«Οι σχέσεις Ελλάδας – Αιγύπτου έχουν μεγάλη προοπτική», είπε χθες ο Πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια των κοινών του δηλώσεων με τον Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι. Η επισήμανση δεν ήταν μια απλή φιλοφρόνηση στον επίσημο προσκεκλημένο της χώρας μας. Ηταν μια σύνοψη του διπλωματικού στόχου της περαιτέρω ενίσχυσης των συμμαχιών που χτίζει η Αθήνα. Η Αίγυπτος, ως μεγάλη αραβική χώρα, αναγνωρίζεται από όλους ως ισχυρός παίκτης στη Μέση Ανατολή αλλά και στην αφρικανική ήπειρο. Το δε Ισραήλ είναι ένας στρατηγικός μας εταίρος, ο οποίος έχει ενισχυθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Οι σχέσεις μας και με τα δύο αυτά κράτη, καθώς και η δυνατότητα της Ελλάδας να λειτουργεί ως έντιμος συνομιλητής με όλους στην ταραγμένη γεωπολιτική γειτονιά της, αποδεικνύουν πως όντως αποτελούμε έναν πυλώνα σταθερότητας σε μια γωνιά του πλανήτη που βράζει. Αυτός ο ρόλος συμβάλλει και στην ισχυροποίηση της θέσης μας στη Δύση.
Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα της προσέγγισης των δύο παραπάνω χωρών από την ελληνική διπλωματία δείχνουν καθαρά ότι η υπό συζήτηση επιλογή μόνο να εξυπηρετήσει τα εθνικά μας συμφέροντα μπορεί. Η συμφωνία που η Ελλάδα έχει υπογράψει για τμηματική οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο, π.χ., θεωρείται ήδη πρότυπο. Τον δε Μάρτιο του 2024, η Ελλάδα είχε πρωτοστατήσει στην υπογραφή της Συμφωνίας Στρατηγικής και Εταιρικής Σχέσης ΕΕ – Αιγύπτου, με αποτέλεσμα οι ευρωπαίοι εταίροι να αναγνωρίζουν σήμερα τη συμβολή του Καΐρου στη συγκράτηση των μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη. Αίγυπτος και Ισραήλ είναι επίσης χώρες – κλειδιά για την πλήρη ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης από τη Ρωσία. Γι’ αυτό, κρίνεται αναγκαίο να επενδύσουμε κι άλλο τόσο στις ελληνοαιγυπτιακές όσο και στις ελληνοϊσραηλινές σχέσεις.