
Πέφτει στα χέρια σου το βιβλίο του Εμμανουήλ Καραλή με τίτλο «Οταν κοιτάς από ψηλά». Φυλλομετράς τις σελίδες. Δεν είναι ακριβώς αυτό που θα το διαβάσεις απνευστί – κρύβει νοήματα, ενίοτε και πόνο. Τα επεξεργάζεσαι. Προβληματίζεσαι. Και ο άλτης του επί κοντώ, πολλές φορές παίζει με τις λέξεις. Το «χρώμα» είναι μια από αυτές που συναντάς σε κάποιες αναφορές του και μάλιστα επανέρχεται. Ισως γιατί ενώ συνήθως όταν μιλάμε για χρώμα ο νους τρέχει σε κάτι φωτεινό, το «χρώμα» για τον Καραλή είναι κάτι που λες και του θυμίζει διαδρομές γεμάτες δυσκολίες.
«Να δούμε πιασμένοι χέρι – χέρι όλα εκείνα τα χρώματα που κάνουν τις ζωές μας τόσο ξεχωριστές. Και που υπάρχουν, αρκεί να θέλουμε να δούμε ή αρκεί να επιτρέψουμε σε κάποιον να μας τα δείξει», αναφέρει στο σημείωμα της αρχής, προτού καν μπει στο… ψητό.
Στο πρώτο κεφάλαιο (εκδόσεις Διόπτρα και συγγραφέας ο Νίκος Μιχαλόπουλος) με τον τίτλο «Η βαλίτσα» και ενώ ετοιμάζεται για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού, δεν μπορείς να μη σταθείς όταν κάνει βουτιά στο παρελθόν: «Πολλές φορές δεν χωρούσα εγώ σε όλα εκείνα που κάποιοι άλλοι δεν με έβλεπαν μέσα τους. Πολύ διαφορετικός για τους δασκάλους, πολύ μαύρος για κάποιους προπονητές, πολύ χαρούμενος για τους πολλούς, πολύ καταθλιπτικός για άλλους. Ολα σε μια μεζούρα και εγώ μονίμως να περισσεύω». Και λίγο μετά, κάποιες αράδες πιο κάτω «δεν ξέρω τι θα γίνει στο Παρίσι, αλλά εγώ το μετάλλιο το αισθάνομαι ήδη στο στήθος μου. Χρώμα δεν βλέπω, γιατί δεν με ενδιαφέρει να δω χρώμα. Το χρώμα το έχω μέσα μου και έχω προσπαθήσει πάρα πολύ για να το κρατήσω ζωντανό και ζωηρό. Και η ειρωνεία είναι ότι γύρω από την αίσθηση του χρώματος στήθηκαν πολλά παιχνίδια στη ζωή μου, όχι πάντα ευχάριστα. ‘Η μάλλον συνήθως όχι ευχάριστα. Η βαλίτσα μου αυτή, που στέκει ακόμα ανοιχτή και άδεια μπροστά μου, είναι έτοιμη να κλείσει πολύ χρώμα μέσα της. Οχι μόνο το μπλε και το άσπρο που κυριαρχούν στα ρούχα μου τώρα, αυτά που είναι κάτι περισσότερο από ρούχα, αλλά και τόσα άλλα που διαμόρφωσαν τον άνθρωπο που είμαι σήμερα, σε έναν κόσμο που συνήθως έβλεπε μαύρο και άσπρο γύρω του». Το χρώμα, τα χρώματα που λέγαμε νωρίτερα…
Πίστη
Και μετά, οι θύμησες για τις δυσκολίες που πέρασε η αγαπημένη του μάνα: «Μακριά από τον τόπο που γεννήθηκε και χωρίς τους γονείς της πια δίπλα της. Τότε που σε εκείνα τα Χριστούγεννα της υποτιθέμενης χαράς η αποθήκη ήταν γεμάτη ρούχα από προσφορές ντόπιων για τα παιδιά, αλλά για κάποιον λόγο δεν έφταναν ποτέ για εκείνα. Κάποιοι πάντα προηγούνταν, ακόμα και αυτοί που δεν έπρεπε».
Πώς όμως να μη φωτίζει ο Καραλής και τις δικές του μάχες με τους δικούς του δαίμονες; «Και εγώ βυθιζόμουν σε ένα σύμπαν στο οποίο δεν ανήκα και δεν ήθελα να ανήκω, η μητέρα μου σε μια προσπάθεια να με κάνει να παλέψω και να ξεφύγω από τον βάλτο που με τραβούσε μέσα του, με φώναξε και μου έδωσε ένα εισιτήριο. Για τη Γλασκώβη, την πόλη που θα διεξαγόταν το 19ο Παγκόσμιο κλειστού στίβου του 2024». ‘Η αλλού πως «πίστη λοιπόν! Ακόμη κι αν δεν υπάρχει φως, εσύ να το εφευρίσκεις».
