέρω πώς θα απαντήσει στο ερώτημα η Βουλή. Αλλά αυτό είναι πρόβλημα που δεν σχετίζεται με το δυστύχημα των Τεμπών.

Η αιτία του δυστυχήματος έγκειται στο ότι σταθμάρχης έβαλε το τρένο σε λάθος γραμμή. Εξαιτίας αυτού του συμβάντος υπήρξε η μετωπική σύγκρουση των συρμών. Κατά τα άλλα, το τρένο λειτουργούσε με κανόνες οι οποίοι δεν προϋπέθεταν τη λειτουργία τέτοιου έργου τηλεδιοίκησης – και με βάση αυτούς τους κανόνες, που τηρούνταν, δεν είχε γίνει ποτέ ανάλογο δυστύχημα.

Στα νομικά, αυτό συνιστά τη ρήτρα «rebus sic stantibus»: εφόσον τα πράγματα παραμένουν ως έχουν (δεν ισχύει μόνο στις διεθνείς σχέσεις). Είναι καθαρό δηλαδή ότι συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα είναι υπόλογα επειδή δεν ανταποκρίθηκαν σε υποχρεώσεις οι οποίες απέρρεαν από τις αμετάβλητες περιστάσεις ενός οργανισμού που λειτουργούσε επί χρόνια χωρίς σύστημα τηλεδιοίκησης και χωρίς να έχει δημιουργηθεί πρόβλημα.