Ηλίας Τζεμπετονίδης: «Πετυχημένη όπερα κάνουν οι ευτυχισμένοι ερμηνευτές»

«Eχω φετίχ με τη φωνή. Ο ήχος της μου προκαλεί ηδονή και απόλαυση. Ακόμη και ύστερα από τόσα χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά δεν έχω καταλάβει πώς η ανθρώπινη φωνή είναι ικανή να εκφράσει, με τέτοια δεξιοτεχνία, όλα τα συναισθήματα, πάθη και συγκινήσεις που ακούμε στις όπερες των κορυφαίων συνθετών. Ακόμη αισθάνομαι δέος απέναντι σε αυτό το θαύμα, σαν ένα παιδάκι που ρωτάει πώς είναι δυνατόν να πετάει ένα αεροπλάνο», μου εμπιστεύεται ο Ηλίας Τζεμπετονίδης, καλλιτεχνικός διευθυντής και υπεύθυνος διανομών του Τεάτρο Σαν Κάρλο της Νάπολι, στο αγαπημένο του εστιατόριο Stella, στην παραθαλάσσια Via Partenope, όπου απολαμβάνουμε απολαυστικές ποικιλίες ζυμαρικών με ασυνήθιστα, εξωτικά ονόματα (Paccheri alla Scarpariello για μένα και Spaghetti alla Nerano για εκείνον).

Το ευλογημένο αυτό φετίχ αποδείχθηκε όχι μόνο τυχερό αλλά και καθοριστικό για τη ζωή αυτού του χαρισματικού Θεσσαλονικιού, αφού, ύστερα από πάθος εμπνευσμένο από την πρώτη ακρόαση της φωνής της Μαρίας Κάλλας στο ραδιόφωνο και σπουδές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μονάχου, τον προσγείωσε το 1996 στο Γραφείο Τύπου της Κρατικής Οπερας της Βαυαρίας. Ακολούθησαν το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης (2000-2006), η Εθνική Λυρική Σκηνή (2006-2010, επί διεύθυνσης Στέφανου Λαζαρίδη), η Σκάλα του Μιλάνου (2010-14), όπου συνεργάστηκε με τον Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ, μουσικό διευθυντή, με τον οποίο δέθηκε με ασυνήθιστα ζεστή φιλία, και με τον Στεφάν Λισνέρ, καλλιτεχνικό διευθυντή, με τον οποίο ανέπτυξε στενότατη συνεργασία για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια. Τον ακολούθησε στην Οπερα του Παρισιού το 2014 και στη συνέχεια, το 2021, στο ιστορικό θέατρο της Νάπολι, το ομορφότερο και αρχαιότερο του κόσμου, 41 χρόνια αρχαιότερο από τη Σκάλα και 55 από το Τεάτρο Λα Φενίτσε της Βενετίας.

Παράλληλα με τη θέση του στη Νάπολι, ο Τζεμπετονίδης είναι εμπνευστής και καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ του Καπ Ροκάτ στην Πάλμα της Μαγιόρκας και καλλιτεχνικός διευθυντής του Μουσικού Φεστιβάλ του Τιρόλου στο Ερλ της Αυστρίας, που ενεργοποιείται τρεις φορές τον χρόνο (Χριστούγεννα, Πάσχα και Ιούλιος), με γενικό διευθυντή τον διάσημο τενόρο Γιόνας Κάουφμαν.

Πρόσφατα η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης προχώρησε, για πρώτη φορά στα χρονικά αμερικανικής ορχήστρας, στη δημιουργία, εκ του μηδενός, θέσης συμβούλου φωνητικών διανομών – για ρέκβιεμ, λειτουργίες, ρεσιτάλ κ.λπ. – αλλά και μιας όπερας σε συναυλιακή μορφή κάθε σεζόν μέχρι το 2030, με μαέστρο τον συναρπαστικό Γκουστάβο Ντουνταμέλ, που την ερχόμενη σεζόν αναλαμβάνει το πόστο του μουσικού διευθυντή αυτής της λαμπρής ορχήστρας (με προκατόχους τον Μητρόπουλο, τον Μπερνστάιν, τον Μπουλέζ και τον Ζούμπιν Μέτα).

«Αυτή η καινούργια πρόκληση – η πρώτη για μένα στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού – προέκυψε λόγω της φιλίας και της αμοιβαίας εκτίμησης που με συνδέουν με τον Γκουστάβο από τα πρώτα χρόνια στη Σκάλα του Μιλάνου, από το 2010, όταν νεότατος εργαζόταν εκεί παράλληλα με τον Μπάρενμποϊμ – δυο μαέστροι, δυο διαφορετικές γενιές. Συνεχίσαμε την επαφή μας μέσα στα χρόνια και το 2017, όταν ήμουν διευθυντής διανομών στο Παρίσι (με γενικό διευθυντή τον Λισνέρ), τον καλέσαμε να διευθύνει τη μεγαλοφυή, αλλά τότε άγρια αμφιλεγόμενη παραγωγή της Μποέμ του γερμανού σκηνοθέτη Κλάους Γκουτ, με την πλοκή να λαμβάνει χώρα σε διαστημόπλοιο και να τελειώνει στο φεγγάρι!».

