
Η ταχεία στρατιωτική ανάπτυξη της Ελλάδας δεν αποτελεί πλέον δευτερεύουσα ιστορία στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, αλλά είναι ένα κεντρικό θέμα.
Από την απόκτηση γαλλικών αεροσκαφών Rafale μέχρι τη διαπραγμάτευση αγορών F-35, η Αθήνα επενδύει σημαντικά στην άμυνα.
Οι κινήσεις αυτές, αντανακλούν μια νηφάλια αντίδραση στις μεταβαλλόμενες περιφερειακές δυναμικές και την ανάγκη για μακροπρόθεσμη στρατηγική σαφήνεια.
Στην καρδιά της αμυντικής στάσης της Ελλάδας βρίσκεται η τεταμένη σχέση της με την Τουρκία.
Ο στρατιωτικός εκσυγχρονισμός της Ελλάδας δεν αφορά την πρόκληση, αφορά την αποτροπή.
Αλλά τα όπλα από μόνα τους δεν εγγυώνται την ασφάλεια.
Χωρίς ένα καθοδηγητικό δόγμα που να ανταποκρίνεται στην απρόβλεπτη φύση του σύγχρονου πολέμου, αυτές οι επενδύσεις κινδυνεύουν να γίνουν διακοσμητικά εργαλεία σε μια πολύπλοκη σκακιέρα.
Η Ελλάδα, με στόχο την προστασία των θαλάσσιων αξιώσεών της και του οικονομικού της μέλλοντος, πρέπει να εξισορροπήσει την αποτροπή με τη διπλωματία.
Η ασφάλεια εδώ δεν αφορά μόνο τη στρατιωτική ισχύ, αφορά τη νομική υπόσταση, τον συντονισμό των συμμαχιών και την αξιοπιστία.
Προς τιμήν της, η Ελλάδα έχει ενισχύσει τους αμυντικούς δεσμούς της με βασικούς εταίρους όπως η Γαλλία, το Ισραήλ και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Αυτές οι σχέσεις ενισχύουν τη διαλειτουργικότητα του ΝΑΤΟ και καταδεικνύουν την αξία της Αθήνας σε μια ευρύτερη δυτική στρατηγική, ειδικά καθώς η αστάθεια αυξάνεται σε όλη τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή.
Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας τής δίνει τη δυνατότητα να χρησιμεύσει ως γέφυρα μεταξύ των αναδυόμενων αμυντικών φιλοδοξιών της Ευρώπης και των υφιστάμενων πλαισίων του ΝΑΤΟ.
Αυτό ευθυγραμμίζεται με την αναμενόμενη εδώ και καιρό στροφή της Ευρώπης προς μεγαλύτερη στρατηγική ευθύνη.
Η ΕΕ χτίζει σιγά σιγά την αμυντική της ταυτότητα, επενδύοντας από κοινού στην ασφάλεια και βελτιστοποιώντας τις προμήθειες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες το έχουν ενθαρρύνει αυτό, ελπίζοντας σε μεγαλύτερη κατανομή βαρών εντός της συμμαχίας.
Η ενεργός συμμετοχή της Ελλάδας της δίνει επιρροή, αλλά απαιτεί και συνέπεια.
Ωστόσο, αυτή η στρατιωτική ενίσχυση κινδυνεύει να αποτύχει αν δεν συνοδευτεί από έναν βαθύτερο μετασχηματισμό: μια επανάσταση στις στρατιωτικές υποθέσεις. Ωστόσο, ο σχεδιασμός της Ελλάδας παραμένει υπερβολικά επικεντρωμένος σε στατικά σενάρια, όπως η υπεράσπιση νησίδων ή η απόκρουση συμβατικών επιθέσεων. Αυτά είναι σημαντικά, αλλά αντανακλούν τη νοοτροπία του χθες.
Η πραγματική ετοιμότητα απαιτεί περισσότερα από σύγχρονα αεριωθούμενα ή φρεγάτες.
Απαιτεί συστήματα ακριβείας, ισχυρή διοίκηση και έλεγχο (C5I) και, το πιο σημαντικό, ευέλικτο δόγμα.
Η «Ατζέντα 2030» προσφέρει μια βάση, αλλά η χώρα χρειάζεται μια ενιαία εθνική στρατηγική, που να συνδέει τις επενδύσεις με τους στόχους και να οικοδομεί θεσμική ικανότητα παράλληλα με τους εξοπλισμούς.
Ο στρατιωτικός εκσυγχρονισμός δεν πρέπει να μετατραπεί σε στρατιωτικοποίηση.
Ούτε πρέπει να επιβαρύνει την εύθραυστη οικονομία της Ελλάδας ή να εμβαθύνει την περιφερειακή πόλωση.
Αντίθετα, ο στόχος πρέπει να είναι η έξυπνη άμυνα: ευέλικτη, προηγμένη και βασισμένη στη στρατηγική διορατικότητα.
Αν η Ελλάδα καταφέρει να συνδυάσει τις αμυντικές της δαπάνες με οραματικό σχεδιασμό και διπλωματική εμπιστοσύνη, μπορεί να διασφαλίσει κάτι περισσότερο από την κυριαρχία της.
Μπορεί να γίνει ακρογωνιαίος λίθος της σταθερότητας στην Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο σε μια ασταθή εποχή.
Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι υποναύαρχος ε.α. ΠΝ