Αποπληρωμή δανείων πρώτου Μνημονίου

Το σχέδιο της πρόωρης αποπληρωμής ακριβών δανείων ύψους 31,6 δισ. ευρώ έως το 2031 ενεργοποιεί η Αθήνα, μειώνοντας ακόμη πιο «επιθετικά» το δημόσιο χρέος και ενισχύοντας τη βιωσιμότητά του. Πρόκειται για αποπληρωμές που αφορούν τα δάνεια του πρώτου Μνημονίου, ώστε το εν λόγω δάνειο να αποπληρωθεί πλήρως στα επόμενα έξι χρόνια, έως το 2031, αντί του αρχικού πλάνου για το 2041.

Ηδη, το Ελληνικό Δημόσιο προεξόφλησε και αποπλήρωσε πλήρως τα δάνεια του ΔΝΤ, ενώ από τα διμερή δάνεια του πρώτου Μνημονίου (GLF), αρχικού ύψους 52,9 δισ. ευρώ, έχει αποπληρώσει ποσό 21,3 δισ. ευρώ και υπολείπονται 31,6 δισ. ευρώ. Τον Δεκέμβριο, το Ελληνικό Δημόσιο θα προβεί σε περαιτέρω πρόωρη αποπληρωμή του μνημονιακού δανείου, ύψους τουλάχιστον 5,29 δισ. ευρώ, με το ποσό αυτό να αφορά τις λήξεις από το 2033 έως και το 2041. Για τις πρόωρες αποπληρωμές θα αξιοποιηθούν τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας, τα οποία μαζί με το «μαξιλάρι» που δημιουργήθηκε με το τρίτο Μνημόνιο, ανέρχονται με όρους γενικής κυβέρνησης στο ποσό πλέον των 44 δισ. ευρώ.

Τα βήματα για την πρόωρη αποπληρωμή των ακριβών διμερών δανείων του πρώτου Μνημονίου βρέθηκαν στο επίκεντρο της χθεσινής συνάντησης του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκου Πιερρακάκη και του γενικού διευθυντή του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), Δημήτρη Τσάκωνα.

Λιγότερα βάρη

«Το να μειώνει κανείς το χρέος του σημαίνει περισσότερη ελευθερία για τον τόπο, σημαίνει περισσότερες οικονομικές ευκαιρίες για τη χώρα. Σημαίνει να έχεις λιγότερα βάρη για το μέλλον και να μπορείς να αναπτύσσεσαι καλύτερα. Σημαίνει να έχεις μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα μάτια των αγορών» υπογράμμισε ο Κυριάκος Πιερρακάκης.

Αναφερόμενος την πρόωρη αποπληρωμή των μνημονιακών δανείων ο υπουργός σημείωσε ότι «με τέτοιου τύπου ενέργειες, πλέον απονευρώνουμε, απομειώνουμε έναν κίνδυνο ο οποίος υπήρχε. Και ποιος ήταν αυτός; Από το 2032 και μετά να πιεστεί η χώρα ως προς την αποπληρωμή του χρέους λόγω αυξημένου κόστους εξυπηρέτησης.

Ο κίνδυνος αυτός δεν υπάρχει πια. Και εμείς, ως κυβέρνηση, είμαστε σε θέση να ισχυριστούμε ότι δεν θα κάνουμε αυτό το οποίο συνέβη κατά το παρελθόν. Ποιο; Να περάσουμε το κόστος, να περάσουμε τον λογαριασμό στους επόμενους, στην επόμενη γενιά».

Η χώρα, το 2029 δεν θα είναι η πιο χρεωμένη χώρα στην Ευρώπη, προβλέπει ο υπουργός, καθώς το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο, με καλύτερες προοπτικές από άλλες χώρες της ευρωζώνης, ενώ έχει καλύτερους όρους εξυπηρέτησης σε σχέση με το γερμανικό αλλά και άλλων κρατών-μελών, καθώς εξυπηρετείται με κόστος 1,73%.

Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, με την κίνηση της πρόωρης αποπληρωμής των δανείων του πρώτου Μνημονίου το Ελληνικό Δημόσιο περνάει ένα μήνυμα περαιτέρω διασφάλισης στους θεσμούς, στους οίκους αξιολόγησης, αλλά κυρίως στη διεθνή επενδυτική κοινότητα ότι κινείται με προνοητικότητα και διορατικότητα, έγκαιρα και σε ασφαλή χρόνο, προκειμένου να μειώσει ακόμη περαιτέρω τις ήδη μειωμένες ετήσιες μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες του και μετά το 2032.

Με βάση τα στοιχεία τέλους 2024, το ύψος του δημόσιου χρέους ανέρχεται σε 364,8 δισ. ευρώ με ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης 1,73%.

Ενα ομόλογο

Οπως εξηγεί κορυφαίο στέλεχος του οικονομικού επιτελείου, το ελληνικό δημόσιο χρέος σε όρους χαρτοφυλακίου αναφοράς (benchmark portfolio), επί της ουσίας προσομοιάζει με ένα ομόλογο, το οποίο θα πρέπει να αποπληρωθεί εφάπαξ έπειτα από περίπου 19 έτη, που δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο αγοράς (επιτοκιακό, συναλλαγματικό, κ.λπ.) με σταθερό και προβλέψιμο κόστος εξυπηρέτησης για όλη τη διάρκεια μέχρι τη λήξη του, της τάξεως του 1,73%.

Αν σήμερα, η πλέον αξιόχρεη χώρα της ευρωζώνης Γερμανία επιθυμούσε να προβεί σε δανεισμό διάρκειας 19 ετών (όσο δηλαδή η μέση σταθμική διάρκεια του ελληνικού χρέους), το κόστος δανεισμού της θα ανερχόταν σε 2,93%, δηλαδή 1,20% υψηλότερο από το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού δημόσιου χρέους. Την ίδια στιγμή θα έπρεπε να αναχρηματοδοτήσει το σύνολο του χρέους της σε λιγότερο από τον μισό χρόνο από αυτόν της Ελλάδας, αφού η μέση σταθμική φυσική διάρκεια του γερμανικού δημόσιου χρέους είναι περίπου 8 έτη (έναντι περίπου 19 έτη του ελληνικού) με μεγάλο κίνδυνο για μελλοντικό αυξημένο κόστος νέου δανεισμού – άρα εξυπηρέτησης – σε ένα εξαιρετικά ασταθές περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων. Τον ίδιο κίνδυνο αντιμετωπίζει και το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών αφού συνολικά έχουν μέση σταθμική φυσική διάρκεια χρέους περίπου 8½ έτη.