Tα νέα βιβλία του Χρήστου Φίφη: «Από τους Δελφούς και το Ουλουρού»

Ο πρώτος μου προβληματισμός όταν εκλήθην να παρουσιάσω τα νέα βιβλία του Χρήστου Φίφη: «Από τους Δελφούς και το Ουλουρού» καθώς και τη δεύτερη έκδοση του εγχειριδίου του «Με Λύρα και με Γνώση: Μια Επισκόπηση της Ποίησης του Γιάννη Ρίτσου», ήταν το εξής: Τι σχέση μπορεί να έχει ο Ρίτσος, ή το πολύ σημαντικό και χρήσιμο εγχειρίδιο του Δρος Φίφη για την ποίηση του Ρίτσου (και πράγματι είναι πολύ σημαντικό, σκιαγραφεί την εξέλιξη του από τα πρώιμα του χρόνια, της έμπνευσης και τους εμπνευστές του, η διαμόρφωση του ύφους του, ακόμη και οι κριτικές του έργου του σε όλα τα στάδια του, αξίζει μια προσεκτική ανάγνωση) με ένα βιβλίο ποιημάτων με τίτλο «Από του Δελφούς και το Ουλουρού».

Θα έλεγα ότι η έμφαση σε γεωγραφικές τοποθεσίες συνδέονται άμεσα τόσο με τον Ρίτσο όσο και με τον ποιητή Χρήστο Φίφη. Και οι δύο αποτελούν σταθέρες για δυο ξεχωριστούς πολιτισμούς τους οποίους προσπαθεί να ενώσει ή καλύτερα να συγκεράσει εφόσον πηγάζουν παράλληλα από δυο ξεχωριστές τοποθεσίες ταθτοχρόνως. Και οι δύο είναι κεντρικοί άξονες, που στηρίζουν ολόκληρο τον κόσμο. Στην περίπτωση των Δελφών, η τοποθεσία αυτή θεωρείται ο ομφαλός της γης, το κεντρικό της σημείο. Σύμφωνα με τη Σούδα, οι Δελφοί πήραν το όνομά τους από τη Δελφίνη, το φίδι (δράκαινα) που έζησε εκεί και σκοτώθηκε από τον θεό Απόλλωνα (σε άλλες μαρτυρίες το φίδι ήταν το αρσενικό φίδι (δράκων) Πύθωνας).

Ο Χρήστος Φίφης

Οπότε στην όλη αυτή διαδικασία, συνεπάγεται ένας αγώνας, μια θυσία ένας θάνατος.

Επίσης, σύμφωνα με τους αρχαίους ελληνικούς μύθους σχετικά με την ίδρυση του Μαντείου των Δελφών, ο Δίας, στην προσπάθειά του να εντοπίσει το κέντρο της Γης, εκτόξευσε δύο αετούς από τις δύο άκρες του κόσμου και οι αετοί ξεκινώντας ταυτόχρονα και πετώντας με ίση ταχύτητα, διέσχισαν τα μονοπάτια τους πάνω από την περιοχή των Δελφών και έτσι τοποθετήθηκε η πέτρα του Δία.

Η Ουλουρού, επίσης αποτελεί κομβικό σημείο όπου συγκλίνουν τα θεία με την ανθρωπότητα και υπάρχουν διάφοροι μύθοι που σχετίζονται με αυτήν: Ενδεικτικά, ο πρώτος μύθος κάνει λόγο για φίδια που έκαναν πολλούς πολέμους γύρω από την Ουλουρού, σημαδεύοντας το βράχο. Ο δεύτερος κάνει λόγο για δύο φυλές αρχεγονικών πνευμάτων που προσκλήθηκαν σε ένα γλέντι, αλλά αποσπάστηκαν από τις όμορφες Νυσταλέες Σαυρογύναικες και δεν εμφανίστηκαν. Από αντίδραση, οι θυμωμένοι οικοδεσπότες τραγούδησαν την κακία σε ένα γλυπτό από λάσπη που ζωντάνεψε ως ντίνγκο. Ακολούθησε μεγάλη μάχη, που κατέληξε στο θάνατο των αρχηγών και των δύο φυλών. Η ίδια η γη ανασηκώθηκε με θλίψη για την αιματοχυσία ως εξόγκωμα, και έγινε Ουλουρού. Η ύπαρξή της λοιπόν είναι μια στάση διαμαρτυρίας κατά του άδικου.

