
Ας ξεκινήσουμε με μια εικόνα: τέλη της δεκαετίας του ’90, ένα γεμάτο ελληνικό γήπεδο, ο αέρας βαραίνει από ένταση. Το ματς έχει φτάσει στη ζώνη του λυκόφωτος, γύρω στο 80ό λεπτό. Ο Βασίλης Καραπιάλης, ο οργανωτής του Ολυμπιακού, παίρνει την μπάλα λίγο κάτω από τη σέντρα. Δύο σκληροτράχηλοι αμυντικοί τον πλησιάζουν, τα σώματά τους σφιγμένα, έτοιμοι για σύγκρουση. Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση του θα έψαχνε μια απλή πάσα στα πλάγια ή, πιο πιθανό, θα δεχόταν το βάρος ενός επώδυνου τάκλιν από μια εποχή που το VAR ήταν ακόμη ιδέα σε κάποιο συρτάρι. Αλλά ο Καραπιάλης δεν είναι οποιοσδήποτε.
Με μια κίνηση που μοιάζει να αψηφά τόσο τη βαρύτητα όσο και τη λογική, αφήνει την μπάλα να κυλήσει κάτω από το πέλμα του δεξιού του ποδιού, τραβώντας προς τα πίσω το αριστερό γόνατο με μια γωνία που κάνει τα πόδια του να μοιάζουν με καμπύλες μαθηματικής εξίσωσης. Ο πρώτος αμυντικός, μπερδεμένος σαν να προσπαθεί να λύσει έναν κύβο του Ρούμπικ, μέσα σε δύο δευτερόλεπτα, βγαίνει εκτός ισορροπίας. Ο δεύτερος επιχειρεί ένα τάκλιν – σωσίβιο αλλά ο Καραπιάλης έχει ήδη φύγει, αφήνοντας μια λεπτή λωρίδα χλοοτάπητα ανασηκωμένη σαν υπογραφή του στο γήπεδο.
Σε αυτή η φάση δεν βλέπουμε απλώς μερικές ωραίες ντρίμπλες ή μια επίδειξη τεχνικής. Υπάρχει κάτι πιο ουσιώδες. Είναι η πεμπτουσία του τρόπου με τον οποίο ο Βασίλης Καραπιάλης αντιλαμβανόταν το ποδόσφαιρο: έναν αργό, σχεδόν τελετουργικό χορό ενταγμένο σ’ ένα άθλημα που δοξάζει την ταχύτητα.
Αν ο Κριστιάνο Ρονάλντο είναι heavy metal και ο Μέσι είναι jazz αυτοσχεδιασμός, ο Καραπιάλης ήταν μια μελωδία κλασικής μουσικής
Σπάνιο
Για να καταλάβει κανείς τον Καραπιάλη, πρέπει πρώτα να αποδεχτεί το εξής: δεν ήταν γρήγορος. Αν τον έβαζες σε ένα σπριντ 100 μέτρων απέναντι σε έναν τερματοφύλακα της Γ’ Εθνικής, υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο να χάσει. Αλλά η ταχύτητα, όπως κάθε ποδοσφαιρικός ρομαντικός γνωρίζει, είναι υπερεκτιμημένη όταν το μυαλό σου δουλεύει πιο γρήγορα από το σώμα των αντιπάλων σου.
Ο Καραπιάλης ανήκε σε εκείνη τη σπάνια κατηγορία ποδοσφαιριστών που κινούνται μέσα στο παιχνίδι σαν να ελέγχουν τη ροή του χρόνου. Σαν να έχουν εγκατεστημένο ένα εσωτερικό λογισμικό που τους επιτρέπει να προβλέπουν τα πάντα πριν συμβούν. Δεν έτρεχε γρηγορότερα από τους άλλους, αλλά έφτανε πάντα πρώτος εκεί όπου έπρεπε να είναι.
Αυτή η ικανότητά του να παγώνει το παιχνίδι δεν ήταν προφανής στα μικρά του χρόνια. Οταν ξεκινούσε την καριέρα του στη Λάρισα, ως ένα λεπτεπίλεπτο παιδί με ατημέλητα μαλλιά και ύφος που πρόδιδε έναν περίεργο συνδυασμό αθωότητας και αυθάδειας, κανείς δεν φανταζόταν ότι θα εξελισσόταν σε έναν από τους πιο ντελικάτους μέσους στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Δεν ήταν μόνο η ντρίμπλα του και το στρατηγικό μυαλό του. Ηταν η τρομερή πάσα του και το (ακόμη πιο τρομερό) σουτ του
Άγγιγμα σαν χάδι
Ας μιλήσουμε για το στυλ του. Οχι με τους τετριμμένους όρους που χρησιμοποιούν οι τηλεοπτικοί σχολιαστές (π.χ. «οργανωτικός», «οραματιστής», «μπαλαδόρος»), αλλά με ακρίβεια: το πρώτο του άγγιγμα ήταν σαν χάδι. Η μπάλα κολλούσε στο πόδι του χωρίς εμφανή δύναμη, σαν να την είχε πείσει με κάποιον τρόπο να τον υπακούει. Οι πάσες του δεν ήταν ποτέ απλώς «πάσες». Είχαν σκέψη, πρόθεση, δομή. Ο Καραπιάλης δεν έδινε την μπάλα για να ξεφορτωθεί την ευθύνη – την παρέδιδε σαν σκηνοθέτης που δίνει οδηγίες σε ηθοποιούς.
