
Ελλάδα και Τουρκία αποτελούν στο πεδίο των διεθνών σχέσεων μια κλασική αντίπαλη δυάδα, η αντιπαλότητα των οποίων έχει μεγάλο ιστορικό βάθος. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 50 χρόνων έχει σταθεί αδύνατον οι δύο γείτονες να επιλύσουν τις χρονίζουσες διμερείς τους διαφορές, ειδικά αυτές του Αιγαίου, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες με διαπραγματεύσεις, το 1975-1981 και το 2002-2015.
Γιατί άραγε δεν κατόρθωσαν να επιλύσουν έστω και μια από τις διαφορές τους, παρά τις σχετικά καλές σχέσεις της περιόδου 1999-2015 ή με «τα ήρεμα νερά» από το 2023 έως σήμερα;
Μια προφανής ερμηνεία είναι ότι υπάρχει εκατέρωθεν έλλειψη εμπιστοσύνης ως προς τις προθέσεις της άλλης πλευράς. Η κάθε χώρα πιστεύει ότι η άλλη πλευρά επιδιώκει να βλάψει όσο το δυνατόν περισσότερο τα εθνικά της συμφέροντα, είναι αναθεωρητική των συνόρων και επεκτατική σε βάρος της. Ειδικότερα, δύο είναι τα απειλητικά φαντάσματα που τις στοιχειώνουν από το 1974 έως τις αρχές του 1999 και από το 2016 μέχρι σήμερα. Οι Ελληνες πιστεύουν ότι ο γνωστός ως τουρκικός νεοοθωμανισμός απειλεί τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου, την ελληνική Θράκη και την Κυπριακή Δημοκρατία. Οι Τούρκοι φοβούνται την «αναβίωση της Μεγάλης Ιδέας» τώρα με πιο περίτεχνη νομικίστικη στρατηγική, με στόχο το Αιγαίο να γίνει «ελληνική θάλασσα» και να ενώσει ντε φάκτο την Κυπριακή Δημοκρατία με την Ελλάδα μέσω της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Πιστεύουν επίσης ότι απειλούνται τα δυτικά τους παράλια, ακόμη και ο μακρινός τουρκικός Πόντος. Κοντολογίς φοβάται ο Γιάννης το θεριό (τον Μεχμέτ) και το θεριό (ο Μεχμέτ) τον Γιάννη.
Μια δεύτερη ερμηνεία, που εμπεριέχει την πρώτη, είναι ότι η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση ως έχει, είτε στο Αιγαίο είτε στην Κύπρο ή αλλού (μειονότητες, Πατριαρχείο), αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Οι βασικότεροι λόγοι που διατηρείται η αντιπαλότητα και δεν έχει επιλυθεί ούτε μια ελληνοτουρκική διαφορά, παρά το γεγονός ότι οι λύσεις «θετικού αθροίσματος» είναι προφανείς εδώ και δεκαετίες, είναι δύο: (α) το ειδικό βάρος της μεταξύ τους ιστορίας, αληθινής ή φαντασιακής, με επιλεγμένες ηρωικές στιγμές και στιγμές θυματοποίησης· και (β) οι εκατέρωθεν εθνικές τους ταυτότητες που έχουν κατασκευαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε και τα δύο έθνη-κράτη να έχουν ανάγκη να υποτιμούν και να δαιμονοποιούν την άλλη πλευρά, με κεντρική ιδέα ότι ο Αλλος είναι δόλιος, ανάξιος εμπιστοσύνης, χωρίς ευγένεια ή πολιτισμό.
Πώς να εξέλθουν από το αδιέξοδο στο οποίο έχουν οδηγηθεί και οι δύο πλευρές με τον εθνοκεντρικό τρόπο σκέψης τους; Απαραίτητη είναι η ριζική αλλαγή θεωρητικού παραδείγματος (paradigm shift α λα Thomas Kuhn) από το υπάρχον σκεπτικό που ακολουθεί εν πολλοίς το αρχέτυπο του Carl Schmitt (ο «Αλλος» ως ο αδυσώπητος «εχθρός») σε μια κριτική ενατένιση με στόχο την προσέγγιση.
Θα πρότεινα τρία αρχικά βήματα. Πρώτον, να γίνουν αντιληπτές και κατανοητές οι ανησυχίες και οι παρανοϊκοί φόβοι της άλλης πλευράς σε σχέση με εμάς και να συγκριθούν με τους δικούς μας αντίστοιχους παρανοϊκούς φόβους, φέρνοντας στο φως τις διαφορές αλλά και τις ομοιότητες («κατοπτρικές εικόνες»). Σε αυτή τη διαδικασία θα φανεί πόσο εσφαλμένο είναι το αξίωμα ότι η άλλη πλευρά εξ ορισμού μας απειλεί και είναι επεκτατική.
Δεύτερον, να εξεταστεί η αντιπαλότητα με το γνωστό στη μελέτη της διεθνούς πολιτικής ως «δίλημμα ασφαλείας», δηλαδή ότι οι συνεχείς εξοπλισμοί από τη μία πλευρά και η στρατιωτικοποίηση των νησιών που γίνονται για καθαρά αμυντικούς και αποτρεπτικούς λόγους, εκλαμβάνονται από την άλλη πλευρά ως απειλή, ως επιθετικοί εξοπλισμοί με στόχο μια ενδεχομένη μελλοντική επίθεση, γι’ αυτό και αντιδρά ανάλογα, είτε λεκτικά είτε με πράξεις (π.χ. «Γαλάζια πατρίδα»).
Τρίτον, να αναδειχθεί ότι η συνεχιζόμενη αντιπαράθεση με πρωταγωνιστές τους εθνικιστές στις δύο χώρες, οι οποίοι έχουν επενδύσει στην αντιπαράθεση, έχει ως αποτέλεσμα στρατηγικές στα ελληνοτουρκικά με κριτήριο το «χειρότερο δυνατό σενάριο». Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε επιζήμια «αυτοεκπληρούμενη προφητεία».
Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι ομότιμος καθηγητής
Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο