«Η αγαπημένη μας ταινία που έγινε 50 ετών»

Οπως ο Κουέντιν Ταραντίνο μάς θύμισε με την τελευταία ταινία του «Κάποτε στο Χόλιγουντ» (2019), το 1969, χρονιά δραματουργίας της ιστορίας της, ήταν μια κομβική χρονιά στην ιστορία του Χόλιγουντ· κάτι σαν το μεταίχμιο που χώρισε το παλιό σινεμά, που δεν κυλούσε πλέον, από το καινούργιο των seventies: το αμερικανικό σινεμά της «κοινωνικής αμφισβήτησης», όπου ο ήρωας μετονομάστηκε σε αντιήρωα, αλλά συγχρόνως και των τεράστιων εμπορικών επιτυχιών (ο όρος blockbuster γεννήθηκε στα seventies).

Οι περισσότεροι σκηνοθέτες εκπρόσωποί του προέρχονταν από κινηματογραφικές σχολές όπου είχαν μελετήσει με όρεξη την ιστορία όχι μόνο του αμερικανικού αλλά του παγκόσμιου σινεμά. Φράνσις Κόπολα, Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, Μάρτιν Σκορσέζε, Τζορτζ Λούκας, Στίβεν Σπίλμπεργκ, Μπράιαν ντε Πάλμα, Γουίλιαμ Φρίντκιν, για να ονομάσουμε μερικούς από τους δημιουργούς των οποίων οι ταινίες έχουν αντέξει στον χρόνο και σήμερα βλέπονται και ξαναβλέπονται με την ίδια αγάπη.

Το κινηματογραφικό πρόσωπο της Ελλάδας επίσης άλλαζε στη δεκαετία του 1970, όταν στις στάχτες του εμπορικού σινεμά της αμέσως προηγούμενης προσπαθούσε να ανθίσει ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος, επηρεασμένος κυρίως από κινηματογραφικά κινήματα της Ευρώπης.

Ταινίες όπως η «Αναπαράσταση» και οι «Μέρες του ’36» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, το «Προξενιό της Αννας» του Παντελή Βούλγαρη και η «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού κοιτάζουν βαθύτερα την ανθρώπινη ψυχή και διευρύνουν τους ορίζοντες του κοινού ξεφεύγοντας από το πολυτελές περιτύλιγμα.

Μια τρομερή χρονιά

Το 1975, ακριβώς στη μέση της δεκαετίας, ήταν μια τρομερή χρονιά όχι μόνο για τον αμερικανικό κινηματογράφο αλλά τον παγκόσμιο.

«Μπάρι Λίντον» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, «Στη φωλιά του κούκου» του Μίλος Φόρμαν, «Τα σαγόνια του καρχαρία» του Στίβεν Σπίλμπεργκ, «Οι τρεις μέρες του Κόνδορα» του Σίντνεϊ Πόλακ, «Σκυλίσια μέρα» του Σίντνεϊ Λουμέτ, «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» του Τζον Χιούστον· ο Ακίρα Κουροσάβα γυρίζει το «Ντερζού Ουζαλά» στη Σοβιετική Ενωση, ο Ντίνο Ρίζι υπογράφει το ιταλικό «Αρωμα γυναίκας», στο οποίο στηρίζεται η γνωστότερη ταινία με τον Αλ Πατσίνο.

Η Ιζαμπέλ Ατζανί παίζει στην «Ιστορία της Αντέλ Ουγκό» του Φρανσουά Τριφό, για την οποία έναν χρόνο αργότερα θα διεκδικήσει το Οσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου, και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος παρουσιάζει την απόλυτη ταινία – στοχασμό για την ελληνική ιστορία, τον «Θίασο».

Μέσα σε μία παράγραφο αναφέρθηκαν 10 ταινίες μιας μόνο χρονιάς. Είναι κυριολεκτικά αδύνατον να συνθέσεις σήμερα μια λίστα από 10 ταινίες τέτοιας αξίας, ταινίες οι οποίες να έχουν παρουσιαστεί σε μία μόνο χρονιά. Αδύνατον. Για τις ανάγκες αυτού του κειμένου ζητήσαμε από 10 σκηνοθέτες διαφορετικών γενεών, ηλικιών και στυλ να γράψουν με λίγα λόγια τη δική τους ταινία – φυλαχτό από το 1975.

Ιδού τα αποτελέσματα.

«The Rocky Horror Picture Show»

του Τζιμ Σάρμαν

Χρήστος Δήμας

(«Οι ακροβάτες του κήπου»,

«NHSOS» κ.ά.)

