Γιώργος Ντράγκοβιτς: Αρχή και φινάλε

Στον αιώνα που συμπληρώνει φέτος ο Ολυμπιακός, υπάρχουν μορφές που δεν καταγράφηκαν απλώς στην ιστορία. Την έγραψαν. Με ιδρώτα, με αίμα, με άλματα που διέσχισαν το απίθανο. Αν ο ποδοσφαιρικός Ολυμπιακός έχει τις δικές του σημαίες, αν το μπάσκετ βάδισε στα χνάρια του ένδοξου παρελθόντος, τότε το βόλεϊ φτιάχτηκε πάνω στα χέρια, στα μπλοκ, στις κραυγές και στους πόντους του Γιώργου Ντράγκοβιτς.

Ο διαγώνιος του Θρύλου. Ο στρατηγός των μεγάλων βραδιών. Ο άνθρωπος που αν τον έβλεπες στο παρκέ, ήξερες πως κάτι σημαντικό συνέβαινε. Δεν μιλούσε πολύ. Μιλούσαν οι σφιγμένες γροθιές, το βύθισμα στο σέρβις, το σήκωμα του κορμιού πάνω από τα χέρια των αντιπάλων.

Ο Ολυμπιακός δεν χτίστηκε εν μία νυκτί. Αλλά το βόλεϊ του, αυτό το μεγαλοπρεπές, το ευρωπαϊκό, το παγκόσμιο, εκείνο που σάρωσε στα 90s και λύγισε με τον ήχο του το ΣΕΦ, αυτό άρχισε το 1987. Από το πλαστικό της Δραπετσώνας στο Εβερεστ της πετοσφαίρισης. Τότε που ένας ταλαντούχος αθλητής φόρεσε την ερυθρόλευκη και μπήκε σε μια μηχανή που έφτιαχνε μύθους.

Οσοι τον έζησαν και τον ζουν εντός και εκτός γηπέδων, μιλούν για την αστείρευτη ενέργειά του, την ένταση, τη θέληση που ξεχείλιζε και ξεχειλίζει ακόμη και σήμερα στα μάτια του

Η σπίθα και η φωτιά

Γεννημένος τον Οκτώβριο του 1968 μεγάλωσε και έμαθε το βόλεϊ στην Κοζάνη. Σε μια Ελλάδα που ακόμα δεν είχε ακούσει το όνομά του, ο Ντράγκοβιτς έμελλε να γίνει κομμάτι τής πιο ένδοξης περιόδου της ομάδας βόλεϊ του Ολυμπιακού. Πρώτη του ομάδα ο Εθνικός Κοζάνης με τον οποίο αγωνίστηκε στη Α’ Εθνική κατηγορία τη σεζόν 1986-1987. Τα χαρακτηριστικά του μοναδικά. Τον έφεραν αμέσως στον Πειραιά.

Φορώντας για πρώτη φορά την ερυθρόλευκη φανέλα το 1987, μόλις 19 ετών, μπήκε σε ένα οικοδόμημα που ήδη είχε βάσεις σταθερές, αλλά που χρειαζόταν τη σπίθα για να αναφλεγεί. Ο Ντράγκοβιτς δεν ήταν απλώς σπίθα. Ηταν πυρκαγιά δημιουργική, επιθετική, ασυγκράτητη.

Ενας διαγώνιος με το βλέμμα του κυνηγού και το χτύπημα του σφυριού – ακριβής, δυνατός, εκρηκτικός. Ανήκει στους αθλητές που γίνονται σημαία της ομάδας. Υπήρξε ηγετική μορφή για τους Ερυθρόλευκους και έγινε ο συνδετικός κρίκος δύο εποχών.

Για δεκαπέντε συνολικά σεζόν (1987-2001 και 2004-2005) υπήρξε το απόλυτο σύμβολο πίστης και αντοχής. Ηταν η ψυχή μιας ομάδας που δεν φοβόταν κανέναν, που κοιτούσε τους Ιταλούς στα μάτια, που έβγαινε στα ευρωπαϊκά παρκέ με την αύρα της αυτοπεποίθησης. Στο ενεργητικό του με τον Ολυμπιακό μέτρησε 11 Πρωταθλήματα, 8 Κύπελλα Ελλάδας, 1 Σούπερ Καπ και – πάνω από όλα – 2 ευρωπαϊκούς τίτλους, που άλλαξαν την ιστορία του συλλόγου και του ελληνικού βόλεϊ συνολικά.

