Από τα ηχεία ακουγόταν Hardcore, ξαφνικά έπεφτε ένα Ηπειρώτικο, μετά το γύριζε στην ηλεκτροπόπ, ύστερα πέταγε έναν γερόλυκο Ντίλαν, έπεφτε στους The Prodigy, Παπάζογλου, Massive Attack, μετά Πεντοζάλη. Παραζάλη. Δίπλα μου ο Γ.Λ. σημαντικός παλαιός αριστερός (διανοούμενος, εκδότης και ποιητής), παραπάταγε. «Τι θέλουν να πουν;». Δεν μπορούσες να σταθείς σε μια κατάσταση. Ημασταν σε ένα Φεστιβάλ ή προεκλογική συγκέντρωση Αριστεράς, προς το τέλος της δεκαετίας του 2000. Είναι γεγονός ότι μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, η Αριστερά έψαχνε ενοποιητικό σχήμα. Πότε στην εργασιακή, πότε στη δικαιωματική πλατφόρμα, συχνά στη γενική διαμαρτυρία. Χωρίς να δομήσει συμμαχικά κοινωνικά συμφέροντα, ταλαντευόταν όχι μόνο ανάμεσα σε (ούτως ή άλλως υπό αναμόρφωση) κοινωνικές ομάδες, αλλά και σε πολιτικά ύφη.
Τα κόμματα μακροχρόνιας εξουσίας μπορούσαν ανενόχλητα να διορίζουν τα «δικά τους παιδιά» και συγχρόνως να στρατεύουν την Αριστερά για την υπεράσπισή τους.
Οι διορισμένοι «ορισμένου χρόνου», γίνονταν προεκλογικά «αορίστου χρόνου» και εν τέλει (σε επόμενη εκλογική αναμέτρηση) «μόνιμοι» και η Αριστερά κατήγγελλε μεν το ρουσφέτι, αλλά στη συνέχεια υπεράσπιζε το προϊόν του. Σε μια αντεστραμμένη αναλογία με τη Δεξιά, που διόριζε διογκώνοντας το κράτος το οποίο εν συνεχεία το κατήγγελλε ως μεγάλο και αίτιο χρεοκοπίας της χώρας.
Η διαφορά ήταν ότι η Αριστερά μιλούσε με (αμετάφραστες εκλογικά) κινητοποιήσεις και η Δεξιά με (εξόχως μεταφράσιμους εκλογικά) διορισμούς.
Η Σοβιετική Ενωση είναι γεγονός ότι πρόσφερε ένα βολικό κάλυμμα. Ηταν η «μάνα» για ένα μέρος της Αριστεράς ή η «κακιά μητριά» για το υπόλοιπο. Για όλους όμως ήταν η ηγεμονική έννοια που εξασφάλιζε ένα υποκατάστατο ιδεολογικής ταυτότητας.
Η υπεράσπιση ή η κριτική του Υπαρκτού (η απλή στοίχιση) κάλυπτε πολλά ιδεολογικά ελλείμματα. Βεβαίως, ο νέος εργαζόμενος, ο νέος προλετάριος (στους οποίους προσπαθούσε να απευθυνθεί η Αριστερά) είχε διαφορετικά στοιχεία ταξικής, πολιτισμικής αυτοαναγνώρισης, από τον παλαιό βιομηχανικό εργάτη με το μπουζόκλειδο στην κωλότσεπη.
Ο φίλος μου Γ.Λ., ο παλαιός αριστερός, τρέκλιζε στο ανέμπνευστο και αθροιστικό μείγμα ηλεκτροπόπ με Μπαγιαντέρα, γιατί έβλεπε με πανικό, την αναποφασιστικότητα (τον μουσικό πολιτικαντισμό) των ταγών djs του αριστερού πάρτι. Εβλεπε ότι δεν ήξεραν πού να οδηγήσουν το πράγμα.
Σε ποια διονυσιακή χαρά (σε ποια ακουστική πόζα) να κατοικήσουν.
Ετσι αποφάσισαν να είναι όλα. Εύκολο. Αντί να αποφασίσεις, στοιβάζεις.
Η Αριστερά σήμερα, υπό τις συνθήκες πίεσης και αυτοφθοράς, αυτά τα κουσούρια τα εμφανίζει πολλαπλασιασμένα. Μια βαθύτερη ταξική και πολιτιστική αναποφασιστικότητα, καταστρέφει κάθε φυσιογνωμικό προσδιορισμό. Τρέχει ασθμαίνουσα πίσω από κάθε στιγμιαία λαϊκή έξαρση (και οι άλλοι το ίδιο κάνουν, αλλά έχουν και το εξουσιαστικό μαχαίρι). Ψάχνει ηγεμονική έννοια, σχήμα (χώρα, φαινόμενο κ.λπ.). για να στοιχηθεί κάπως και να ησυχάσει, χωρίς ιδεολογικούς περισπασμούς. «Διαβάζει» δε παντού, ένα υποκείμενο κίνημα, που μπορεί να αναστήσει το γερασμένο σώμα της.
Με αυτή την επιπολαιότητα «διαβάζει» το Προσφυγικό, την πολιτιστική ιδιοπροσωπία, την εξωτερική πολιτική, την οικονομική κριτική. Δεν αγγίζει φαινόμενα π.χ. φονταμενταλιστικής νεοθρησκοληψίας, που εξελίσσονται σε δομημένη πολιτική διείσδυση, που εγκαθιστούν λογοκρισία και πολιτιστικό αυταρχισμό, που αποσταθεροποιούν, δύσκολα κατακτημένες λειτουργίες της δημοκρατίας, της ανεξιθρησκίας και της διανοητικής και αισθητικής ελευθερίας. Μπορεί να αλλάζει συνεχώς βλέμμα, χάνοντας την ιστορική κριτική της ποιότητα, μέσα σε μια θάλασσα περιστασιακών αντιπράξεων.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι ζωγράφος και καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