Δημήτρης Καπουράνης: «Ξέρω να διεκδικώ αλλά συχνά επιλέγω να παρατηρώ»

Η παράσταση του έργου του Σέρχιο Μπλάνκο «Μια άλλη Θήβα» σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, με τον Δημήτρη Καπουράνη και τον Θάνο Λέκκα, ήταν ένα θεατρικό «εισπρακτικό φαινόμενο». Κυρίως διότι προέκυψε μέσα από κάθε άλλο παρά εμπορικές συνθήκες. Ενας άγνωστος στην Ελλάδα συγγραφέας, ουδεμία αναφορά σε σύγχρονους μύθους, το δύσκολο θέμα της πατροκτονίας, δύο ηθοποιοί χωρίς πρωταγωνιστικού εκτοπίσματος «τηλεοπτική επιταγή», μακριά από κάθου είδους σταρ σύστεμ, ακόμη και από το λεγόμενο εναλλακτικό που, ειδικά τα τελευταία χρόνια, παράγει «πρώτα ονόματα», ένα σκηνικό – κλουβί, σχεδόν γυμνό.

Και κάπου εκεί, συντελείται ένα θεατρικό θαύμα, κάτι σαν «συνωμοσία» μεταξύ σκηνής και πλατείας. Ξεκίνησε από το Θέατρο του Νέου Κόσμου, χωρητικότητας 120 ατόμων, και, μετά τις πρώτες εβδομάδες, έγινε sold out έως το τέλος της σεζόν. Την επόμενη συνέχισε στο θέατρο Πόρτα με τις 300 θέσεις του να γεμίζουν σε κάθε παράσταση. Το περασμένο καλοκαίρι, η επιτυχία της περιοδείας ανά την Ελλάδα ήταν μια έκπληξη ακόμη και για τον παραγωγό της, Μίλτο Σωτηριάδη. Και τη φετινή σεζόν, τα sold out συνέχισαν στο Κνωσσός, χωρητικότητας 550 ατόμων, κάνοντας τη «Θήβα» talk of the town ακόμη και γι’ αυτούς που δεν είναι συστηματικοί θεατρικοί θεατές. Πλέον έχει φτάσει τα 120.000 εισιτήρια που θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο στην επικείμενη περιοδεία με τις τουλάχιστον σαράντα παραστάσεις.

Οι λόγοι της επιτυχίας πολλοί.

Η αμεσότητα της παράστασης που δεν παγιδεύεται από περίπλοκα σκηνοθετικά σχήματα (τις λεγόμενες «σκηνοθετίλες») και αφήνει να αναδειχθεί η ουσία του έργου. Το κείμενο που παρότι διηγείται μια πολύ συγκεκριμένη και μάλλον περιθωριακή ιστορία (ένα συγγραφέας και σκηνοθέτης, ο κύριος Σ., θέλει να ανεβάσει στο θέατρο την ιστορία μίας πατροκτονίας με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον νεαρό ισοβίτη πατροκτόνο, τον Μαρτίν, και όταν το υπουργείο Δικαιοσύνης ανακαλεί την αρχική άδεια, αρχίζει να δουλεύει τον ρόλο με τον Φεντερίκο, τον ηθοποιό που θα τον υποδυθεί), ανοίγει πόρτες για πολλές ερμηνείες, δημιουργεί προϋποθέσεις για ταυτίσεις, προσφέρει στον θεατή πολλές ακμές στις οποίες κρεμάει ο καθένας τα δικά του θέματα. Με δυο λόγια, συγκινεί όπως συγκινεί η ουσία της Τέχνης ακόμη και αν ο αποδέκτης της δεν συνειδητοποιεί τον ακριβή λόγο. Και βέβαια, η ερμηνεία των δύο ηθοποιών. Εξαιρετικός ο Θάνος Λέκκας στον ρόλο του συγγραφέα που λειτουργεί ως «καθρέφτης» για το κοινό αφού δύσκολα μπορεί να ταυτιστεί κάποιος με το αγρίμι, το «ξωτικό» που είναι ο πατροκτόνος. Ο Δημήτρης Καπουράνης, όμως, στον διπλό ρόλο του φυλακισμένου και του ηθοποιού, είναι μια αποκάλυψη που έχει κάμποσα χρόνια να συμβεί στο ελληνικό θέατρο. Ενα συναρπαστικό ταλέντο που καθηλώνει τον θεατή και, στο τέλος της παράστασης, μετουσιώνει τη συγκίνηση σε ενθουσιασμό. Αλλωστε γι’ αυτήν την ερμηνεία του που ήταν και ο πρώτος του ουσιαστικός ρόλος στο θέατρο, χάρισε στον 30χρονο ηθοποιό το περσινό βραβείο Χορν.

