
Οι βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις δείχνουν να είναι αυξημένες φέτος, όμως τα αποθέματα νερού της ΕΥΔΑΠ εμφανίζονται μειωμένα κατά 30% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο της περσινής χρονιάς.
Το περασμένο Σάββατο 29 Μαρτίου, συγκεκριμένα, τα συνολικά αποθέματα στους τέσσερις ταμιευτήρες της ΕΥΔΑΠ (Μόρνος, Υλίκη, Μαραθώνας, Εύηνος) βρέθηκαν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, στα 650,6 εκατ. κυβικά μέτρα (m3). Μετά δε τις βροχές της περασμένης εβδομάδας, στις 3 Απριλίου τα αποθέματα αυξήθηκαν οριακά στα 651,4 εκατ. m3. Κι αυτό όταν την ίδια ημερομηνία του 2024 τα αποθέματα στους ταμιευτήρες ανέρχονταν σε 926,8 εκατ. m3.
Παρά το γεγονός ότι το τρέχον υδρολογικό έτος (περίοδος Οκτωβρίου 2024-Σεπτεμβρίου 2025) εξελίσσεται καλύτερα από το αντίστοιχο περσινό στο σύνολο της χώρας, τα χαμηλά αποθέματα της ΕΥΔΑΠ κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ), οι περιοχές της Αιτωλοακαρνανίας που τροφοδοτούν τον μεγαλύτερο ταμιευτήρα της ΕΥΔΑΠ, αυτόν του Μόρνου, είχαν βροχόπτωση περίπου στο 55% του μέσου όρου των τελευταίων 10-12 ετών τη φετινή υγρή περίοδο (Οκτώβριος 2024-Μάρτιος 2025).
Τα αποθέματα του Μόρνου έφτασαν το χαμηλό 259,2 εκατ. m3 στα τέλη Νοεμβρίου, ενώ στις 3 Απριλίου είχαν αυξηθεί στα 340 m3. Την ίδια εποχή πέρυσι, τα αποθέματα του Μόρνου ανέρχονταν σε 490,5 εκατ. m3. Στις 3 Απριλίου 2023 τα αποθέματα έφταναν τα 623 εκατ. m3 και το 2022 τα 684 εκατ. m3. Σημειώνεται πως 10 χρόνια νωρίτερα, τον Απρίλιο του 2025, ο Μόρνος είχε 722,7 εκατ. m3 νερού. Οσο για τον Μαραθώνα, στις 11 Μαρτίου καταγράφηκαν αποθέματα μόλις 19 εκατ. m3, με αποτέλεσμα να «αποκαλυφθεί» μια βραχονησίδα μέσα στη λίμνη.
«Τα τελευταία χρόνια έχουμε συνεχόμενες κακές χρονιές με χαμηλές βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις. Αυτό κάνει την κατάσταση αρκετά δυσκολότερη, καθώς δεν αναπληρώνονται επαρκώς οι απώλειες στους ταμιευτήρες λόγω της κατανάλωσης» λέει στα «ΝΕΑ» η Ελισσάβετ Φελώνη, υδρολόγος και διδάσκουσα στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής (ΠΑΔΑ). «Το σύστημα της ΕΥΔΑΠ είναι σχεδιασμένο ώστε να μπορεί να καλύψει τη ζήτηση ακόμα κι αν έχουμε τέσσερα συνεχή κακά υδρολογικά έτη» σημειώνει και υπογραμμίζει ότι η ετήσια κατανάλωση στο δίκτυο της ΕΥΔΑΠ υπολογίζεται σε περίπου 400 εκατ. m3.
