Εβραϊκός μουσουλμανικός κόσμος

Αραβίδα Εβραία, Παλαιστίνια Εβραία, Μουσουλμάνα Εβραία. Με αυτές τις φαινομενικά οξύμωρες διατυπώσεις περιγράφει σε διάφορα σημεία τον εαυτό της η Αριέλα Αΐσα Αζουλάι. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να ορίσει τόσο το ποια είναι όσο και το ποια θέλει να είναι, ή διεκδικεί να είναι. Τυπικά η Αζουλάι είναι Ισραηλινή. Γεννήθηκε στο Ισραήλ το 1962. Ο πατέρας της ήταν ένας Αλγερινός Εβραίος που το 1949 πήγε στο Ισραήλ και εκεί γνώρισε τη σύζυγό του, μια Σεφαραδίτισσα που οι γονείς της πήγαν στην Παλαιστίνη από τη Βουλγαρία. Ομως, κάποια στιγμή η Αζουλάι, που σήμερα είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Brown στις ΗΠΑ, αποφάσισε ότι δεν θέλει να διεκδικεί την ισραηλινή ταυτότητα, καθώς βλέπει το σημερινό Ισραήλ ως μια σιωνιστική αποικία. Στρατευμένη σε μια αποαποικιακή τοποθέτηση, η Αζουλάι εδώ και χρόνια επιδίδεται σε αυτό που ονομάζει «δυνητική ιστορία» (potential history), εντός της οποίας ιστορικό, αρχειακό, φωτογραφικό υλικό και άλλα ίχνη του παρελθόντος αντιμετωπίζονται ως αφετηρία για αφηγήσεις ανταγωνιστικές προς τις κυρίαρχες, με έμφαση στην προσπάθεια τα μουσεία και το ιστορικό αρχείο ευρύτερα να πουν μια ιστορία διαφορετική από αυτή του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας.

Σε αυτό το πνεύμα είναι γραμμένο το τελευταίο της βιβλίο, με τίτλο «The Jewelers of the Ummah. A Potential History of the Jewish Muslim World» (Οι κοσμηματοποιοί της Ούμα. Μια δυνητική ιστορία του Εβραϊκού Αραβικού Κόσμου), που κυκλοφόρησε πέρυσι από τις εκδόσεις Verso. Ο ίδιος ο τίτλος είναι παραπάνω από ενδεικτικός. Στον αραβικό κόσμο υπήρξε μια μεγάλη παράδοση Εβραίων κοσμηματοποιών, ενώ η Ούμα παραπέμπει στον ορισμό της κοινότητας στο Ισλάμ, που περιλάμβανε μια ιδιαίτερη θέση για τους «λαούς του Βιβλίου», δηλαδή τους Εβραίους και τους Χριστιανούς.

Αποικιοκρατικός σιωνισμός

Η βασική θέση της Αζουλάι είναι ότι η αποικιοκρατία και ο σιωνισμός, που τον αντιμετωπίζει ως αποικιοκρατική στρατηγική, διαμόρφωσαν μια συνθήκη όπου καταστράφηκε ένας ολόκληρος κόσμος και πολιτισμός που περιλάμβανε ένα πλήθος εβραϊκών παραδόσεων. Θεωρεί ότι έχουμε το παράδοξο αυτό που ιστορικά ορίστηκε ως χειραφέτηση των Εβραίων, από την απόδοση της ιδιότητας του πολίτη έως τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, να οδηγεί στην απώλεια των σύνθετων πολιτισμικών στοιχείων των εβραϊκών ταυτοτήτων. Κάτι που για την ίδια, που προσπαθεί να ανασυγκροτήσει τη δική της οικογενειακή ιστορία, αποτυπώθηκε σε αυτό που συνέβη με τους Εβραίους της Αλγερίας, όπως τον πατέρα της, που ήταν η γαλλική αποικιοκρατία (αυτή που στη διάρκεια της Κατοχής παράδωσε Εβραίους στα εργοστάσια θανάτου του Ολοκαυτώματος) που αποδίδοντας την ιδιότητα του «Ευρωπαίου» στους Εβραίους της Αλγερίας (που είχαν πολύ βαθιές ρίζες στην περιοχή) διαμόρφωσε το έδαφος ώστε η αποαποικιοποίηση να σημαίνει υποχρεωτικό εκπατρισμό των Εβραίων από την Αλγερία το 1962. Η Αζουλάι επιχειρεί να ανασυγκροτήσει αυτόν τον χαμένο και πλούσιο πολιτισμικά κόσμο μιας εβραϊκότητας που ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της Ούμα. Μόνο που δεν το κάνει με τον παραδοσιακό τρόπο της μονογραφίας. Το βιβλίο είναι οργανωμένο γύρω από μια σειρά από ανοιχτές επιστολές. Κάποιες απευθύνονται στους προγόνους της: στον πατέρα της, στη μητέρα της, στις προγιαγιάδες της. Μία απευθύνεται στα παιδιά της. Κάποιες απευθύνονται σε διανοητικούς συνομιλητές: τη Χάνα Αρεντ, τον Φραντς Φανόν, τη Σίλβια Γούιντερ, τη Χουρία Μπουτελτζά, τον Γασάν Καναφάνι κ.ά. Μία απευθύνεται στην «κ. Κοέν», που αναφέρεται ως δωρήτρια δύο καρτ ποστάλ στο Μουσείο της Ιστορίας και της Τέχνης του Ιουδαϊσμού στο Παρίσι. Τα κείμενα είναι γραμμένα με ελεύθερο τρόπο, συχνά περιλαμβάνουν στίχους, ενώ το βιβλίο έχει άφθονο οπτικό υλικό, που αφορά κυρίως αντικείμενα, όπως κοσμήματα, καθώς θεωρεί ότι μιλάει για έναν κόσμο που έχει χαθεί αλλά «εγγράφεται ακόμη στα αντικείμενα που εκλάπησαν από εμάς».

