Παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης να παρουσιάσει την απόφαση για παραπομπή του πρώην υπουργού Κώστα Καραμανλή για ένα πλημμέλημα σε σχέση με την τραγωδία των Τεμπών ως τομή και ένδειξη μιας ανταπόκρισης στο αίτημα της κοινωνίας για λογοδοσία, εύλογα θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι έχουμε να κάνουμε με μια κίνηση που παραπέμπει στην αντίθετη κατεύθυνση. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την επιλογή να προκριθεί μια πλημμεληματικού χαρακτήρα κατηγορία, αντί για το κακούργημα το οποίο προτείνει η αντιπολίτευση με βάση τις δικές της προτάσεις. Ούτε μόνο με το γεγονός ότι φαίνεται ότι η κυβερνητική πλειοψηφία της προανακριτικής θα προκρίνει μια τακτική παραπομπής στη δικαιοσύνη κατ’ αναλογία με την περίπτωση Τριαντόπουλου. Κυρίως έχει να κάνει με το ότι η κυβέρνηση δεν θέλει να αναλάβει την ευθύνη που της αναλογεί.
Γιατί παρότι η κυβέρνηση επιμένει σε έναν διαχωρισμό ποινικής και πολιτικής ευθύνης, για να δείξει ότι η ποινική παραπομπή δεν καλύπτει το ζήτημα της ευθύνης, στην πράξη η υποβάθμιση της ποινικής ευθύνης φαντάζει συνώνυμη της άρνησης και της ουσιώδους πολιτικής ευθύνης. Για να το πούμε πιο απλά: όντως η ποινική ευθύνη είναι μερικότερη της πολιτικής, καθώς είναι εξατομικευμένη και επιτρέπει σε ένα κόμμα διακυβέρνησης να πει «έφταιγε ο υπουργός» και όχι η ίδια η κυβέρνηση και η πολιτική της. Μόνο που όταν η κυβέρνηση αρνείται ή υποβαθμίζει την άμεση ποινική ευθύνη των υπουργών της, αυτό το οποίο λέει είναι ότι αποποιείται και των πολιτικών ευθυνών της.
Και αυτό γιατί ούτε πολιτική ευθύνη έχει αναλάβει η κυβέρνηση, επί της ουσίας.
Γιατί μια τέτοια ανάληψη ευθύνης θα σήμαινε την ομολογία ότι μια ολόκληρη στρατηγική ιδιωτικοποίησης των συγκοινωνιακών υποδομών – που δεν την ξεκίνησε βέβαια αυτή η κυβέρνηση, αλλά κατεξοχήν την έχει θεμιτοποιήσει ιδεολογικά – ενέχει πραγματικούς κινδύνους για την ασφάλεια των συγκοινωνιών και άρα χρειάζεται αντιστροφή της. Θα σήμαινε την παραδοχή ότι ένα μεγάλο μέρος των έργων υποδομών έγιναν με κριτήριο την απορροφησιμότητα και όχι την αποτελεσματικότητα. Θα σήμαινε την αναγνώριση ότι αυτό που προβλήθηκε ως «επιτελικό κράτος», δεν μπόρεσε να αποτρέψει μια ακολουθία προβλημάτων και δυσλειτουργιών που οδήγησαν στο να κινούνται δύο τρένα στην ίδια γραμμή σε αντίθετη κατεύθυνση στα τυφλά και που προφανώς δεν μπορούν να αποδοθούν σε «ανθρώπινο λάθος», ιδίως εάν θυμηθούμε ότι ασφάλεια υποδομών δεν είναι η απουσία ανθρωπίνων σφαλμάτων, αλλά η εξασφάλιση ότι υπάρχουν ασφαλιστικές δικλίδες και διαδικασίες που εξασφαλίζουν ότι το λάθος δεν μετατρέπεται σε τραγωδία.
Προφανώς μια τέτοια σειρά παραδοχών δεν θα συνιστούσε μόνο πραγματική ανάληψη ευθύνης. Θα ισοδυναμούσε και με την αναγνώριση μιας βαθύτερης και συνολικότερης πολιτικής αποτυχίας του ίδιου του υποδείγματος πολιτικής πάνω στο οποίο βασίζεται σήμερα η κυβέρνηση και το οποίο δεν έχει διάθεση να εγκαταλείψει.
Ακόμη και εάν αυτό απλώς βαθαίνει ακόμη περισσότερο το ρήγμα με την κοινωνία.