Υπάρχει «μαξιλάρι», αλλά…
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μεν η δυνατότητα κάλυψης των αναγκών ύδρευσης της Αττικής για ακόμα κάποιο διάστημα, όμως τα χαμηλά αποθέματα δεν αφήνουν ιδιαίτερα περιθώρια για εφησυχασμό και, πολύ περισσότερο, για αισιοδοξία. Με την κλιματική αλλαγή να δείχνει τα δόντια της ολοένα και συχνότερα στην περιοχή μας, τα επόμενα χρόνια όλα δείχνουν πως θα πούμε το νερό… νεράκι, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. «Τα τελευταία χρόνια έχουμε μείωση στις βροχοπτώσεις και υψηλές θερμοκρασίες που οδηγούν σε περισσότερη εξάτμιση νερού» επισημαίνει ο Αθανάσιος Λουκάς, καθηγητής Τεχνικής Υδρολογίας, Διαχείρισης και Αξιοποίησης Υδατικών Πόρων στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).
Η Ελισσάβετ Φελώνη προσθέτει ότι ειδικά τον περσινό Ιούνιο παρατηρήθηκε σημαντική και γρήγορη μείωση των αποθεμάτων της ΕΥΔΑΠ, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών. «Πέρυσι το καλοκαίρι ήταν ένα crash test για τις αντοχές του δικτύου και φάνηκε ότι δεν ήμασταν έτοιμοι να αντεπεξέλθουμε σε δύο συνεχόμενες κακές χρονιές. Αν το καλοκαίρι είναι ήπιο, δηλαδή όχι πολύ θερμό, θα το ξεπεράσουμε» επισημαίνει. Αν όμως αυτό δεν συμβεί, μπορεί να έχουμε πρόβλημα άμεσα. «Είναι απαραίτητη η κατασκευή νέων υποδομών, όμως αυτές αργούν να αποδώσουν» λέει η ίδια.
Τα μέτρα
Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΥΔΑΠ έχει σχεδιάσει από κοινού με την κυβέρνηση ένα φιλόδοξο σχέδιο με άμεσες και μακροπρόθεσμες παρεμβάσεις ώστε να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της λειψυδρίας στην Αττική. Οπως λένε πηγές της εταιρείας στα «ΝΕΑ», προωθούνται άμεσα και κατεπειγόντως έργα διασύνδεσης των ποταμών Κρικελιώτη και Καρπενησιώτη με τον ταμιευτήρα του Ευήνου. Παράλληλα, έχουν τεθεί σε λειτουργία τα αντλιοστάσια της Υλίκης, ενώ εκσυγχρονίζονται και επαναλειτουργούν οι γεωτρήσεις της Μαυροσουβάλας.
Επιπλέον, εξετάζεται η δυνατότητα αξιοποίησης υπόγειων υδροφορέων κατά μήκος του υδραγωγείου του Μόρνου, ώστε να ελαχιστοποιείται η χρήση των αποθεμάτων των ταμιευτήρων Ευήνου-Μόρνου. Ταυτόχρονα, διερευνάται η δυνατότητα χρήσης υφάλμυρου νερού από αξιοποιήσιμα κοιτάσματα στην ευρύτερη περιοχή του υδραγωγείου Μόρνου (π.χ. στην Κίρρα Φωκίδας), καθώς και η πιθανότητα αξιοποίησης θαλασσινού νερού μέσω εγκαταστάσεων αφαλάτωσης σε Κόρινθο και Λαύριο.
Σε πιο άμεσο χρονικό ορίζοντα, προγραμματίζεται η μεταφορά νερού από τον Αχελώο διά θαλάσσης, με ειδικά πλοία (τάνκερ), από τον Αστακό προς τα λιμάνια σε Ασπρα Σπίτια και Θίσβη στη Βοιωτία. Από εκεί, το νερό θα εισάγεται στο υδροδοτικό δίκτυο. Τέτοια μέσα όμως κάνουν την επεξεργασία του νερού ακριβότερη, πράγμα που σημαίνει ότι δεν αποκλείεται μέρος της αύξησης του κόστους να μετακυλιστεί στον καταναλωτή, δηλαδή στους λογαριασμούς της ΕΥΔΑΠ. Βέβαια, το κράτος μάλλον θα απορροφήσει τις αυξήσεις, τουλάχιστον μέχρι το εκλογικό 2027.