Ο ρόλος του Μαρτίν

Συναντηθήκαμε σε ένα από τα μαγαζιά του κέντρου και κάθισε, έστω και τυχαία, σε μια θέση που, με κάποιον τρόπο, τον προστάτευε από τα μάτια των υπόλοιπων πελατών, στα βλέμματα ωστόσο που τον αναγνώριζαν «απαντούσε» με ένα ευγενικό και συνεσταλμένο χαμόγελο. Και η κουβέντα μας άρχισε από το «ξεψάχνισμα» της παράστασης και του ρόλου του, κάτι που ο ίδιος φαίνεται ότι εξακολουθεί να κάνει σαν να είναι λίγες μέρες μετά την πρεμιέρα. «Εχει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίον οι θεατές συμπαθούν τον Μαρτίν. Και ίσως η συμπάθεια για έναν άνθρωπο που έχει σκοτώσει τον πατέρα του, που έχει εκδικηθεί δηλαδή, εμπεριέχει σε έναν βαθμό και ένα είδος ενοχής. Ακόμη και ο συγγραφέας, ως ρόλος, νομίζω ότι έχει ενοχές κατά πόσον εκμεταλλεύεται τον Μαρτίν χάρη της παράστασης που πρόκειται να ανεβάσει. Από την άλλη, εγώ είμαι πάνω στη σκηνή, δεν πολυκαταλαβαίνω αυτό που συμβαίνει στην πλατεία. Η μετουσίωση είναι υπόθεση και προνόμιο του θεατή». Και κάπως έτσι μου αναφέρει πως, όταν είδε την παράσταση «Mami» του Μάριο Μπανούσι, «ζήλεψε», σκεφτόταν πόσο πολύ θα ήθελε να συμμετείχε σε αυτήν τη δουλειά, «…αλλά αν έπαιζα, δεν θα είχα την ευτυχία να μπορώ να τη δω».

Του λέω για τον τρόπο που, προσωπικά, μετουσίωσα το έργο. Σαν μια ιστορία εξανθρωπισμού. Ενα αγρίμι με περιορισμένο λεξιλόγιο που όταν βλέπει να απλώνεται προς το μέρος του ένα χέρι, φτάνει, στο τέλος της παράστασης, να διαβάζει αποσπάσματα από τον Οιδίποδα. «Δεν ξέρω» μου λέει «ποιος από τους δύο, ο συγγραφέας ή ο Μαρτίν είναι, εξαρχής, περισσότερο άνθρωπος. Ποιος έχει, τελικά, περισσότερο ανάγκη τον άλλον; Και στο τέλος διαβάζει όντως Οιδίποδα ή, απλώς, ανακαλεί τις συναντήσεις του με αυτόν που του πρόσφερε αγάπη; Το έχω ξανακούσει αυτό περί εξανθρωπισμού, είναι σωστό και, όντως, ισχύει. Αλλά νομίζω ότι είναι η αστική ανάγνωση της ιστορίας».

Η τελευταία του φράση μου δίνει την αφορμή να τον ρωτήσω αν πιστεύει ότι ισχύει, όπως σε παλαιότερες εποχές, ο ταξικός διαχωρισμός. «Θα ήμουν αφελής αν δεν το πίστευα. Και θεωρώ ότι υπάρχει μια αντιληπτική απόσταση μεταξύ των τάξεων. Για παράδειγμα, ο τρόπος που αντιλαμβάνονται την αισθητική και την ηθική. Η εξίσωση αισθητικής και ηθικής είναι χαρακτηριστικό της αστικής τάξης. Μιλάω όμως ως καλλιτέχνης. Δεν είμαι ούτε κοινωνιολόγος ούτε πολιτικός ώστε να μιλήσω εμπεριστατωμένα για τέτοια θέματα».