Μαζί με τον Γιάννη Λάιο στο τιμόνι και τους Μιχάλη Τριανταφυλλίδη, Σάκη Μουστακίδη, Δημήτρη Καζάζη, Ανδρέα Θεοδωρίδη, Γιώργο Λυκούδη και άλλους θρύλους, ο Ντράγκοβιτς έγινε κορμός μιας ομάδας που άλλαξε τα πάντα στο ελληνικό βόλεϊ. Δεν κέρδιζαν απλώς. Κυριαρχούσαν. Από το 1987 έως το 1994, 8 σερί πρωταθλήματα – ρεκόρ ακατάρριπτο. Και μετά, ήρθαν οι μεγάλες μάχες της Ευρώπης.

Το 1992, στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο ηφαίστειο του Φαλήρου με την πανάκριβη Μεσατζέρο Ραβέννα, ο Ολυμπιακός σήκωσε το βλέμμα ψηλά, τόσο ψηλά όσο ποτέ ξανά. Παρά την ήττα, εκείνη η πορεία έμεινε αθάνατη. Ηταν η χρονιά που το όνομα «Ολυμπιακός» ακούστηκε σε όλο τον κόσμο. Μετά, τερμάτισαν τρίτοι στον κόσμο, στο Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων στο Τρεβίζο, νικώντας τη Μεσατζέρο με 3-0! Και ο ΠΣΑΤ τους βράβευσε ως την κορυφαία ελληνική ομάδα όλων των σπορ για το 1992. Ο Ντράγκοβιτς ήταν εκεί. Σημαία, αρχή και τέλος σε κάθε επίθεση.

Στον παγκόσμιο χάρτη

Ακολούθησαν άλλες 6 συνεχόμενες συμμετοχές σε Final Four ευρωπαϊκών διοργανώσεων – από το Πρωταθλητριών στο Κυπελλούχων. Ηταν μια ολόκληρη δεκαετία που ο Ολυμπιακός ζούσε μέσα στη φωτιά της κορυφής, και ο Γιώργος ήταν πάντα παρών. Με συνέπεια, με αυταπάρνηση, με ήθος. Το όνομά του έγινε ταυτόσημο με την ιδέα του πρωταθλητισμού και του Θρύλου. Και ύστερα ήρθε η νύχτα των νυχτών. 10 Μαρτίου 1996. ΣΕΦ. 18.000 ψυχές.

Ο Ολυμπιακός κερδίζει την Μπάγερ Βούπερταλ με 3-2 και κατακτά το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης, τον πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο στην ιστορία του συλλόγου, σε οποιοδήποτε άθλημα. Εκείνη η ομάδα έπαιξε με την καρδιά έξω απ’ τη φανέλα. Ο Ερνάντες, ο Σάντσες, ο Γκιούρδας, ο Τσακιρόπουλος, ο Μουστακίδης… και ο Ντράγκοβιτς, ο σταθερός βράχος, το θεμέλιο αυτής της επιτυχίας.

Εκείνη τη βραδιά δεν σήκωσε απλώς ένα Κύπελλο. Σήκωσε μια χώρα ολόκληρη. Ηταν η μέρα που ο Ολυμπιακός μπήκε για πάντα στον παγκόσμιο βολεϊκό χάρτη. Ηταν η μέρα που ο Ντράγκοβιτς δικαιώθηκε για κάθε μπλοκ, κάθε βουτιά, κάθε πόνο που έσφιξε τα δόντια και συνέχισε.

Ο Ολυμπιακός δεν σταμάτησε. Το 1996 συμμετείχε στο Σούπερ Καπ Ευρώπης στο Μόναχο, πρώτη και μοναδική ελληνική ομάδα με τέτοια τιμή. Και το 2005, στο ίδιο το ΣΕΦ, με τον Μάρκος Μιλίνκοβιτς πια αρχηγό, ο Θρύλος κατέκτησε το δεύτερό του ευρωπαϊκό, με τον Ντράγκοβιτς να έχει επιστρέψει, παρών, ήρεμος, όπως πάντα. Μια επιστροφή-τιμή. Μια τελευταία πράξη στο θεατρικό μεγαλείο που ήταν η καριέρα του.