Παράλληλα, η ΕΥΔΑΠ συνεχίζει τις καμπάνιες ενημέρωσης καταναλωτών, φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης και βιομηχανίας για τις δυνατότητες εξοικονόμησης νερού. Οπως αναφέρουν πηγές της ΕΥΔΑΠ, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην υποκατάσταση του πόσιμου νερού με μη πόσιμο (ανεπεξέργαστο ή ανακυκλωμένο) όπου αυτό είναι εφικτό.
Ακόμα μία κακή χρονιά
«Συνολικά, το φετινό υδρολογικό έτος έχει υπάρξει γενικά καλύτερο από πέρυσι, όμως παραμένει αρκετά κακό από άποψη βροχοπτώσεων και χιονοπτώσεων. Οι βροχοπτώσεις στη χώρα έχουν κινηθεί κατά μέσο όρο περίπου 30%-40% χαμηλότερα από τους μέσους όρους των τελευταίων 10-12 χρόνων. Ηταν πολύ ξηρός ο Οκτώβριος του 2024, περίπου 80%-90% κάτω σε σχέση με τον μέσο όρο, ενώ και ο Ιανουάριος δεν έδωσε αρκετές βροχές» εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο διευθυντής Ερευνών του ΕΑΑ Κώστας Λαγουβάρδος.
«Στις πιο άνυδρες περιοχές, όπως είναι η Θράκη, οι Κυκλάδες και η Ανατολική και Νότια Κρήτη, οι βροχοπτώσεις ήταν περίπου στο 60%-70% του μέσου όρου των περασμένων ετών. Ακόμα όμως και σε βροχερές περιοχές όπως τα Γιάννενα, η Κέρκυρα και συνολικά η Δυτική Ελλάδα, οι βροχοπτώσεις έχουν κινηθεί σε χαμηλά επίπεδα» προσθέτει. Σύμφωνα με πληροφορίες, τα αποθέματα στη Λίμνη Πλαστήρα στον Νομό Καρδίτσας είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα και γι’ αυτό αναμένονται περικοπές περίπου 30% στο τοπικό δίκτυο ύδρευσης φέτος το καλοκαίρι.
Σε ό,τι αφορά τις χιονοπτώσεις, που είναι εξίσου – αν όχι περισσότερο – σημαντικές με τις βροχοπτώσεις για την επάρκεια του νερού, ο ίδιος επισημαίνει ότι ούτε αυτές ήταν ικανοποιητικές: «Είχαμε χιονοκάλυψη ελαφρώς υψηλότερη από τον μέσο όρο στα τέλη Δεκεμβρίου και μια έξαρση χιονοπτώσεων στα μέσα Ιανουαρίου, όμως έκτοτε έχει χιονίσει ελάχιστα. Εκτιμάται ότι θα έχουμε λίγο χιόνι την ερχόμενη εβδομάδα (σ.σ.: 7-13 Απριλίου), αλλά δεν αναμένουμε κάτι σημαντικό».
Ολο και συχνότερες οι κρίσεις λειψυδρίας στην Ευρώπη
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρώπη έχει επαρκείς πηγές νερού, όμως τα φαινόμενα λειψυδρίας γίνονται όλο και πιο συχνά. Το 2019, 38% του πληθυσμού της ΕΕ αντιμετώπισε πρόβλημα λειψυδρίας σε κάποιον βαθμό, στο 29% της συνολικής έκτασης του εδάφους των κρατών-μελών. Το κόστος, δε, της ξηρασίας στην ΕΕ εκτιμάται μεταξύ 2 και 9 δισ. ευρώ ετησίως.