Παρατηρούμε δύο πράγματα, μία διαδικασία πόνου, σφαγής, θυσίας, αντιπαλότητας και η διαλεκτική αυτών σηματοδοτεί ίσως την πορεία του κόσμου. Υπάρχουν και αξιοσημείωτες φαινομενικές διαφορές οι οποίες τελικά εκμηδενίζονται: Εκ πρώτης όψεως, οι Δελφοί ανήκουν πλέον σήμερα στην ιστορία. Είναι πεπερασμένοι. Αποτελούν τμήμα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, αλλά στην πραγματικότητα, δεν παίζουν κανένα ρόλο στη ζωή μας, δεν επιδρούν και δεν καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο θεωρούμε την ταυτότητά μας. Ανήκουν στον χώρο όμως όπου αντλούμε την καταγωγή μας, της οποίας είμαστε ιθαγενείς. Είναι δικός μας χώρος, δικό μας και το δικαίωμα να τον λησμονήσουμε.

Αντιθέτως, η Ουλουρού, ταυτοτικό σημείο και σύμβολο των ιθαγενών της Αυστραλίας δεν ανήκει στους ιθαγενείς. Βρίσκεται σε κατεχόμενη γη. Μέχρι προσφάτως, είχε κι άλλη ονομασία, την οποία της εδόθη από τους αποικιοκράτες που βιαίως υφάρπαξαν την γη αυτή από τους νόμιμους κατόχους της. Βέβαια είναι αυτοί οι αποικιοκράτες που ορίζουν τόσο την προσέγγιση μας (πνευματική και φυσική) στο μνημείο αυτό. Οι ιθαγενείς καλούνται να μετέχουν σε ένα είδος παράστασης του πολιτισμού και των πιστεύων τους, μία παράσταση που ανταποκρίνεται στις ανάγκες και την ιδεολογία της άρχουσας τάξης των κατακτητών, νομιμοποιώντας έτσι το έγκλημα της κατακτήσεως και όλως παραδόξως κανοντάς του συνένοχους στην ίδια την βίαιη αυτή πράξη. Επικεντρώνοντας την προσοχή τους στο εξωτικό, στο παραστατικό, καλλιεργούν μήπως ένα είδος αμνησία για τα πεπραγμένα;

Επιστρέφουμε στους Δελφούς για να θέσουμε το εξής ερώτημα: Ποια τα κοινά σημεία με την Ουλουρού; Οι ιμπεριαλιστές και αποικιοκράτες της Δύσης ανέκαθεν δεν οικειοποιήθηκαν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, θεωρώντας τον δικό τους; Εδώ στην Αυστραλία, όπου μετέχουμε στην διατήρηση αυτής της αμνησίας, δεν μας αντιμετωπίζουν αντί ως μια ομάδα Αυστραλών που έχει διαδραματίσει ένα σπουδαίο ρόλο στην προοδευτική ανάπτυξη αυτής της χώρας, αλλά ως απόγονοι/σύμβολα μιας αρχαίας παράδοσης που δεν έχει τίποτε να κάνει με την πραγματικότητα μας και την παρουσία μας εδώ;

Γι’αυτόν τον λόγο, πιστεύω ότι η χρήση του όρου Ουλουρού από τον ποιητή Χρήστο Φίφη είναι επαναστατική πράξη, πράξη αντίστασης κατά του κατεστημένου που επιβάλλει αυτή την ιστορική και κοινωνική αμνησία, απλώς επειδή τολμά να πει τα πράγματα όπως ακριβώς είναι. Είναι μια πράξη αλήθειας. Είναι αυτό που είπε ο Ρίτσος «Λοιπόν παιδιά μου συλλογιέμαι τώρα να βρω μια λέξη να ταιριάζει στο μπόι της λευτεριάς». Το να βρεις τις σωστές λέξεις για να αρθρώσεις αυτή την αλήθεια, αυτή είναι πράξη επαναστατική, πράξη ελευθερίας.

Ποια η περαιτέρω σημασία των Δελφών εφόσον είναι τόσο πεπερασμένοι; Μα απλούστατα διότι εκεί εμπεδωμένα μέσα στα δεδομένα που στηρίζουν τον κόσμο μας είναι τα αίτια του κακού. Δεν είναι τυχαίο το ποίημα του Χρήστου Φίφη «Ο σκοτεινός δράκος του αιώνα». Στους Δελφούς, ο δράκος ήταν η Δελφίνη. Αλλά όπως μας πληροφορεί ο ποιητής, ο απαίσιος δράκοντας έχει διάφορα ονόματα στο διάβα των αιώνων: «Οι λοιμική των Αθηνών, Μαύρος Θάνατος» και τόσα αλλά. Ίσως το κύριο μέλημα της συλλογής λοιπόν είναι να δούμε πώς να ανταπεξέλθουμε, πώς να αρθρώσουμε έναν λόγο αντίστασης;