Εξομολογήσεις

Μια παράσταση που αναμοχλεύει με τρόπο διακριτικό αλλά καίριο τον ψυχισμό του κοινού δεν μπορεί παρά να προκαλεί εξομολογήσεις. Τον ρωτάω αν του μιλούν κάποιοι θεατές για δικά τους βιώματα. «Ερχονται συχνά εισαγγελείς και κοινωνικοί λειτουργοί που μας λένε ότι ένιωσαν σαν να παρακολουθούσαν μια μέρα στη δουλειά τους. Οτι ο κύριος Σ. και ο Μαρτίν είναι πρόσωπα της επαγγελματικής τους καθημερινότητας. Κυρίως όμως έρχονται γυναίκες. Πολύ σπάνια άντρες, ή μάλλον, στρέιτ άνδρες. Εννοείται κάνουν και πολύ προσωπικές εκμυστηρεύσεις τις οποίες όμως δεν θα ήθελα να αναφέρω δημόσια». Παρ’ όλο που το έργο «παίζει» με το περιθώριο; «Ποιο έργο δεν «παίζει» με το περιθώριο; Αυτό όμως είναι το θέατρο».

Αναφερόμενοι στο περιθώριο, η κουβέντα, μοιραία, πάει σε αυτό το οποίο έχει βιώσει ο ίδιος ως παιδί μεταναστών από την Αλβανία που έφτασε από την πατρίδα του στα Χανιά της Κρήτης σε ηλικία τριών ετών. Συμφωνούμε ωστόσο ότι τέτοιες οι αναφορές από ταμπού που ήταν κάποτε, έχουν γίνει κλισέ. Ειδικά στο θέατρο όπου, σήμερα, καλλιτέχνες αλβανικής καταγωγής κάνουν σημαντική καριέρα. Ο ίδιος, άλλωστε, όπως μου λέει, έχει μιλήσει τόσο πολύ για την καταγωγή του ώστε πλέον θα ήθελε όλο αυτό να καταλαγιάσει εντός του. «Εννοείται ότι έχω νιώσει στο περιθώριο αλλά ξέρεις κάτι; Η μοναξιά αναρτά εντός μας πολλά θέματα του ασυνειδήτου. Αλλιώς δεν θα υπήρχαμε».

Στα Χανιά, ο Δημήτρης τέλειωσε το σχολείο και στη συνέχεια το Πολυτεχνείο. Πώς ένα παιδί στην επαρχία που μάλιστα έχει επιλέξει τις θετικές επιστήμες, ανακαλύπτει το ενδιαφέρον του για το θέατρο; «Πάντα υπήρχε στο μυαλό μου το θέατρο, πολύ πριν αρχίσω να βλέπω επαγγελματικές παραστάσεις. Ηταν μια διέξοδος, με ηρεμούσε, μου έδινε ζωτική δύναμη, με ενεργοποιούσε. Αλλά δεν ήξερα πώς γίνεσαι ηθοποιός. Δεν υπήρχε κάποιος στο σχολείο να μου μιλήσει για δραματικές σχολές. Ηταν η άγνοια, ένα είδος ντροπής, η αμηχανία για το πώς θα αντιδρούσαν οι γονείς μου».

Στα 22 του, ήρθε στην Αθήνα και ξεκίνησε τις θεατρικές του σπουδές στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Ηταν αυτό μια δεύτερη «μετανάστευση» που τον έκανε να αισθανθεί «επαρχιώτης στην Ομόνοια»; «Πάρα πολύ. Ημουν εντελώς χωριατόπουλο, φοβόμουν να περπατήσω το βράδυ, τους θαύμαζα όλους, ένιωθα πολύ ξενέρωτος, μου φαίνονταν όλοι τόσο κουλ, τόσο ωραίοι μέσα στο αστικό περιβάλλον. Αισθανόμουν εντελώς εκτός μόδας».