Μιούζικαλ, ταινία τρόμου, φόρος τιμής στις b-movies του Εντ Γουντ και του Ρότζερ Κόρμαν. Και της Κλακ Φιλμς… Ναι μεν είναι παραγωγής του 1975, όμως εγώ την ταινία την πρωτοσυνάντησα το 1986. Πρωτοετής στη Νομική. Παίκτης του Πανελευσινιακού. Και ξενύχτης θεατής σε μεταμεσονύχτια προβολή στο Ιντεάλ, που διοργάνωνε ο πιο ταγμένος εραστής σινεματζής της Αθήνας. Ο Βάσος Γεώργας. Ξενύχτηδες, τζάνκια, τραβεστί, φοιτητές, άυπνοι μεν, διψασμένοι δε για σινεφιλικές εμπειρίες, όλοι μαζί να χορεύουμε στους διαδρόμους του κινηματογράφου το «Time Wrap», ακολουθώντας τα βήματα που πρότεινε ο καθηγητής στην οθόνη, ή να μοιραζόμαστε χαρτομάντιλα συγκινημένοι από το «Ι am going home» του Μαγικού Εξωγήινου Dr Frank – Ν – Furter. Σε αυτή την ταινία πρωτοείδα τη Σούζαν Σάραντον. Τον Τιμ Κάρι. Τον Μίτλοφ. Στο «Rοcky Horror Picture Show» χρωστάω τη βεβαιότητα ότι το σινεμά μπορεί να βρει κοινό και αγάπη όταν ακουμπήσει τους πιο μοναχικούς και πιο διαφορετικούς και πιο «άλλους»… Σαν και μένα, καλή ώρα…

«Ο άνθρωπος που

θα γινόταν βασιλιάς»

του Τζον Χιούστον

Τώνης Λυκουρέσης

(«Το αίμα των αγαλμάτων»,

«Ξένο αίμα» – γυρίζεται – κ.ά.)

Γυρίζοντας πίσω στο 1975, σε κινηματογραφικές δημιουργίες σημαντικών σκηνοθετών, επαναφέρω ονόματα όπως Κιούμπρικ, Σπίλμπεργκ, Ζουλάφσκι… Ομως, από τότε έως και σήμερα, 50 ολόκληρα χρόνια, χαίρομαι πάντα και βλέπω με τακτική συχνότητα τη δημιουργία του Τζον Χιούστον «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς». Αυτός ο πολυσήμαντος στη θεματική και τη γραφή του σκηνοθέτης παραμένει για μένα υπόδειγμα της μεγάλης αμερικανικής κινηματογραφικής σχολής και όσων ανακαλύψαμε μέσα από την ποικιλότητα των ταινιών της. Με τη συνεργασία των θαυμάσιων Σον Κόνερι και Μάικλ Κέιν, επανεγγράφει το διαρκές μοτίβο του: την περιπέτεια του ανθρώπινου πόθου για δικαίωση εν ζωή και όχι στο αόριστο επέκεινα… Ινδίες, Κίπλινγκ, Χιούστον. Μια εξαιρετική οπτικοακουστική αφήγηση!

«Rollerball» του Νόρμαν Τζούισον

Γιώργος Νούσιας

(«Το κακό», «Το κακό –

Στην εποχή των ηρώων» κ.ά.)

«Rollerball»: ΤΑΙ-ΝΙΑ-ΡΑ! Νόρμαν Τζούισον: ΣΚΗ-ΝΟ-ΘΕ-ΤΑ-ΡΑ! Ειδικά ο κύκλος ταινιών του από το «In the Heat of the Night» μέχρι το «Rollerball». Ολες τόσο διαφορετικές, αλλά κατά βάση με το ίδιο θέμα: την καταπίεση του συστήματος. Αυτό όμως που τον κάνει να ξεχωρίζει είναι ο πειραματισμός στην αφήγηση και την αισθητική. Και το «Rollerball», αδυσώπητο, στοχοπροσηλωμένο, δυστοπικό φιλμ, αν και τόσο ’70s, στέκεται και σήμερα, με τα παν και τα ζουμ, τις φαβορίτες και τα μουστάκια, αλλά βασικά την αφηγηματική ορμή του και το προφητικό του θέμα.

«Ευρυδίκη ΒΑ 2037» του Νίκου Νικολαΐδη

Ισαβέλλα Μαυράκη

(«Τράνζιτο», «Ντίνος Κατσουρίδης:

μια ζωή σαν σινεμά» κ.ά.)