«Λειψυδρία έχουμε όταν υπάρχει αδυναμία κάλυψης της ζήτησης» υπογραμμίζει η Ελισσάβετ Φελώνη. «Το περσινό καλοκαίρι στην Ελλάδα ήταν ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα, ειδικά σε νησιά των Κυκλάδων, όπου λόγω και της αύξησης του πληθυσμού από τον τουρισμό η κατά τόπους τοπική αυτοδιοίκηση αναγκάστηκε να κλείσει βρύσες σε οικισμούς. Σημαντικές ελλείψεις υπήρχαν και σε αγροτικές περιοχές μέχρι και τον Σεπτέμβριο, με αποτέλεσμα οι φετινές σοδειές να είναι κακές».
Το 80%-85% της συνολικής κατανάλωσης πηγαίνει στις καλλιέργειες
Περίπου το 80%-85% της συνολικής κατανάλωσης νερού στη χώρα υπολογίζεται ότι αφορά στην κάλυψη των αναγκών άρδευσης, δηλαδή στις καλλιέργειες. Ανά περιοχή, μπορεί αυτό το ποσοστό να φτάσει σε πολύ υψηλότερα επίπεδα, όπως π.χ. στη Θεσσαλία, που περισσότερο από το 90% του νερού πηγαίνει στις καλλιέργειες. Οπως καθίσταται σαφές, η γεωργία αποτελεί τον «ελέφαντα στο δωμάτιο» σε ό,τι αφορά την κατανάλωση νερού.
«Είναι κρίσιμη η ανάπτυξη της γεωργίας ακριβείας (smart farming) που εξετάζει και προσδιορίζει τις ανάγκες των καλλιεργειών σε νερό και λίπασμα με τη χρήση επίγειων και δορυφορικών μέσων. Ετσι θα μπορέσουμε να δούμε κάποια μείωση στην κατανάλωση νερού για αγροτικές εργασίες» επισημαίνει ο Αθανάσιος Λουκάς. «Οι απώλειες νερού στην άρδευση υπολογίζονται περίπου στο 60%» λέει από τη μεριά της η Ελισάβετ Φελώνη. Οι απώλειες αυτές προέρχονται τόσο από τα δίκτυα, αλλά και από τις τεχνικές άρδευσης, που συχνά σπαταλούν πολύ μεγάλες ποσότητες νερού, εξηγεί η υδρολόγος.
Προγράμματα
Σε αυτό το πλαίσιο, το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης έχει επεξεργαστεί προγράμματα για την εγκατάσταση υποδομών γεωργίας ακριβείας σε ορισμένες περιοχές, όμως τα έργα έχουν καθυστερήσει. Παράλληλα, υλοποιείται το πρόγραμμα αρδευτικών έργων «Υδωρ 2.0», που αντικαθιστά τα δίκτυα άρδευσης με υπόγειους σωλήνες που τοποθετούνται σε μικρό βάθος. Επιπλέον, στους αγρότες χορηγούνται τραπεζικά δάνεια που αποτελούν κίνητρα για επενδύσεις οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την πιο αποτελεσματική αξιοποίηση του νερού.
Πέραν των μεγάλων απωλειών που καταγράφονται στη γεωργία, όμως, μεγάλο είναι το πρόβλημα και στα δίκτυα ύδρευσης των πόλεων. «Το μεγαλύτερο πρόβλημα προέρχεται από διαρροές, οι οποίες φτάνουν ακόμα και 45-50% κατά τόπους» επισημαίνει ο καθηγητής του ΑΠΘ. «Υπάρχει ανάγκη αντικατάστασης των δικτύων, που προχωράει μεν, με αργούς ρυθμούς δε» προσθέτει ο ίδιος. «Συνολικά χάνεται περίπου το 25% του επεξεργασμένου νερού, το οποίο δεν τιμολογείται ποτέ από τις εταιρείες παροχής ύδρευσης» τονίζει η υδρολόγος του ΠΑΔΑ και αναφέρει ότι μακροχρόνια θα πρέπει να αντικατασταθούν ορισμένες υδροβόρες καλλιέργειες με ανθεκτικότερες.