Βία στα ΑΕΙ: κανόνες χωρίς εμπιστοσύνη δεν ριζώνουν

Η πρόσφατη ένταση στα ελληνικά πανεπιστήμια επανέφερε στο προσκήνιο την παλιά συζήτηση για «νόμο και τάξη» στον ακαδημαϊκό χώρο. Ωστόσο, κάθε νομοθετική πρωτοβουλία οφείλει να σταθμίζει δύο μεταβλητές: την ευαίσθητη φύση της φοιτητικής εμπειρίας – οι φοιτητές αποτελούν κινητήριους μοχλούς κοινωνικής αλλαγής – και τη βαθιά ριζωμένη κουλτούρα ελευθερίας που έχει διαμορφωθεί επί δεκαετίες μέσα στην πανεπιστημιακή κοινότητα.

Ο διαχρονικός καταιγισμός ρυθμίσεων στην Ελλάδα, αντί να περιορίσει τα φαινόμενα βίας, συχνά καλλιεργεί προσδοκίες που μένουν μετέωρες. Ούτε το διεθνές παράδειγμα μας καθησυχάζει: μόλις τον Μάρτιο του 2025, διαδηλώσεις στο UCLA κατέληξαν σε σφοδρά επεισόδια και σοβαρούς τραυματισμούς. Οι φοιτητές κατέφυγαν στη Δικαιοσύνη, καταγγέλλοντας υπέρμετρη αστυνομική βία και ανεπαρκή πρόληψη από τις πρυτανικές Αρχές. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει πόσο ισχυρή και, ταυτόχρονα, ευάλωτη μπορεί να γίνει η νεανική ορμή.

Οι νέοι, με φιλοτιμία και υψηλές προσδοκίες ‒ «ὀξεῖαι γὰρ αἱ βουλήσεις [αὐτῶν] καὶ οὐ µεγάλαι» κατά τον Αριστοτέλη («Ρητορική» 1389a5) ‒, αποτελούν πλεονέκτημα κάθε δημοκρατίας, όχι παθολογία της. Η πρόκληση δεν είναι να «σβήσουμε το πάθος», αλλά να το οδηγήσουμε μέσα σε όρια θεμιτής κοινωνικής δράσης. Οι μεμονωμένες υπερβάσεις δεν θα είχαν πρόσφορο έδαφος αν δεν αναπαράγονταν ιδεολογικά σχήματα περασμένων δεκαετιών. Ο παραδοσιακός αντικρατισμός είχε λογική, όταν το κράτος ήταν συγκεντρωτικό ή ασφυκτικά παρεμβατικό. Σήμερα, με ένα κράτος πολλαπλών κέντρων λήψης αποφάσεων και ισχυρού ελέγχου διαφάνειας, η αυτόματη δαιμονοποίησή του καθίσταται αναχρονισμός. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η νοοτροπία καλλιεργεί δυσπιστία απέναντι σε κάθε πρόταση ασφάλειας, ακόμη κι όταν πρόκειται για ελάχιστους, στοιχειώδεις κανόνες.

Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι σημαντική μερίδα επεισοδίων πυροδοτείται από άτομα χωρίς ακαδημαϊκή ιδιότητα, που εργαλειοποιούν το campus ως ουδέτερη ζώνη για παραβατικές και συχνά εγκληματικές πρακτικές. Το φαινόμενο είναι εντονότερο σε μεγάλες πανεπιστημιουπόλεις, όπου τα ανοιχτά όρια ευνοούν τη διείσδυση οργανωμένων ομάδων.

Η στασιμότητα εξηγείται από τρεις εσωτερικούς παράγοντες: (α) διοικητική νωχελικότητα – οι πρυτανικές Αρχές συχνά αυτοπεριορίζονται στον ρόλο διαμεσολαβητή, (β) διεκπεραιωτική λογική – προτεραιότητα γίνεται η διαχείριση της κρίσης, όχι η πρόληψη, (γ) ιδεοληψίες ένθεν κακείθεν, που άλλοτε εκδηλώνονται ως καχυποψία των πρυτανικών Αρχών απέναντι σε κάθε φοιτητική διεκδίκηση και άλλοτε μεταφράζουν κάθε μέτρο φύλαξης ως πρόπλασμα αυταρχισμού. Η θεραπεία προϋποθέτει πλαίσιο ασφαλείας με κοινωνική αποδοχή. Λύση δεν αποτελούν ούτε η ανοχή στη βία ούτε μηχανισμοί εκδικητικής τιμωρίας. Θα μπορούσαν να ληφθούν μέτρα, όπως διακριτική περιμετρική οριοθέτηση με ζώνες πρασίνου που καναλιζάρουν την κίνηση, κάμερες σε ζώνες υψηλού κινδύνου και με διαφανή πρωτόκολλα διαχείρισης δεδομένων, άοπλο αλλά ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό ασφαλείας σε ζητήματα νεανικού ακτιβισμού, ψηφιακές κάρτες εισόδου σε κτίρια έρευνας, αφήνοντας τους ανοιχτούς χώρους απρόσκοπτους, μεικτά Συμβούλια Συμμετοχικής Ασφάλειας (φοιτητές – διδάσκοντες – φύλαξη) που δημοσιοποιούν δείκτες παραβατικότητας και, για ελαφρές παραβάσεις, «restorative circles» αποκαταστατικής δικαιοσύνης που εκπαιδεύουν αντί να στιγματίζουν. Ετσι, η ασφάλεια γίνεται συλλογικό συμβόλαιο, όχι εξωτερικός καταναγκασμός.

Το πανεπιστήμιο ‒ κατεξοχήν εργαστήρι ιδεών ‒ οφείλει να είναι ταυτόχρονα ελεύθερο και ασφαλές. Αν η δημοκρατία φοβάται τη νεολαία, ασθενεί. Aν η νεολαία φοβάται τον χώρο μάθησης, ακρωτηριάζεται. Μόνον έτσι αποδεικνύουμε στην πράξη ότι τα όρια υπάρχουν για να προφυλάσσουν την ελευθερία, όχι για να την περιστέλλουν.

Ο δρ Αναστάσιος Παυλόπουλος είναι δικηγόρος – Adjunct Lecturer/Public Law