
Μεγάλωσα ανάμεσα σε δυο κυκλαδίτικα νησιά, την Πάρο από τη μεριά του πατέρα μου και τη Σύρο από της μητέρας μου. Βέβαια, για να πω την αλήθεια (τώρα που έχουν πεθάνει και οι δύο και δεν θα έχουμε παρεξηγήσεις) εγώ Συριανή αισθάνομαι. Πανέμορφο νησί η Πάρος, αξίζει με τα χίλια την τουριστική ανάπτυξη που έχει αλλά στα μέσα της δεκαετίας του 1960, τότε που ξεκινούν οι αναμνήσεις μου, τα πλοία δεν έδεναν στο λιμάνι και βγαίναμε στη στεριά με βάρκες, ηλεκτρικό δε είχε μόνο η Παροικιά. Ενώ στη Σύρο υπήρχαν τρεις θερινοί κινηματογράφοι. Οπότε οι λίγες μέρες που πηγαίναμε στους παριανούς παππούδες, μου φαίνονταν κάπως σαν διαβολοβδομάδα που λένε στον στρατό.
Ενας άλλος λόγος που έκανε ενοχλητικές τις διακοπές στην Πάρο ήταν τα πανηγύρια. Στο χωριό του πατέρα μου είχε και Αγιο Παντελεήμονα και Αγία Μαρίνα. Οπότε, τον Ιούλιο που πηγαίναμε, αν δεν πέφταμε στη μια γιορτή, θα πέφταμε στην άλλη, ενίοτε δε και στις δύο. Θυμάμαι λοιπόν όλη τη νύχτα να μου τρυπάει το αφτί το «Λουλουδάκι του μπαξέ πως θα με πάρει μου ‘ταξε» (για πολλά χρόνια νόμιζα ότι ήταν μία λέξη, «μουταξέ» που, απλώς, δεν ήξερα τι σημαίνει) και έχωνα το κεφάλι μου κάτω από το μαξιλάρι, μέσα στο κακό το νεύρο, καθώς σκεφτόμουν ότι αν ήμουν στη Σύρο, θα έβλεπα το «Κορίτσια για φίλημα» και το «Ραντεβού στον αέρα». Διότι στη Σύρο δεν υπήρχαν τότε πανηγύρια. Δεν τα «επέτρεπε» η αστική παράδοση του νησιού. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 μάλιστα, ένα φιλικό μου ζευγάρι, που είχε ξεμείνει στο νησί τον Δεκαπενταύγουστο, αγάπησε τη Σύρο και την έκανε δεύτερη πατρίδα του όταν ρώτησε μια συριανή κυρία που γύριζε, σαν πλησίστια φρεγάδα, από το μπάνιο (με τα μπουρνούζια της, τις ομπρέλες της, τα μπιχλιμπίδια της) πού γίνεται πανηγύρι και εκείνη απάντησε απαξιωτικά «Σα θέτε πανηγύρια, να πάτε απέναντι», δείχνοντας αόριστα τη θάλασσα.
Δεν κατάλαβα πότε τα πανηγύρια έγιναν trendy. Πότε τα αγάπησαν οι millennials και η γενιά Ζ, πότε τα ενέταξαν στην κουλτούρα της διασκέδασής τους. Χρονικά, αυτή η μόδα ξεκίνησε πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια. Τότε που (λόγω Ολυμπιακών Αγώνων;) το ελληνικό φολκλόρ αποτίναξε τη γραφικότητά του και υιοθετήθηκε από τις γενιές που δεν το σνόμπαραν όπως το κάναμε εμείς, τότε που προσπαθούσαμε να καλλιεργήσουμε την ευρωπαϊκή μας ταυτότητα. Τότε που νησιά όπως η Ικαρία και αργότερα η Ανάφη έγιναν οι mainstream προορισμοί του εναλλακτικού τουρισμού (μοιάζει με αντίφαση αλλά ισχύει). Και κάπως έτσι τα πανηγύρια ξέφυγαν από τους μελετητές τους και τη μουσικολογική τους ανάλυση και έγιναν «κάρτα – αφίσα – κορνίζα». Εξού και ο πανικός πριν από λίγες εβδομάδες για το αν τελικά επιτρέπονται οι «χύμα» ψησταριές στους χώρους των πανηγυριών (να πω εδώ ότι θεωρώ τα πανηγυριώτικα σουβλάκια ύψιστη γκουρμεδιά).
Αναζήτηση πατρίδας
Καταλαβαίνω όμως πού οφείλεται το φαινόμενο των «μεταπανηγυριών». Οι γενιές που δεν πρόλαβαν, όπως εμείς, να χλευάσουν το «επιστροφή στις ρίζες», που δεν συνδύασαν τα κλαρίνα με τη χούντα, που οι γονείς τους αποξενώθηκαν από το χωριό τους για να μην τους θυμίζει την αγροτική τους καταγωγή, τα παιδιά της απόλυτης αστικοποίησης, αναζητούν πατρίδα. Οποια και όπως να ‘ναι.
Ετσι συγκροτήθηκε ένα σιωπηρό κίνημα που περιλαμβάνει πολλά. Και, εν πολλοίς, ασύνδετα. Την έκσταση με τα τραγούδια του Γιάννη Χαρούλη με τη βαριά κρητική προφορά, τα τσιπουράδικα, τα κορίτσια με τα φακιόλια στο κεφάλι, τα τ-σερτ με τις ντοπιολαλιές, τα μοτίβα από τους παλιούς τενεκέδες της φέτας που κάνουν να παραλληλούν οι γενιές που μεγάλωσαν με τυρί του τοστ, τα παλιομοδίτικα χασαπόχαρτα που έγιναν τσάντες και καπελάκια. Το περασμένο Σαββατοκύριακο το «Ρίζες φεστ» διοργάνωσε πανηγύρι στην Τεχνόπολη, το επόμενο θα είναι στη Θεσσαλονίκη. Ετσι αναβιώνει η αίσθηση του πανηγυριού. Διότι το αυθεντικό πανηγύρι, το hard core, ακολουθεί την εξέλιξη της υπόλοιπης Ελλάδας. Εγινε μπουζουξίδικο.