Πρόκειται για ένα φαινόμενο που όσο και αν δεν συνειδητοποιείται ευρέως – δηλαδή εκτεταμένα στρώματα πληθυσμού να μπορούν, ενώ ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια τους και κυρίως εις επήκοον όλων, να το επισημάνουν – δεν παύουν οι επιπτώσεις του να είναι αυτές ακριβώς που θα ήταν αν όλοι μας διαμαρτυρόμασταν ταυτόχρονα, ή ακόμη και σιωπηρά αγανακτούσαμε, για λογαριασμό του ο καθένας, κάθε φορά – και είναι πάμπολλες – που συμβαίνει να διαπράττεται. Μιλάμε για το σύνολο – πιο σύνολο δεν γίνεται – των πολιτικών της χώρας, να μιλάνε χρησιμοποιώντας τις ίδιες ακριβώς λέξεις, όπως «καθαρότητα», «ειλικρίνεια», «σοβαρότητα», «αξιοπιστία», λέξεις με ένα τεράστιο ηθικό και επομένως και πολιτικό βάρος η καθεμιά τους και να μην μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, ακόμη και για ήσσονος σημασίας θέματα. Σε βαθμό μάλιστα που να γίνονται οι λέξεις αυτές, όπως ο καθένας τους προσπαθεί να μονοπωλήσει την ακεραιότητά τους για λογαριασμό του, προϋπόθεση ασυνεννοησίας, με αποτέλεσμα μια τόσο μεγάλη σύγχυση ώστε δικαιολογημένα μεταφερμένες σε πρακτικό επίπεδο να είναι σαν να ισχυρίζεται κανείς πως ενώ είπε τη λέξη «πιρούνι», εννοούσε τη λέξη «κουτάλι», ή η λέξη «αγρός» θα μπορούσε να σημαίνει μια άναρχη οικοδομικά περιοχή.
Βέβαια επειδή ακόμη και ο ολιγότερο νοήμων και ευαίσθητος πολιτικός, φαίνεται να αναγνωρίζει μέσα του το αναπόδεικτο τόσο κρίσιμο λέξεων χάρη στον τρόπο που με αυτόν τις χρησιμοποιεί, αλλά κυρίως για να δικαιολογήσει μια πιθανή ερώτηση πώς είναι δυνατόν να μην μπορεί να συνεννοηθεί με συναδέλφους του με τόσο κοινά – χάρη στις λέξεις που χρησιμοποιούν – αιτήματα, θα τον ακούσετε να προσθέτει κάτι που αν και πιστεύει ότι τον αθωώνει, τον εκθέτει ανεπανόρθωτα. Οταν λέει δηλαδή πως ό,τι λέει το πιστεύει απολύτως, αλλά είναι υποχρεωμένος να υπογραμμίσει την πίστη του αυτή ώστε να μην μπορεί κανείς να την αμφισβητήσει. Μοιάζει με τον άνθρωπο που ενώ έχει εγκληματήσει, προσέρχεται ο ίδιος ως μάρτυρας προκειμένου να υπερασπιστεί την αθωότητά του. Μια συμπεριφορά χαρακτηρισμένη με τον επιεικέστερο τρόπο ως ανακόλουθη που «κουμπώνει» όμως με μια πολύ επικινδυνοδέστερη πολιτικά παραχάραξη.
Λέει, αν όχι το σύνολο, ένας πολύ μεγάλος αριθμός πολιτικών πως «η κοινωνία του ζητάει επίμονα ξεκάθαρες και έντιμες προτάσεις για την υλική και ηθική της βελτίωση». Και ζητάει τις προτάσεις της αυτές να τις υλοποιήσουν άμεσα, χωρίς αναβολές. Και αναρωτιέται ακόμα και ο στοιχειωδώς πολιτικοποιημένος άνθρωπος: Πώς γίνεται μια κοινωνία να ζητάει και ταυτόχρονα να κρατάει τους πολιτικούς και τα κόμματα που τους αναθέτει την υλοποίηση «των ξεκάθαρων προτάσεών της» σε τόσο χαμηλά δημοσκοπικά επίπεδα ώστε να γίνεται σχεδόν αδύνατη η πραγματοποίηση οποιασδήποτε πρωτοβουλίας, έμπνευσης, σχεδίου ή οράματος; Επομένως επειδή δεν γίνεται να ζητάει κανείς οτιδήποτε και ταυτόχρονα να ορθώνει μια καταλυτική απαγόρευση ώστε αυτό που ζητάει να είναι αδύνατον να προκύψει, μήπως η απάντηση χρειάζεται να αναζητηθεί – αφού η κοινωνία δεν είναι ποτέ τόσο ανόητη ώστε να μπορεί να χρεωθεί μια τόσο εξόφθαλμη ανακολουθία – στη ρήση του Βολταίρου πως «Ολοι οι άνθρωποι στα λόγια μοιάζουν, στις πράξεις διαφέρουν», αντικαθιστώντας βέβαια τη λέξη «άνθρωποι» με τη λέξη «πολιτικοί»;