Δικαίωμα στην αξιοπρέπεια

Πριν από λίγες ημέρες η Εθνοσυνέλευση της Γαλλίας πέρασε νομοσχέδιο σχετικό με τη νομιμοποίηση της υποβοηθούμενης ευθανασίας και της ιατρικά υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. Σημαντικό για μία χώρα όπου η Καθολική Εκκλησία έχει πολύ βαθιά παράδοση. Γι’ αυτό και οι προϋποθέσεις του προς ψήφιση νόμου είναι πολύ αυστηρές, αναφέρεται μάλιστα και η ρητή έγκριση του ασθενή. Κι αν ο ασθενής δεν είναι σε θέση να δώσει έγκριση; Καταλαβαίνω ότι πρόκειται για πολύ λεπτά ζητήματα ηθικής, κατανοώ ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχει χαλαρότητα σε νόμους που μπορούν να οδηγήσουν κάποιους σε «νόμιμα» εγκλήματα και, συγχρόνως, προσπαθώ να διακρίνω πώς, σε αυτήν την περίπτωση, ισορροπεί η ηθική με την αξιοπρέπεια.

Υποτίθεται ότι στον δυτικό κόσμο έχουμε εξασφαλίσει διά νόμων την αξιοπρέπεια που δικαιούται να απολαμβάνει κάποιος στον εργασιακό χώρο, στο οικογενειακό και στο κοινωνικό περιβάλλον.

Και σφυρίζουμε αδιάφορα στο πόσο «αξιοπρεπής» δικαιούται να είναι κάποιος στον θάνατό του. Στο μέχρι πόσο μπορεί να τον εξαθλιώσει μια ανίατη ασθένεια, μια ανήκεστη βλάβη. Μιλάω από προσωπική πείρα αλλά μόνο αν βιώσεις κάποιες καταστάσεις μπορείς να τις αντιληφθείς σε όλες τους τις διαστάσεις.

Εζησα αυτό το κρυφτούλι με την αξιοπρέπεια επί δεκαεπτά συναπτά χρόνια.

Από το 2005 που αρρώστησε ο πατέρας μου με καρκίνο των οστών έως το 2022 που έσβησε η μητέρα μου. Και είδα δύο ανθρώπους που έζησαν όλη τους τη ζωή απολύτως αξιοπρεπείς, να λιώνουν μέσα σε μια συνθήκη σοκαριστικής αναξιοπρέπειας.

Το μυαλό του πατέρα μου που έως λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του ήταν ξυράφι, έγινε σουρωτήρι από τις μορφίνες. Ελεγε ακατάληπτα, γελούσε σαν χάχας, ο γιατρός μού εξηγούσε ότι ήταν ο μόνος τρόπος να μην πονάει, προσπαθούσα να καταλάβω ότι αυτό το «δεν αντέχω να τον βλέπω έτσι» ήταν εγωιστικό από μέρους μου. Με τη μητέρα μου τα πράγματα ήταν χειρότερα.

Μετά τον θάνατο του πατέρα μου άρχισε να βυθίζεται στην άνοια και στα επόμενα χρόνια κατέβηκε όλα τα σκαλοπάτια της σωματικής και πνευματικής εξαθλίωσης.

Η γυναίκα που όταν περπατούσε έτριζαν τα πεζοδρόμια, ήταν ένα κουβαράκι πάνω στο κρεβάτι που δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με το περιβάλλον, δεν μπορούσε να κινηθεί. Ελιωνε όσο πύκνωναν τα σκοτάδια του μυαλού της, το βλέμμα της δεν έβλεπε τίποτα, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό της είχε αρχίσει να λιώνει, ένα κουφάρι ήταν με μια καρδιά που δούλευε ακόμη.

Αλλά ποια είμαι εγώ ή η αδελφή μου που θα αποφασίζαμε για τις ζωές τους; Κι αν οι ίδιοι ήθελαν να ζήσουν έστω και λίγες μέρες παραπάνω παρότι οι γιατροί δεν έδιναν την παραμικρή ελπίδα; Ε, δεν ήθελαν. Το κατάλαβα από κάτι μισόλογα του πατέρα μου. Και από ένα βλέμμα της μάνας μου που κάποια στιγμή σαν να ζωντάνεψε και ήταν σαν να μου έδινε χαστούκι, σαν να μου έλεγε: «Δεν ντρέπεσαι που με άφησες να καταντήσω έτσι;».