
Ενα από τα θεμελιώδη στοιχεία που δυσκολεύονται να κατανοήσουν οι φοιτητές είναι η πολυπλοκότητα του Δικαίου. Το εκάστοτε δικαστήριο δεν εφαρμόζει π.χ. απλώς μια μεμονωμένη ποινική διάταξη (π.χ. ανθρωποκτονία από πρόθεση) αλλά συστηματοποιεί μεγάλα τμήματα της έννομης τάξης και τα εξειδικεύει στην ατομική περίπτωση. Π.χ. ο Α δεν θα τιμωρηθεί επειδή σκότωσε τον Β και επειδή η διάταξη του Ποινικού Κώδικα ορίζει ότι όποιος σκότωσε άλλον με πρόθεση τιμωρείται. Θα τιμωρηθεί επειδή οι δικαστές στο τέλος της δίκης πείστηκαν για την αλήθεια της κατηγορίας, με τρόπο που συνάδει με τους κανόνες της δικονομίας, του Συντάγματος, τα ανθρώπινα δικαιώματα κ.τ.λ. Πολύ συχνά, πρέπει να ασκήσει κανείς δικηγορία για να φτάσει να καταλάβει τη διαφορά μεταξύ του νόμου στα χαρτιά (black letter law) και της νομικής πραγματικότητας (law in action).
Τα γράφω αυτά με αφορμή το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για την αναμόρφωση της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών (ΕΣΔι) που τέθηκε πρόσφατα σε διαβούλευση. Αφενός, το νομοσχέδιο επανακαθορίζει τα προσόντα συμμετοχής στον διαγωνισμό. Δικαίωμα συμμετοχής θα έχουν μ.α. όσοι συμπληρώνουν 3 έτη άσκησης δικηγορίας (αντί 2 που ισχύει σήμερα) με τουλάχιστον 30 παραστάσεις. Αφετέρου, διατηρείται η βασική δομή των εξετάσεων για την εισαγωγή στην ΕΣΔι, ενώ καθιερώνονται ετήσια επιμορφωτικά προγράμματα για σύγχρονα ζητήματα όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η κλιματική αλλαγή κ.τ.λ.
Πώς όμως συνδέονται όλα αυτά με την εισαγωγική μας παράγραφο; Αυτό που ήθελα να καταδείξω είναι ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν ακουμπάει τη ρίζα του ζητήματος, δηλαδή τη δυναμική φύση (Rechtsdynamik, όπως την ονόμασε ο επιφανής νομικός Hans Kelsen) του δικαίου. Η αύξηση του χρόνου δικηγορίας δημιουργεί απλώς περαιτέρω «κουτάκια» στα οποία οι υποψήφιοι θα πρέπει να κάνουν «τικ», παράλληλα με τη βασική τους ενασχόληση, δηλαδή την εντατική προετοιμασία από οργανωμένα φροντιστήρια για την εισαγωγή τους στην ΕΣΔι – κάτι που προφανώς δεν βοηθά στην απόκτηση πραγματικής εμπειρίας και στην επαφή με το εφαρμοσμένο δίκαιο.
Η αναβάθμιση του ρόλου της συνέντευξης αναιρείται από την ίδια την ύπαρξη των εξετάσεων, κάτι που καταμαρτυρά τη γνωστή φοβικότητα για τη διαδικασία επιλογής υποψηφίων μέσω συνέντευξης στην Ελλάδα.
Το νομοσχέδιο δεν περιέχει ούτε λέξη για το (χρονικά και ποιοτικά) βασικό ζήτημα της δικαστικής πρακτικής, ήτοι την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού, και μάλιστα σε εποχή κατά την οποία όλο και περισσότερο οι δικαστικές αποφάσεις στηρίζονται σε εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης. Στη συντριπτική πλειονότητα των υποθέσεων, το δικαστήριο δεν θα κληθεί να αντιμετωπίσει άλυτα ή δισεπίλυτα νομικά ζητήματα. Τα ζητήματα που θα προκύψουν θα είναι κυρίως αποδεικτικής φύσεως. Ποιο κομμάτι άραγε των εγκύκλιων σπουδών είτε σε προπτυχιακό επίπεδο είτε στην ΕΣΔι προετοιμάζει τους νομικούς για το κεντρικότερο κομμάτι μιας νομικής διαδικασίας, ήτοι τη λήψη αποφάσεων υπό συνθήκες αποδεικτικής αβεβαιότητας; Πώς θα πρέπει να αντιμετωπίσουν οι δικαστές αντικρουόμενες μαρτυρικές καταθέσεις; Με ποιον τρόπο θα αξιοποιήσουν εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης χωρίς να μεταβιβάσουν (παρανόμως) την ευθύνη λήψης απόφασης στους πραγματογνώμονες;
Η ελληνική νομική παιδεία αποτυγχάνει να προετοιμάσει τους νομικούς να αντιμετωπίσουν την (αποδεικτική) πολυπλοκότητα του δικαίου. Το νομοσχέδιο πράττει το ίδιο. Χρειάζεται αλλαγή νοοτροπίας.
Ο Κυριάκος Ν. Κώτσογλου είναι δικηγόρος Αθηνών / αναπληρωτής καθηγητής Νομικής (Northumbria University, Ηνωμένο Βασίλειο)