Αυτό τι του προκαλούσε; Παράπονο; Θυμό; Επιθυμία διεκδίκησης; «Τίποτα απ’ αυτά. Ξέρω να διεκδικώ αλλά αρκετά συχνά επιλέγω να είμαι παρατηρητής». Αμέσως μετά τη Σχολή, ήρθε ο τηλεοπτικός ρόλος του Αντώνη στα «Καλύτερά μας χρόνια». Ενας χαρακτήρας που αγάπησε το κοινό και έδωσε στον ίδιο την ευκαιρία να μελετήσει, μέσα από τα αρχεία της ΕΡΤ και τις εφημερίδες της εποχής, την περίοδο της χούντας και των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης. Ακολούθησε το «Ναυάγιο» στο Mega, η συμμετοχή του στην ταινία «Υπάρχω», ενώ η πιο πρόσφατη τηλεοπτική του εμφάνιση ήταν στο «Απαραίτητο φως», βασισμένο στο μυθιστόρημα της Ντορίνας Παπαλιού.

Το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Ιουνίου ο Δημήτρης Καπουράνης θα είναι ο Αίμωνας στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Ούλριχ Ράσε, που θα ανοίξει τα φετινά Επιδαύρια και θα παρουσιαστεί αποκλειστικά στο αργολικό θέατρο για τρεις ημέρες. «Ο Ράσε έχει τοποθετήσει τον πυρήνα έργου στο τραγικό πρόσωπο του Κρέοντα. Ο οποίος είναι μεν τύραννος αλλά από την άλλη είναι και κάποιος που προσπαθεί να θεραπεύσει το «πόλεμος όλων εναντίον όλων». Βέβαια αποτυγχάνει για ιδιοσυγκρασιακούς λόγους και έτσι αναδεικνύεται η Αντιγόνη ως, η μοναδική, νομίζω, γυναίκα στις αρχαίες τραγωδίες, που τολμά να σταθεί απέναντι στον νόμο. Είναι, ωστόσο, πολύ ενδιαφέρον να υποστηρίξεις την Αντιγόνη με κέντρο αφήγησης τον Κρέοντα».

Ψυχεδελικό ροκ

Από τον Δεκέμβριο του 2025, είκοσι πέντε σχεδόν χρόνια μετά τη μυθική παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή, ο Δημήτρης θα συμμετέχει στο «Καθαροί πια» της Σάρα Κέιν, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά. Ωστόσο, το θέατρο (για το οποίο μοιάζει να είναι πλασμένος) δεν είναι το μοναδικό πεδίο της καλλιτεχνικής του έκφρασης. Οι Cosmonuts, το συγκρότημα που έφτιαξε με φίλους του το 2012 στα Χανιά, είναι η μουσική του «οικογένεια», οι «συνταξιδιώτες» του σε ένα ταξίδι στο εναλλακτικό και ψυχεδελικό ροκ, από τους οποίους ποτέ δεν απομακρύνθηκε. Στις 9 Μαΐου μάλιστα θα εμφανιστούν στο Athens Music Week.

Λίγο πριν κλείσουμε την κουβέντα τον ρωτάω αν, τελικά, μια τόσο μεγάλη επιτυχία και αναγνώριση άμα τη εμφανίσει ανεβάζει πολύ ψηλά και πολύ απότομα τον πήχη και είναι, κατά κάποιον τρόπο, δεσμευτικό για τις επόμενες δουλειές του; «Αναρωτιέμαι καμιά φορά μήπως ό,τι κι αν κάνω από εδώ και πέρα μου φανεί αποτυχία σε σχέση με τη «Θήβα». Θέλω να πιστεύω πως όχι. Δεν ξέρω όμως, μπορεί και να συμβεί. Αλλά, αν συμβεί, κακώς θα συμβεί. Αυτό που έγινε με τη «Θήβα» είναι κάτι πολύ αναπάντεχο, κάτι πολύ σπάνιο που οφείλω να το απολαύσω όσο διαρκεί. Ωστόσο κάποια στιγμή πρέπει να κυκλώσει. Είναι πολύ ισχυρό το «φορτίο» της παράστασης και το κουβαλάω συνέχεια και παντού».