
Μα ημερολόγια στην εποχή μας; Την εποχή της εθελούσιας καταγραφής της καθημερινότητάς μας στις οθόνες των σόσιαλ μίντια; Την εποχή των σέλφις έξω από θέατρα, μέσα από νοσοκομεία, πάνω από φαγητά; Την εποχή μίας νέου τύπου κοινωνικότητας που δεν υφίσταται αν δεν φωτογραφιστεί και δεν δημοσιοποιηθεί, δεν μοιραστεί με χιλιάδες άγνωστους διαδικτυακούς «φίλους»; Διότι όπως λέει (ειρωνικά) και μια ξαδέλφη μου, αν είναι να πας σε ένα θέατρο, σε ένα μπουζούκι, για ένα σούσι, για μια Παλόμα, για ένα μακιάτο και δεν το ανεβάσεις στα σόσιαλ, καλύτερα κάθισε σπίτι σου να δεις «Γη της Ελιάς». Εχω την εντύπωση (με την πιθανότητα λάθους να παίζει, βέβαια, πάντα) ότι, αν μιλήσεις στις νέες γενιές για καταγραφή ημερολογίου, θα σε κοιτάνε σαν να προσπαθούν να σε διακρίνουν μέσα από τη μούχλα του χρόνου.
Είναι κι αυτός ο αλγόριθμος, λογάριθμος (ποτέ δεν κατάλαβα τι είναι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος) ή, τέλος πάντων, όπως το λένε που κάθε τόσο σου επαναφέρει, εν είδει αναμνήσεων, παλιές αναρτήσεις, σαν να ξεφυλλίζεις ημερολόγια που ποτέ δεν έγραψες συνειδητά. Μόνο που σε αυτά τα φωτογραφικά, κυρίως, «ημερολόγια» διαπιστώνεις ότι είσαι μόνος σου. Βλέπεις τον εαυτό σου, προ ετών, σε μια φιλική συγκέντρωση στο σπίτι σου, μπροστά σε μία τούρτα γενεθλίων αλλά δεν θυμάσαι ποιοι άλλοι ήταν εκεί. Ακόμη κι αν η φωτογραφία είναι ομαδική, αναρωτιέσαι αν είναι όλοι οι παρευρισκόμενοι. Τότε ποιος την τράβηξε; Και τι άλλο συνέβη αυτήν τη βραδιά; Και αυτό που είχες γράψει, γιατί το είχες γράψει; Φαίνεται ότι είχες νεύρα αλλά γιατί; Τελικά, σε αυτά τα «ημερολόγια», είσαι μόνος σου, σε μια φαντασιακή συνθήκη της στιγμής που αφήνει στο ημίφως την τριγύρω πραγματικότητα.
Κι ύστερα παίρνεις στα χέρια σου το «Επιτέλους μόνος» (εκδόσεις Καστανιώτη), μια επιλογή από τις ημερολογιακές καταγραφές του Θανάση Νιάρχου που διατρέχουν μία περίοδο τριάντα εφτά χρόνων (από το 1981 έως το 2018). Καθώς τα διάβαζα, αναλογίστηκα, αρχικά, τον περίεργο – και για εμένα θαυμαστό – τρόπο με τον οποίον λειτουργεί η μνήμη. Αυτή η κρησάρα που σε κάνει, συχνά, να διαγράφεις τα σημαντικά και να κρατάς τα ασήμαντα που είναι σαν να σου σφυρίζουν ότι, τελικά, δεν ήταν τόσο ασήμαντα κι ας μην ψάξεις ποτέ το γιατί. Για παράδειγμα, μπορεί να μη θυμάμαι κάτι που έγινε πριν από λίγα χρόνια αλλά μπορώ να περιγράψω με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες ένα μαγιό που φορούσα στην Γ’ Δημοτικού. Ή τη συσκευασία της «κερασίτας» που είχε βγάλει πριν από πάρα πολλές δεκαετίες η εταιρεία Ηβη.
Πολύ γρήγορα όμως βυθίστηκα στον θαυμαστό κόσμο του Θανάση. Που διαμορφώνεται από την ευαισθησία, το ταλέντο, τη δεξιότητα, δεν ξέρω πώς να το πω, να φωτίζει τα ασήμαντα δίνοντάς τους όχι επίφαση σημαντικότητας, αλλά ουσία. Ετσι δεν είναι άλλωστε και οι ζωές μας; Πασχίζουμε να κρατηθούμε από τα «μεγάλα» και, τελικά, παραδινόμαστε στα «μικρά».
Παρέλαση καρδιάς
Και ποιος δεν περνάει από τα ημερολόγια του Θανάση. Σε ένα σκηνικό που συνθέτουν οι δρόμοι, τα τοπόσημα, τα μαγαζιά, τα βιβλιοπωλεία κυρίως της Αθήνας, παρελαύνουν οι «εντιμότατοι φίλοι του», διαμορφωτές της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Αλλά όχι μόνο αυτοί. Στον κόσμο και τα γραπτά του Νιάρχου δεν υπάρχουν τίτλοι, αξιώματα, διακρίσεις. Με τον ίδιο συναρπαστικό τρόπο μπορεί να αναφέρεται στον Κώστα Λαλιώτη, την εποχή της παντοδυναμίας του, και στον κλητήρα ή ένα κορίτσι από το ατελιέ των «ΝΕΩΝ». Στην Αμαλία Μεγαπάνου και την οικιακή βοηθό ενός φίλου του. Στην Ντόρα Μπακογιάννη και την παρηκμασμένη πλέον χορεύτρια Σαλιμά. Και από μια συνάντηση προσωπικοτήτων, την οποία οι περισσότεροι θα θέλαμε να είχαμε παρακολουθήσει, να αναφέρει μόνο το τάπερ με την ομελέτα που του πήγε ο Χριστόφορος Λιοντάκης. Ή το ποσόν του λογαριασμού στο εστιατόριο. Αυτό όμως είναι η πραγματική ζωή. Ο τρόπος που, με τον χρόνο, η λεπτομέρεια του συμβάντος παραμερίζει το ίδιο το συμβάν.