Πώς αρθρώνει ο ποιητής Φίφης τον λόγο του: απλά, φιλικά, αναστοχαστικά, με το ύφος ενός Ρίτσου που είναι πεπεισμένος ότι υπάρχουν κάποιες σταθερές, κάποιες Ουλουρού που στέκουν εκτός του κόσμου της φθοράς: «Λοιπόν δεν είναι ανάγκη να φωνάξω για να με πιστέψουν, να πουν:” Όποιος φωνάζει έχει το δίκιο”. Εμείς το δίκιο το ‘χουμε μαζί μας και το ξέρουμε. Κι όσο σιγά κι αν σου μιλήσω, ξέρω πως θα με πιστέψεις».

Ο Χρήστος Φίφης θα γράψει στο ποίημα του «Μια μπαλάντα για τον Αυστραλό που σκοτώθηκε στη μάχη της Κρήτης» ότι «ομολογεί ότι γράφει ένα πλήθος λέξεις, για έναν σιωπηλό Αυστραλό.» Δίνει λοιπόν φωνή σε αυτούς που δεν μπορούν για τον οποιοδήποτε λόγο να μιλήσουν για τους εαυτούς τους. Τους αφυπνίζει, τους χειραφετεί και τους ενδυναμώνει.

Τόσο στη Μελβούρνη, όσο και στην Ελλάδα ο ποιητής Χρήστος Φίφης εμπνέεται διαρκώς από την καθημερινότητα, από την διαχρονική ροή της Ελληνικής ιστορίας, ιδιαίτερα την εθνοτοπικής ιστορίας, τους κοινωνικούς μας αγώνες, τους πανανθρώπινους αλλά κι αυτούς της προοδευτικής πτέρυγας της ελληνικής παροικίας, και συνθέτει ποίηση, προσδίδει στην ποίηση του αυτή τα χαρακτηριστικά της δικής του ζωής που μπορούν να συνοψιστούν σε μία λέξη: «αλήθεια». Κάτι παρόμοιο έκανε κι ο Γιάννης Ρίτσος: αυτή η λέξη είναι ολόκληρο το ποιητικό σύμπαν τόσο του Γιάννη Ρίτσου και του Χρήστου Φίφη. Μέλημα τους να βρουν: «αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος/Σ’ όλες τις καρδιές/Σ’ όλα τα χείλη/Έτσι να λέμε πια/Τα σύκα σύκα /Και τη σκάφη σκάφη».

Στο ποίημα του «Οι εισβολείς ήρθαν ντυμένοι με την προβιά της ειρήνης» ο Χρήστος Φήφης κηρύσσει: «Η ποίηση να ρίχνει φως στα γεγονότα! Να μην αποκοιμίζει! Να μην τα παπαγαλίζουμε αυτά!»

Ο Κ. Καλυμνιός παριοσιάζει τα βιβλία του Φίφη

Για τον Χρίστο Φίφη, η πνευματική και κοινωνική αφύπνηση, η ένταξη στην προοδευτική παροικία, η ζύμωση μέσα στους κοινωνικούς αγώνες της εποχής, η πεποίθηση μέσα από τα κοινωνιοπολιτιστικά δρώμενα τα οποία παρατηρεί, είναι αυτά που αποτελούν πηγή έμπνευσης και αν μη τι άλλο σηματοδοτούν την ελπιδοφόρα πεποίθησή του ότι πρέπει να δημιουργήσουμε εμείς, ένα καλύτερο αύριο. Γι’ αυτό άλλωστε το ποίημα «Ο αγώνας είναι συνεχής», που είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Πλούταρχου Δεληγιάννη, τελειώνει ως ακολούθως: «Η σκέψη του συχνοκλώθει το ερώτημα πώς θα διαβάσουν οι νέοι τις μνήμες και το όραμα μόνοι τους και σωστά». Εδώ βέβαια συνεπάγονται δύο από τα μελήματά του -ο αγώνας αλλά επίσης, κι αυτό συνδέεται ταυτόχρονα με Δελφούς και με Ουλουρού, το πώς να κρατήσουμε μνήμες και πώς να τις εννοήσουμε σωστά. Το σωστά βέβαια ανοίγει μία ολόκληρη συζήτηση, διότι όπως λέει στο ποίημα «Ο σκοτεινός δράκος των αιώνων»: «Μέσα σε τέτοιες περιόδους, πληθαίνουν οι κομπογιαννίτες, οι αλμπάνηδες και οι τόσοι άλλοι ψευτοπροφήτες που τα ξέρουν όλα.»