Οι κινήσεις του δεν ήταν σπασμωδικές, ούτε εκρηκτικές. Τηρουμένων των αναλογιών, αν ο Κριστιάνο Ρονάλντο είναι heavy metal και ο Μέσι είναι jazz αυτοσχεδιασμός, ο Καραπιάλης ήταν ένα κομμάτι κλασικής μουσικής. Και, βέβαια, υπήρχε το σουτ του. Οχι το άγαρμπο, πανίσχυρο σουτ των παικτών που βασίζονται στη δύναμη, αλλά ένα σουτ που είχε την ακρίβεια μαθηματικής εξίσωσης και τη μελετημένη καμπύλη μιας μπάλας μπιλιάρδου που βρίσκει ακριβώς τη σωστή γωνία για να πέσει στην τρύπα.
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, η Ελλάδα τη δεκαετία του ‘90 δεν ήταν η χώρα που εκτιμούσε τέτοιου είδους παίκτες όσο θα έπρεπε. Το ελληνικό ποδόσφαιρο ήταν ιστορικά εμμονικό με τη σκληράδα, την ταχύτητα, το πάθος – όλα τα στοιχεία που κάνουν το άθλημα θεαματικό, αλλά όχι απαραίτητα όμορφο. Ο Καραπιάλης έμοιαζε λίγο εκτός τόπου και χρόνου, ένας μπαλαδόρος που θα ταίριαζε πιο πολύ στο σ’ ένα πρωτάθλημα της Ιταλίας ή της Ισπανίας. Ηταν μπροστά.
Στον Πειραιά
Ο Βασίλης Καραπιάλης ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα το 1982 στη Λάρισα, όταν ήταν μόλις 17 ετών. Σε μια εποχή που το ελληνικό ποδόσφαιρο έβλεπε με καχυποψία την τεχνική υπεροχή χωρίς μυϊκή δύναμη, ο νεαρός έμοιαζε με παιδί που μπήκε κατά λάθος σε αντρικό παιχνίδι. Και όμως, μέσα σε λίγα χρόνια, η ΑΕΛ χτίστηκε γύρω του. Με τον Γιάτσεκ Γκμοχ στον πάγκο και παίκτες – πυλώνες όπως ο Βουτυρίτσας, ο Ζιώγας και ο Μητσιμπόνας, ο Καραπιάλης αποτέλεσε τον καταλύτη σε ένα σύνολο που κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδας το 1985 και το πρωτάθλημα το 1988 – το πρώτο και μοναδικό για επαρχιακή ομάδα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Το γκολ του εναντίον του Πανσερραϊκού, όπου πέρασε το σύμπαν, θα μείνει στην ιστορία.
Το καλοκαίρι του 1991, ύστερα από 145 συμμετοχές και 29 γκολ με τη φανέλα της Λάρισας, ο Καραπιάλης μεταγράφηκε στον Ολυμπιακό. Η μετακίνησή του δεν ήταν απλώς αλλαγή ομάδας, ήταν ποδοσφαιρικό συμβάν. Ο Ολυμπιακός διψούσε για επιστροφή στην κορυφή και ο Καραπιάλης ήταν το χαμένο κομμάτι του παζλ. Στον Πειραιά, έγινε η ψυχή μιας ομάδας που έψαχνε την ταυτότητά της τη δεκαετία του ’90.
Αν και τα πρώτα χρόνια σφραγίστηκαν από αστάθεια και τίτλους που χάνονταν στο νήμα, από το 1997 ως το 2000, ο Ολυμπιακός κατέκτησε τέσσερα συνεχόμενα πρωταθλήματα με τον Καραπιάλη σε ρόλο μαέστρου. Σε 229 εμφανίσεις με τον Ολυμπιακό, πέτυχε 61 γκολ και άφησε στο διάβα του έναν μοναδικό θρύλο.
Από το 1997 ως το 2000 ο Ολυμπιακός κατέκτησε τέσσερα συνεχόμενα πρωταθλήματα με τον Καραπιάλη σε ρόλο μαέστρου. Σε 229 εμφανίσεις με τον Ολυμπιακό, πέτυχε 61 γκολ και άφησε πίσω του έναν μοναδικό θρύλο
Το μεγάλο «γιατί»
Αν υπάρχει ένα ερώτημα που αιωρείται όταν μιλάμε για τον Καραπιάλη, είναι το εξής: γιατί δεν αναφέρεται ποτέ στις μεγάλες λίστες των θρύλων του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου; Γιατί δεν έγινε ποτέ σύμβολο σε διεθνές επίπεδο;
Η απάντηση ίσως είναι πιο απλή απ’ όσο νομίζουμε. Ο Καραπιάλης δεν ήταν ποτέ τύπος που έκανε φασαρία. Δεν είχε το εμπορικό εκτόπισμα ενός Ζιντάν ή ενός Μπέκαμ. Δεν υπήρχε κανένα σκάνδαλο να τον ακολουθεί, καμία πομπώδης δήλωση, κανένας manager που να σπρώχνει το όνομά του σε μεταγραφικά σενάρια της Ρεάλ ή της Μίλαν. Ηταν απλώς ένας άνθρωπος που αγαπούσε να παίζει ποδόσφαιρο, και το έκανε με τρόπο που έκανε τους θεατές να ξεχνούν για λίγο τις κραυγές και τη βία του αθλήματος.
Κάπου, σε ένα παράλληλο σύμπαν, ο Καραπιάλης είναι ένας μεγάλος ευρωπαίος playmaker, με φανέλες Μπαρτσελόνα ή Γιουβέντους να κοσμούν τις συλλογές των φανατικών. Στο δικό μας σύμπαν, είναι κάτι σπανιότερο: ένας αθόρυβος μαέστρος που άφησε το σημάδι του όχι με τα πρωτοσέλιδα, αλλά με το υψηλής τεχνικής, αβίαστο, σχεδόν ποιητικό παιχνίδι του.