Η ιστορία που καταστράφηκε

Αλλωστε, προσπαθεί να ανασυγκροτήσει την ιστορία που η αποικιοκρατία κατέστρεψε: «επιθυμώ να ακούσω τις φωνές των προγόνων μας τη στιγμή της κατάκτησης, αντί να ακούω τις αφηγήσεις που προβλήθηκαν επάνω τους ως “των Εβραίων”, αφηγήσεις γεμάτες στερεότυπα και άγνοια που εμποδίζουν την οργή και την απελπισία που βίωσαν οι πρόγονοί μας όταν τα εργαστήρια και οι γειτονιές τους κατεδαφίζονταν, όταν οι τάφοι των προγόνων και των αγίων τους γίνονταν ερείπια, όταν οι οικείες συναγωγές τους καταστρέφονταν».

Την ίδια στιγμή προσπαθεί να ανασυγκροτήσει τη δική της ιστορία, αυτή που θεωρεί ότι στερήθηκε στο Ισραήλ, όπου, όπως γράφει, «μας έδωσαν μια ιστορία που δεν ήταν η δική μας και μας δίδαξαν να μη γνωρίζουμε αυτό το γεγονός. Στα σιωνιστικά εργοστάσια ανθρώπων, παρόμοια με αυτά που οι Γάλλοι εγκατέστησαν στην Αλγερία, φυλετικοποιηθήκαμε εκ γενετής: οι Εβραίοι σαν κι εμάς, που ερχόμασταν από μουσουλμανικές χώρες, προσδιοριζόμασταν ως μιζραχίμ, δηλαδή Ανατολίτες, κάτι που μας σημάδευε ως διακριτούς και κατώτερους από άλλους Εβραίους, που ήρθαν από την Ευρώπη και αποφάσισαν να καταστρέψουν την Παλαιστίνη».

Στην τελευταία επιστολή, αυτή που απευθύνεται στον παλαιστίνιο αγωνιστή και λογοτέχνη Γασάν Καναφάνι, η Αζουλάι «κατασκευάζει» την κόρη του Ντοβ, του ισραηλινού φαντάρου που είναι στο επίκεντρο της νουβέλας του Καναφάνι «Επιστροφή στη Χάιφα» και αρνείται να αναγνωρίσει τους πραγματικούς άραβες γονείς του. Και τη φαντάζεται να αναγνωρίζει όλους τους παππούδες της και να λέει: «Η επιστροφή έχει ήδη αρχίσει. Είμαι εδώ, η Τάμα Σαφίγια, σπάζοντας το σιωνιστικό ξόρκι πάνω στο κορμί μου, πάνω στη γη, πάνω στις προφητικές μας δυνάμεις. Αυτές είναι δυνάμεις που μπορούν να μας βοηθήσουν στην επούλωση του τραύματος, με το να εμβαπτιστούμε στα επτά χρόνια επανόρθωσης που η Τορά καλεί, ανανεώνοντας την ευγνωμοσύνη μας στη ζωή ανάμεσα σε άλλους, με σεβασμό στην ισορροπία και στα μυστικά του κόσμου».