Έτσι ο ποιητής από την Κοσκινά Θέρμου σκιαγραφεί την ποίηση ως «αέναη» καθημερινότητα, ως το απαύγασμα μίας πολιτικής στάσης απέναντι στα πράγματα, προσδοκώντας από την ποίηση του την επαναφορά της φωνής ως μνήμης, ως αναδιατύπωσης των συμβάντων, ως συνομιλίας με τον καιρό και το χρόνο. Aυτό φαίνεται ξεκάθαρα σε ποιήματα όπως «Μεταξύ Φθοράς και Αφθαρσίας» κι ακόμη στο «Μες τις ανταύγειες των ωρών» που τελειώνει με εκείνο το ηχηρό: «Θέλω να κρατώ ανάλλαχτη την παλιά εκείνη εικόνα, των μαρτιάτικών δειλινών. Εμείς οι νέοι δίπλα στις φεγγερές βάρκες δίπλα στα μελίχροα νερά του Γιάρα μεσ’τις ανταύγιες των ωρών.» Κι αυτά από τον ποιητή που έγραψε το τρομερό: «Αν διαβάσεις την ιστορία ανάποδα». Διότι ήταν εκείνη η γενιά, «η γενιά του Τριάντα», όπως την αποκαλέι ο ποιητής, αυτή του Τσικαδέρη, του Τσαλουμά, της Αμανατίδου και τόσων άλλων Αυστραλοελλήνων ποιητών που πρόβαλαν αντίσταση, αρθρώνοντας λόγο. Όπως λέει χαρακτηριστικά: «τραγούδησαν τα πάθη των Ιθαγενών».

Ο Χρήστος Φίφης είναι αναμφίβολα ποιητής του μεταιχμίου. Μεταξύ Δελφών και Ολουρού, μεταξύ ποταμού και λίμνης στο ποίημα «Ποταμολίμνες», ανάμεσα στα βουνά και τη θάλασσα, μεταξύ φωτός και σκότους στη «Σκοτεινή πλευρά του Φεγγαριού», μεταξύ αξιωμάτων και ευκαιρίας στο «Το κληρονομικό αξίωμα και η ευκαιρία». Είναι σαν να αναζητά μία σταθερή, ένα μέρος για να σταθεί, «Πού το μέρος για ένα χωριό;» όπως αναρωτιέται σε προηγούμενη του συλλογή. Αλλά είναι η ίδια η αντιπαλότητα των καταστάσεων, η διαλεκτική και οι συγκρούσεις του παρελθόντος και του σήμερα που αποτελούν το θεμέλιο λίθο όπου ο ίδιος χτίζει ή τουλάχιστον θωρεί τον κόσμο του.

Σύμφωνα με τον στόχο του να διατηρήσει τη γνώση των παραδόσεων των τόπων του, το δεύτερο μισό της συλλογής του Δρ Φίφη είναι μια αφήγηση του δική του «περιπάτου» σε προγονικά μέρη της Ελλάδας. Στην πορεία, στο δικό του “Walkabout” στοχάζεται την ιστορία, τους θρύλους και τις παραδόσεις των τόπων που επισκέπτεται, με τρόπο παρόμοιο με τα Songlines των ιθαγενών της Αυστραλίας, αρθρώνοντας τα δικά του μονοπάτια γνώσης, τα δικά του «Ονειρικά ίχνη», που διασχίζουν τον ποιητικό του κόσμο, συνδέοντας ιερούς τόπους και μεταφέροντας ιστορίες δημιουργίας, πολιτισμού και πλοήγησης στον αναγνώστη.

Κι αυτή η διαδικασία είναι γεμάτη ρομαντισμό. Θα έλεγα ότι πολλά από τα ποίημα είναι ερωτικά. Διαπνεόνται από τον έρωτα για την ανθρωπότητα που υποστρώνει την συνείδηση και τους αγώνες του ποιητή. Κι αυτό διαφαίνεται ξεκάθαρα στο ποίημα «Κοπερτί», που υπαινίσσεται ότι το ταξίδι μας μπορεί να είναι παιχνίδι, μπορεί να μοιάζει με σκήνη θεάτρου όπου ο ένας μπαίνει κι ο άλλος βγαίνει, αλλά είναι αυτή η τριβή που δημιουργεί μνήμες, που τροφοδοτεί ελπίδες, που σμιλεύει την αγάπη και τελικά έναν καινούργιο κόσμο, για την επίτευξη του οποίου όλοι μας οι αναγνώστες του Δρος Χρήστου Φίφη, καλούμαστε να αγωνιστούμε.

The post Tα νέα βιβλία του Χρήστου Φίφη: «Από τους Δελφούς και το Ουλουρού» appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.