
Δεν είναι τυχαίο, είμαι βέβαιος πλέον, ότι το υπουργείο Παιδείας πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες όσον αφορά την αντιμετώπιση της αριστερής βίας (δεν υπάρχει λόγος να μην τη λέμε με το όνομά της) στα πανεπιστήμια. Δεν είναι μια σειρά ατυχών συμπτώσεων όλα τα ανεφάρμοστα ημίμετρα που εισφέρει ως δήθεν λύσεις στον σχετικό δημόσιο διάλογο – διαγραφή έπειτα από καταδίκη για κακούργημα, διετή διαγραφή κ.λπ. Είναι φανερό ότι κάθε προσπάθεια εισαγωγής στα πανεπιστήμια κάποιου συστήματος ασφαλείας ή κυρώσεων εμποδίζεται πάντα από τους καθηγητές. Δεν υπάρχει περίπτωση το υπουργείο να συγκρουστεί μαζί τους ή με τους εκπαιδευτικούς του Δημοσίου εν γένει, οποιασδήποτε βαθμίδας, για τον απλό λόγο ότι επικεφαλής είναι μια εκπαιδευτικός και, υποθέτω, μέλος της ΟΛΜΕ.
Τη διάθεση με την οποία η ηγεσία του υπουργείου προσεγγίζει το γενικότερο πρόβλημα τάξης, δηλαδή της τήρησης των κανόνων, μας τη δείχνει η πρόσφατη εξέλιξη στη δικαστική υπόθεση της εκπαιδευτικού που ετέθη σε αργία. Η συγκεκριμένη εκπαιδευτικός τέθηκε σε αργία, επειδή όχι μόνο αρνήθηκε να περάσει τη διαδικασία της δήθεν αξιολόγησης (χωρίς συνέπειες, δήθεν είναι), αλλά εμπόδιζε και συναδέλφους της. Προσέφυγε στη Δικαιοσύνη για να ακυρώσει την ποινή της, αλλά την ημέρα της εκδίκασης της υπόθεσης το υπουργείο Παιδείας δεν έστειλε νομική εκπροσώπηση στο δικαστήριο. Δεν μπορούσαν, υποθέτω, να της στείλουν υπεράσπιση, γιατί θα ήταν σκάνδαλο. Οπότε, δεν έστειλαν πολιτική αγωγή. Το ίδιο είναι σχεδόν και έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να περάσει και απαρατήρητο. Εδώ δεν χωράνε τα καθιερωμένα τι, πώς, γιατί κ.λπ. Η πολιτική ηγεσία δεν ενδιαφέρθηκε όσο θα έπρεπε. Αν το θέμα την ενδιέφερε όσο ισχυρίζεται στις δημόσιες δηλώσεις της, θα ήταν από πάνω και θα το παρακολουθούσε. Αυτή η απουσία ενδιαφέροντος μας δίνει το μέτρο, με το οποίο μπορούμε να κρίνουμε την αξία των εξαγγελιών της υπουργού.
Το υπουργείο αντέδρασε στο κύμα των επικρίσεων που προκάλεσε η αβελτηρία, με μία ανακοίνωση πραγματικά αξιοθρήνητη. Αυτό που λέει είναι εξαιρετικά απλό και διατυπώνεται με πέντε λέξεις, τις εξής: δεν ξέρουμε πώς έγινε αυτό. Επειδή όμως η αλήθεια πέφτει βαριά στο στομάχι, η ανακοίνωση προσπαθεί να το εξουδετερώσει μέσω του ψευδοτεχνοκρατικού στόμφου. «Είναι αντικείμενο θεσμικής διερεύνησης», μας λένε! Προφανώς ντρέπονται να χρησιμοποιήσουν τον παντελώς απαξιωμένο όρο «ΕΔΕ», επειδή όποτε ακούει ο κόσμος για ΕΔΕ καγχάζει.
Η ψοφοδεής στάση του υπουργείου έναντι των εκπαιδευτικών τεκμηριώνεται από πολλά, ξεχωρίζω όμως μία συνέντευξη που έδωσε την περασμένη Δευτέρα ο υφυπουργός Παιδείας, σχετικά με τα μέτρα ασφαλείας στα πανεπιστήμια. Εξήγησε ο άνθρωπος ότι το υπουργείο έδωσε στα ιδρύματα τα απαραίτητα για το έργο ποσά, όμως «μόνο κάποια έβαλαν τα συστήματα» τόνισε, αφήνοντας να εννοηθεί ότι τα περισσότερα ΑΕΙ πήραν τα λεφτά και τα δαπάνησαν αλλού. Συνέχισε με μια επανάληψη των γνωστών υποσχέσεων, επανέφερε την αόριστη και εξόχως διακριτική, σχεδόν υπαινικτική, απειλή ότι όσα ιδρύματα δεν συμμορφωθούν κάτι θα πάθουν, που δεν θα τους αρέσει, και κατέληξε με το μοναδικό πετυχημένο αστείο του, γιατί όλες οι προηγούμενες προσπάθειες ήταν για κλάματα: «Ξεκάθαρα πράγματα», είπε ανεβάζοντας λίγο την ένταση, με τον τόνο αποφασιστικότητας, και εμένα με πιάσανε τα γέλια. Πόσο ξεκάθαρα, βρε κακόμοιρε, όταν δεν τολμάς όχι να καταγγείλεις, αλλά ούτε καν να κατονομάσεις τα ΑΕΙ που σας κοροϊδέψανε; Διότι έτσι το λέμε, όταν χρηματοδοτείσαι για ένα συγκεκριμένο έργο κι εσύ τρως τα λεφτά σε διαφορετικές δραστηριότητες: απάτη ή, επιεικώς, κοροϊδία. Ξεκάθαρα πράγματα, όπως θα έλεγε ο υφυπουργός.
Αντιλαμβάνομαι, ωστόσο, ότι το θέμα έχει και την ενδοκυβερνητική διάστασή του. Ακούω, λ.χ., τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη να επαναλαμβάνει ξανά και ξανά στις συνεντεύξεις του ένα ερώτημα: «Οι διδάσκοντες γιατί εξυπηρετούνται από τη συντήρηση της κατάστασης αυτής;». Ελα ντε! Γιατί; Πολύ καλά κάνει ο κ. Χρυσοχοΐδης και επιμένει στο ερώτημα, σε αυτό βρίσκεται η ουσία του θέματος. Κουτός δεν είναι, ξέρει ότι απάντηση δεν πρόκειται να πάρει από τους συνομιλητές του. Το επαναλαμβάνει όμως, για να ακουστεί και στο υπουργείο Παιδείας. Εκεί απευθύνεται η απορία του κ. Χρυσοχοΐδη…