«Τώρα ο Γκουστάβο είναι 42 ετών και μετά την επιτυχέστατη θητεία του στη Φιλαρμονική του Λος Αντζελες και τον διορισμό του στη Νέα Υόρκη βρίσκεται στην κορυφή του επαγγέλματος όσον αφορά τη συμφωνική μουσική. Αλλά δεν έχει ακόμη αποδείξει την αξία του στον κόσμο της όπερας. Ο διορισμός του στο Παρίσι από τον διάδοχό μας δεν ευδοκίμησε λόγω έλλειψης χρόνου εκ μέρους του. Συζητώντας λοιπόν μαζί του στη Ρώμη γι’ αυτό το θέμα, που τον απασχολούσε κάπως, καταλήξαμε ότι μπορεί να αρχίσει τώρα, με συναυλιακές παραστάσεις όπερας. “Μόνο αν το αναλάβεις εσύ, με τις μοναδικές σου γνώσεις και επαφές”, απάντησε κι έτσι καταλήξαμε σε αυτή τη νέα συνεργασία».

Σε αυτό το σημείο τελειώσαμε το απολαυστικό γεύμα στη Stella (με σορμπέ λεμόνι) και αποφασίσαμε να συνεχίσουμε την κουβέντα μας το βράδυ στο ρετιρέ του, επίσης στην παραλιακή Via Partenope, με πανσέληνο, θέα ολόκληρο τον κόλπο της Νάπολι και το Κάπρι, σαμπάνια και πίτσες – αλλά τι πίτσες, ναπολιτάνικες, στον τόπο εφεύρεσής τους –, με έξτρα απόλαυση τον γάτο του Λεωνίδα (χάριν του οποίου ο κύριός του υπομένει αλλεργία που αγγίζει τα όρια άσθματος), ο οποίος μου έκανε την, κατά τα λεγόμενα, σπάνια τιμή ν’ ανταποκριθεί στις φιλοφρονήσεις μου!

Επιστρέφοντας στα θέματα που συζητούσαμε το μεσημέρι, ανέφερε ότι «ήδη, πριν από την Μποέμ που προκάλεσε σοκ, αληθινό σοκ, σε μεγάλο μέρος του κοινού, ο Στεφάν κι εγώ είχαμε εγκαινιάσει τη θητεία μας στο Παρίσι με ένα μεγάλο ρίσκο! Δεν φοβηθήκαμε να ρισκάρουμε και η πρώτη παραγωγή μας ήταν Ο Μωυσής και ο Ααρών του Σένμπεργκ! Ολοι μάς νόμιζαν τρελούς, όμως ήταν τεράστια επιτυχία με 180 διεθνείς δημοσιογράφους στην πρεμιέρα! Ο ίδιος αριθμός ήρθε και στην Μποέμ και έτσι αποκτήσαμε τη φήμη ενός θεάτρου που, σύμφωνα με τους “Τάιμς της Νέας Υόρκης”, “τολμάει”».

Η τόλμη ή μάλλον ο ελληνικότατος τσαμπουκάς συν μια δόση θείας τρέλας είναι σήμα κατατεθέν του χαρακτήρα και της διαδρομής του Ηλία Τζεμπετονίδη και μία από τις αιτίες που τον οδήγησαν στην κορυφή του επαγγέλματός του. Αλλη αιτία είναι το αναμφισβήτητο και εμμονικό πάθος του για το αντικείμενο.

Αυστηρός και τρυφερός

Αν και σπούδασε φωνητική τέχνη, ομολογεί ότι «δεν είμαι καλλιτέχνης, δεν έχω δίψα ή βίτσιο για το σανίδι. Εμένα το αντικείμενό μου, αυτό που με τρελαίνει, είναι το backstage, οι κουίντες, πώς παρασκευάζεται αυτό του βλέπουμε στη σκηνή. Γι’ αυτό ποτέ δεν προσεγγίζω τους καλλιτέχνες ανταγωνιστικά. Μερικοί συνάδελφοι είναι καταπιεσμένοι ή αποτυχημένοι τραγουδιστές με απωθημένα, κάτι που, κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει να συμβαίνει.

Ο κάθε καλλιτεχνικός διευθυντής πρέπει ν’ αγαπήσει, να είναι μάνα και πατέρας για τους τραγουδιστές του. Να είναι και αυστηρός, δηλαδή να απαιτεί άψογη επαγγελματική συμπεριφορά σε όλους τους τομείς, αλλά συγχρόνως και πάρα πολύ τρυφερός. Γιατί αυτό που καλούνται να κάνουν αυτοί οι άνθρωποι κάθε βράδυ είναι πάρα πολύ δύσκολο. Και για 10-15 παραστάσεις σε μια τεράστια αίθουσα, όπως η Βastille. Κάτσε και αναλογίσου μια στιγμή τι απαιτεί όλο αυτό, σωματικά και ψυχικά… Γι’ αυτό πρέπει να βρεις μια ισορροπία ανάμεσα στους δύο ρόλους, του πατέρα και της μητέρας».

