Δύο Ελλάδες

Η μία Ελλάδα είναι γυναίκα, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Μια γυναίκα στη δυναμική ηλικία της, όμορφη, περιποιημένη, προσεγμένη. Και μητέρα. Θα μπορούσε να κάνει καριέρα στην τηλεόραση, να είναι «τρόφιμος» του «Big Brother», να είναι ινφλουένσερ και, έναντι υψηλής αμοιβής, να χτυπάει τα νυχάκια της σε συσκευασίες καλλυντικών και λοιπών προϊόντων. Η Γεωργία Τύρου όμως, διότι περί αυτής πρόκειται, βρέθηκε στην τραχιά πλευρά του μεροκάματου. Βιοπαλαίστρια, διότι πάλη με τη ζωή είναι να κουμαντάρεις ένα κυλικείο στην Πολυτεχνειούπολη – δεν φαντάζομαι ότι υπάρχουν πολλοί που θεωρούν μια τέτοια δουλειά επιλογή πολυτέλειας. Δύσκολα ωράρια, αγορανομίες, μεγάλη γκάμα προμηθευτών, πολλή προσωπική δουλειά και συνεχής «αξιολόγηση» από τους πελάτες. Που, λόγω σημείου, θα είναι νέοι, με πολλά άγχη, πολλά νεύρα και λίγα λεφτά – δεν είναι το ίδιο με το να έχει κοκτέιλ μπαρ στο Κολωνάκι. Δεν είναι το ίδιο και από πλευράς εισπράξεων – πόσο να χρεώσεις στους φοιτητές το τοστ ή το φραπέ, άντε το φρέντο;

Η Γεωργία μόλις είχε πάρει το μαγαζί. Είχε περάσει τις τελευταίες ημέρες καθαρίζοντάς το επιμελώς, τρίβοντας τις μουντζούρες από τα τζάμια του, είχε εκείνη την αγωνία του μαγαζάτορα πριν από την έναρξη λειτουργίας. Τότε μπούκαραν οι τραμπούκοι. Προσπάθησαν να κολλήσουν αφίσες στα τζάμια που είχε καθαρίσει. Και η Γεωργία σήκωσε το ανάστημά της απέναντι στη βία, την αυθαιρεσία, το μπάχαλο. Μια γυναίκα μόνη απέναντι στο «παρεάκι» μιας αφηρημένης επανάστασης. Η πράξη απέναντι στη θεωρία. Ακόμη και την κρατική που, χρόνια τώρα, συζητά το πρόβλημα της βίας στα πανεπιστήμια και το αντιμετωπίζει με παυσίπονα, όχι με θεραπεία. Σαν να κάνεις μασάζ σε σπασμένο πόδι για να «δέσει». Η Γεωργία στάθηκε μπροστά, απώθησε αυτούς που πήγαν να μαγαρίσουν το μαγαζί της, την «περιουσία» της, το βιος της. Και τη χαστούκισαν. Και βγήκε να το καταγγείλει. Στην τηλεόραση. Με το πρόσωπο στην κάμερα. Χωρίς να φοβάται την έκθεση και τα πιθανά αντίποινα.

Η άλλη Ελλάδα είναι άντρας, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Ενας άντρας 34 ετών που, σύμφωνα με μια κοινωνική ιδεολογία, η οποία μοιάζει να μην μπορεί να επεξεργαστεί την έννοια της προσωπικής ευθύνης, θεωρείται «ημιπιτσιρικάς». Σε αυτή την ηλικία είναι ακόμη φοιτητής. Στο μεταπτυχιακό. Γνώριμος στην Αστυνομία από παλαιότερη σύλληψή του λόγω της συμμετοχής του σε επεισόδια. Εχει τις ιδέες του και, προφανώς, είναι δικαίωμά του να τις υπερασπίζεται. Αυτό που δεν είναι δικαίωμά του είναι να θέλει να τις επιβάλει, ακόμη και με τη βία, στους άλλους ή να τραμπουκίζει όποιον δεν συμμετέχει στη διάδοσή τους. Θέλησε να κολλήσει αφίσες στο μαγαζί της Γεωργίας. Εκείνη αντιστάθηκε δυναμικά. Ηταν δικός της ο χώρος. Σε εκείνο το «Εχω πληρώσει» που ακούγεται στο βίντεο – ντοκουμέντο αποτυπώνεται, κατά τη γνώμη μου, ο αγώνας της να συγκεντρώσει το ποσό της εκμίσθωσης. Κι εκείνος της απαντάει με το ανατριχιαστικό, mansplaining το λένε στα σύγχρονα, «Μα κοίτα, είναι ωραίο, γιατί δεν σου αρέσει;». Μια φράση που θα μπορούσε να είναι ο πυρήνας του βιασμού της ελεύθερης βούλησης.

Στη Γεωργία συνέχισε να μην αρέσει. Και τη χαστούκισε. Και μετά πήγε και κρύφτηκε. Μέχρι να περάσει το Αυτόφωρο. Δημιουργώντας έτσι κατηγορητήριο και για τη φίλη στο σπίτι της οποίας κρύφτηκε αφού κατηγορείται και αυτή για υπόθαλψη εγκληματία.

Δύο ταχύτητες

Ο 34χρονος, που μάθαμε ότι κάνει και το διδακτορικό του, έρχεται από το παρελθόν. Από τη μόνη, ίσως, ρωγμή της Μεταπολίτευσης, εκεί όπου καλλιεργήθηκε το φρούτο της φοιτητικής παραβατικότητας στο όνομα μιας ψευδεπίγραφης ελευθερίας ως προς τη διακίνηση ιδεών. Εκεί όπου άρχισε ο διαχωρισμός της βίας σε «καλή» και «κακή».

Η Γεωργία όμως έρχεται από ένα ακόμη πιο μακρινό παρελθόν. Από εκείνες τις γενιές γυναικών που διεκδίκησαν τα δικαιώματά τους και που δεν πτοήθηκαν από χαστούκια που έπεφταν αβέρτα.