Οταν οι εποχές άλλαζαν και το ρόστερ δεν είχε θέση γι’ αυτόν, ο Ντράγκοβιτς δεν φόρεσε ποτέ άλλη φανέλα ανταγωνιστικής ομάδας. Δεν μπήκε στον πειρασμό των προσφορών. Προτίμησε την ΑΕ Νικαίας

Θεμέλιος λίθος

Ο Ντράγκοβιτς ήταν φτιαγμένος για το μεγάλο λιμάνι. Στο παιχνίδι του δεν υπήρχε τίποτα περιττό. Κίνηση, έκρηξη, στόχος. Ηταν το τέλειο ταίρι για έναν σύλλογο που γαλουχείται με το σύνθημα «πρώτος και καλύτερος». Στον Ολυμπιακό που το κυρίαρχο στοιχείο είναι η δύναμη ο «Ντράγκο» συμπυκνώνει το DNA ενός αθλητή που δεν έπαιζε για να συμμετέχει, αλλά για να νικά.

Η παρουσία του, ήδη ανεξίτηλη. Στις φωτογραφίες των τίτλων. Στα πρόσωπα των νέων παιδιών που φορούν την ερυθρόλευκη φανέλα. Στις στιγμές που το ΣΕΦ, του Ρέντη, κάθε γήπεδο με τάραφλεξ αναστενάζει και ουρλιάζει. Είναι παρών σε κάθε άλμα, κάθε μπλοκ, κάθε μπαλιά. «Να γίνεις σαν τον Ντράγκοβιτς», λένε ακόμη και σήμερα στα παιδιά που αρχίζουν τώρα το βόλεϊ.

Στα εκατό χρόνια ιστορίας του Ολυμπιακού, κάθε θρυλική μορφή είναι και ένας λίθος θεμελιακός, μια φλόγα που έκαψε τις δυσκολίες, που ζέστανε τις ψυχές και φώτισε τον δρόμο των επόμενων. Στο πάνθεον αυτών των μορφών, εκεί όπου συναντιούνται οι αληθινοί πρωταθλητές, εκεί που το κόκκινο και το λευκό γίνονται τρόπαια, δόξες και τραγούδια, υπάρχει ένα όνομα που δεν λέγεται απλώς – τραγουδιέται από τις εξέδρες: Γιώργος Ντράγκοβιτς.

Δεν έπαιξε ποτέ για να φαίνεται. Επαιζε για να νικά. Ο Ντράγκοβιτς ήταν πάντα ο άνθρωπος των κρίσιμων στιγμών. Το τελευταίο χτύπημα. Ο σταυρός του αγώνα. Κι όμως, παρά τις προσωπικές του δάφνες, δεν έγινε ποτέ υπερόπτης. Ηταν πιστός. Οχι μόνο στον σύλλογο, αλλά στην ιδέα του συλλόγου. Οταν οι εποχές άλλαζαν και το ρόστερ δεν είχε θέση γι’ αυτόν, δεν φόρεσε ποτέ άλλη φανέλα ανταγωνιστικής ομάδας.

Δεν μπήκε στον πειρασμό των προσφορών. Προτίμησε την ΑΕ Νικαίας. Μια διαδρομή Πειραιάς – Νίκαια, με το τρόλεϊ της αξιοπρέπειας και της αγάπης για τα ιδανικά.

Σήμερα, καθώς ο Ολυμπιακός γιορτάζει 100 χρόνια ύπαρξης, ο Ντράγκοβιτς δεν είναι απλώς κομμάτι αυτής της εκατονταετίας. Είναι ένα από τα θεμέλιά της.

Οσοι τον έζησαν και τον ζουν εντός και εκτός γηπέδων, μιλούν για την αστείρευτη ενέργειά του, για την ένταση που κουβαλούσε, για τη θέληση που ξεχείλιζε  και ξεχειλίζει ακόμη και σήμερα στα μάτια του. Ενας αρχηγός χωρίς περιβραχιόνιο, που έκανε τους συμπαίκτες του καλύτερους μόνο με την παρουσία του. Για πολλούς είναι ο τοπ όλων των ελλήνων παικτών. Οχι μόνο γιατί πήρε τα πιο πολλά έπαθλα, αλλά και γιατί είχε τον αέρα, τη δύναμη και τη θέληση του νικητή και του τροπαιούχου. Κομμένος και ραμμένος για τον Ολυμπιακό. Ηταν, είναι και θα είναι το πρόσωπο της δύναμης. Το αποτύπωμα της αντοχής. Η ενσάρκωση της λέξης «Θρύλος».