Επιστροφή στη μητέρα και στο κεφάλαιο «Σάρρα»: «Δεν έσκυψε ποτέ το κεφάλι της. Μπορεί να ήταν λίγη για τους πολλούς ή μαύρη για τους άσπρους, η ορφανή για τους οικογενειάρχες, η άτυχη για τους τυχερούς, η διαφορετική για τους «φυσιολογικούς». Μπορεί να ήταν χίλια πράγματα για όλους, αλλά δεν ήταν ποτέ αδύναμη». Και επίσης «η Σάρρα βγήκε δυνατή! Αποδέχθηκε τη διαφορετικότητά της, ίσως γιατί γεννήθηκε μέσα σε αυτήν και την κατάλαβε χωρίς να τη φοβηθεί. Η δική της διαφορετικότητα δεν ήταν επικίνδυνη για τους άλλους».
Δαίμονες
Στο κεφάλαιο «Ολυμπιακό Χωριό», νέες φλογερές αναφορές σε θέμα που καίει: «Δεν ξέρω με τι δαίμονες πάλεψε ο καθένας. Για μένα ήταν ο ρατσισμός, για τον άλλο η υγεία του, ίσως τα οικονομικά του, μπορεί η οικογενειακή του κατάσταση, το επίπεδο της χώρας του, ο σεξουαλικός του προσανατολισμός, το μορφωτικό του επίπεδο, το χρώμα του, η γλώσσα του, η θρησκεία του». Μέσα σε λίγες κοφτές φράσεις, ένας ολόκληρος κυκεώνας που άλλους τους αφήνει πίσω και άλλους τους κάνει να παλεύουν ώστε να βγουν δυνατότεροι. «Οταν άρχισα να πηδάω ψηλότερα από τα υπόλοιπα παιδιά άρχισα και να λαμβάνω ρατσιστικά σχόλια και βλέμματα. Κυρίως βλέμματα. Και τα βλέμματα πονάνε κάποιες φορές περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, γιατί σε κάνουν να αισθάνεσαι γυμνός και ανυπεράσπιστος μπροστά σε κάτι που είναι ικανό να τρυπώσει μέσα σου και να σε διαλύσει. «Αυτοί οι μαύροι τύποι δεν μπορούν να πηδήσουν επί κοντώ». «Γύρνα πίσω στη χώρα σου με τη μητέρα σου». Ηρθα αντιμέτωπος με τον ρατσισμό και σχεδόν με κατέστρεψε ψυχικά. Και δεν σταμάτησε εκεί. Συνεχίστηκε μέχρι τα δεκαεννιά μου». Και πάλι λίγο μετά μια άλλη μάχη του Μανόλο: «Εξακολουθώ να σκάβω βαθιά μέσα μου και να κατανοώ την περίοδο της κατάθλιψης και τους άγχους που ακολούθησε τη στιγμή της κρίσης πανικού, αλλά οι ρίζες της, που είναι ακόμη εδώ και πάντα θα είναι, τώρα λειτουργούν απλώς ως μαθήματα αφύπνισης και αυτογνωσίας».
Η βοήθεια
Για να γυρίσει σελίδα, να ξεπεράσει τις αντιξοότητες αυτές, πήγε και ψυχολόγο: «Συνέχισα να επισκέπτομαι την αθλητική ψυχολόγο κυρία Φρόσω Πατσού, που υπήρξε επίσης πρωταθλήτρια στον στίβο και με την οποία είχα ξεκινήσει να δουλεύω από τον πρώτο μου τραυματισμό στα 17 μου. Λίγο νωρίτερα είχαν εμφανιστεί και τα πρώτα δείγματα ρατσισμού. Εκείνη μπορούσε να με καταλάβει και, χωρίς να το αισθανθώ ως βάρος, άρχισα να βάζω τα κομμάτια του παζλ στη θέση τους, μιλώντας ειλικρινά με τον εαυτό μου και με τον στενό μου κύκλο – τους ανθρώπους μου. Αρχισα να είμαι πιο ανοιχτός στα συναισθήματά μου».
Αλλά δεν είναι μόνο η μητέρα, είναι και ο Χάρης ο πατέρας, με ολόδικό του κεφάλαιο: «Οι γονείς μου έχουν γνωρίσει τον ρατσισμό και έχουν πονέσει από αυτόν. Η κοινωνία, όπως συμβαίνει με οτιδήποτε διαφορετικό, δεν σε δέχεται εύκολα. Και ενώ καταλαβαίνω το γιατί, δεν μπορώ να το δεχτώ. Ο πατέρας μου λειτουργούσε σαν οχυρό που έπρεπε να αντέξει γύρω μου όρθιο, πριν ο εχθρός φτάσει στον πυρήνα του κάστρου που ήμουν εγώ». Σε άλλο σημείο ομολογεί αλλά ταυτόχρονα δείχνει και την εσωτερική του μετάλλαξη ο Εμμανουήλ: «Ημουν μικρός και διαφορετικός. Τότε αυτές ήταν οι κατάρες μου. Σήμερα είναι η δύναμή μου».