«Και για να το κάνεις αυτό, πρέπει να τους αγαπάς, δηλαδή να θέλεις να τους βοηθήσεις, να είσαι εκεί γι’ αυτούς. Εχω ένα μότο, ότι μόνο ένας ευτυχισμένος τραγουδιστής κάνει επιτυχημένο θέατρο. Για μένα η όπερα αρχίζει τη στιγμή που ο καλλιτέχνης θα προσγειωθεί στην πόλη σου. Και αυτό που προσπαθώ να κάνω παντού είναι να δημιουργώ ένα κλίμα που θα τον κάνει να αισθανθεί ότι το θέατρο νοιάζεται γι’ αυτόν. Ενα κλίμα που θα τον κάνει να νιώσει τόσο καλά ώστε να μπορεί να κάνει το ταλέντο που του έδωσε ο Θεός, η Παναγία, ο Αλλάχ (άλλος για τον καθένα) να ανθήσει. Αυτό είναι το κύριο μέλημά μου».

Το μότο του Τζεμπετονίδη όντως αγγίζει την ιδιαίτερα εύθραυστη φύση και νευρική ισορροπία των λυρικών καλλιτεχνών και έχει συμβάλει στο ν’ αναπτύξει στενές προσωπικές φιλίες με όλα τα μεγάλα ονόματα της όπερας, αλλά και με τους νεότερους καλλιτέχνες που ανακάλυψε και/ή φρόντισε στο ν’ αναδειχθούν παγκοσμίως. Με αποτέλεσμα να τον ακολουθούν από θέατρο σε θέατρο και να δέχονται αυτόματα και κατά προτεραιότητα τις μετακλήσεις του.

Αλλο σημαντικό στοιχείο που συνέβαλε καθοριστικά στην επιτυχία και σημερινή παγκόσμιας εμβέλειας επιρροή του είναι η τελειομανία του, δηλαδή η ανελέητη αναζήτηση και επιμονή για Αλφα ποιότητα στα πάντα, ως την τελευταία λεπτομέρεια κάθε παραγωγής. Οταν ετοίμαζε τις διανομές για επερχόμενη παραγωγή της Αΐντα (που λόγω Covid παρουσιάστηκε στην τεράστια υπαίθρια Πλατεία del Plebiscito), είχε ήδη κλείσει την Αννα Νετρέμπκο (Αΐντα), τον Γιόνας Κάουφμαν (Ρανταμές), την Ελίνα Γκαράντσα (Αμνερις) και τον Λουντοβίκ Τεζιέ (Αμονάσρο), δηλαδή ονειρικό καστ! «Αλλά για έναν χρόνο έκανα ακροάσεις για τον μικρό αλλά σημαντικό ρόλο της Ιέρειας στη δεύτερη σκηνή της πρώτης πράξης, διότι στην ουσία πρόκειται για μια “μικρή, εξελισσόμενη Αΐντα” και ήθελα να βρω μια εξαιρετική καλλιτέχνιδα. Ακουσα πάνω από μια ντουζίνα και εν τέλει τη βρήκα σε μία από τις ετήσιες ακροάσεις μου στην Αμερική. Κατέληξα στην ιταλίδα σοπράνο Selene Zanetti, αλλά ακόμη ψάχνω για τον τέλειο αγγελιαφόρο!».

Το πιο πετυχημένο δίδυμο

Αρχικά το 2014 ο Τζεμπετονίδης ακολούθησε τον Λισνέρ από τη Σκάλα στο Παρίσι – «με μισή καρδιά γιατί αισθανόμουν σαν στο σπίτι μου εκεί» – και στη συνέχεια στη Νάπολι το 2021. Οι δυο τους αποτελούσαν το πιο δημιουργικό και επιτυχημένο δίδυμο στην ιστορία των λυρικών θεάτρων, με την τεράστια πείρα του Λισνέρ ως κατεξοχήν θεατρανθρώπου και του Τζεμπετονίδη ως κορυφαίου διευθυντή διανομών. Τώρα ο Λισνέρ συνταξιοδοτήθηκε και ο Τζεμπετονίδης, αν και παραμένει στη Νάπολι, επεκτείνεται και στους χώρους που αναφέρθηκαν.

Θεωρεί ότι «δεν είναι καλό να μένεις σε κάποιο θέατρο πάνω από 5, μάξιμουμ 7-8 χρόνια. Πόσες Κάρμεν και Τραβιάτες μπορείς να κάνεις χωρίς ν’ αρχίσεις να επαναλαμβάνεσαι; Από ένα σημείο και πέρα θέλεις καινούργιο κοινό, καινούργιο θέατρο, καινούργιο αίμα, καινούργια ενέργεια, καινούργια δυναμική».