Εν έτει 1975, κοριτσάκι, είχα μείνει άφωνη. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ μια τέτοια ταινία, και μάλιστα ελληνική. Οσον αφορά το θέμα αλλά και την κινηματογραφική φόρμα, η πρώτη αυτή ταινία του Νικολαΐδη ήταν πρωτοποριακή και ανατρεπτική, αφήνοντας τότε άφωνους κοινό και κριτικούς. Να θυμίσω με λίγα λόγια την ταινία. Η Ευρυδίκη ζει φυλακισμένη σ’ ένα σπίτι – Αδη – σε μια χώρα με δικτατορικό καθεστώς. Περιμένει να τη μεταφέρουν «κάπου αλλού» γιατί η φυλάκισή της σ’ αυτόν τον χώρο τελείωσε. Ο κρατικός εγκέφαλος όμως που προγραμματίζει τις μετακινήσεις την κοροϊδεύει επί μέρες τώρα – ή και χρόνια. Ενας αγαπημένος, χαμένος από χρόνια – Ορφέας – επικοινωνεί μαζί της και ζητάει να την ξαναδεί. Η Ευρυδίκη τον δέχεται με την ελπίδα πως κάτι θ’ αλλάξει, αλλά και με φόβο για οτιδήποτε καινούργιο θα φανεί.

«Το μυστικό του βράχου των κρεμασμένων» του Πίτερ Γουίαρ

Δημήτρης Παναγιωτάτος («Η νύχτα με τη Σιλένα», «Μοναξιά μου όλα…» κ.ά.)

Για να θυμάται κανείς έντονα μια ταινία που γυρίστηκε 50 χρόνια πριν, πρέπει να έχει μαζί της μια βαθιά βιωματική σχέση. 1975, Παρίσι, σπουδάζω σινεμά και βρίσκομαι σε μια τεράστια αίθουσα 600 θέσεων στα πλαίσια του ετήσιου διεθνούς Φεστιβάλ Φανταστικού Κινηματογράφου. Εκεί, για πρώτη φορά, είδα «Το μυστικό του βράχου των κρεμασμένων» του Πίτερ Γουίαρ. Ταινία – αποκάλυψη, αυτή η μυστικιστική «απόδραση» μέσα στη φύση κάποιων κοριτσιών από ένα αυστηρό κολέγιο που φυλακίζει τα κορμιά και τις επιθυμίες τους. Για πρώτη φορά άκουσα και φλογέρα του Πάνα, παιγμένη από τον Ζαμφίρ. Βγήκα από την αίθουσα μαγεμένος. Είναι η ίδια μαγεία που νιώθω και σήμερα όταν προβάλλω την ταινία στους φοιτητές μου και τους μιλάω γι’ αυτήν.

«Αλδεβαράν» του Ανδρέα Θωμόπουλου

Νίκος Ζερβός

(«Ο δράκουλας των Εξαρχείων», «Γυναίκες δηλητήριο» κ.ά.)

Το 1975 είναι μια σημαντική για μένα χρονιά γιατί διανεμήθηκε στην Αλκυονίδα και το Αστυ το «Μαύρο άσπρο» που συν-σκηνοθέτησα με τον Θανάση Ρετζή και είναι η πρώτη μου ταινία. Αυτή τη φορά το «Μαύρο άσπρο» παίχτηκε ολόκληρο και όχι κομμένο από τη λογοκρισία της δικτατορίας, όπως είχε παιχτεί το 1973 στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η επιλογή μου θα είναι μια άλλη ελληνική ταινία, το «Αλδεβαράν» του Ανδρέα Θωμόπουλου. Το «Αλδεβαράν» ήταν μια όαση κινηματογραφικής γραφής, γιατί εκείνη την εποχή οι φεστιβαλικές ταινίες αλληθώριζαν μόνιμα σε μια αριστερή στεγνή ματιά. Ηταν ένας ύμνος προς την ελεύθερη έκφραση και σκέψη. Εξαιρετικός ο Πουλικάκος που πρωταγωνιστούσε και έγραψε, επίσης, την πολύ ενδιαφέρουσα μουσική της ταινίας.

«Ο θίασος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου

Εύα Νάθενα («Φόνισσα»)

Αν και την είδα χρόνια μετά, ωστόσο θα πω τον «Θιάσο» του Θ. Αγγελόπουλου. Αυτή η ταινία ήταν, κατά το «Αλλη θάλασσα», μια «άλλη» ταινία, από αυτές που συνήθιζα να βλέπω, εκεί γύρω στην ενηλικίωσή μου. Και όταν αργότερα η θητεία μου στο θέατρο μου χάρισε μια περιουσία εμπειριών στο αρχαίο δράμα, της έδωσα ακόμη μεγαλύτερη αξία – όταν την ξαναείδα. Πιστεύω, σχεδόν φανατικά, ότι είναι βαθιά χρήσιμο να εμπεριέχει η τέχνη το «τώρα» της εποχής της. Στους πρώτους βηματισμούς της Μεταπολίτευσης, λοιπόν, η ταινία αυτή συστήνει με άλλες αναλογίες την αρχαία τραγωδία σε μια χώρα όπου η Ιστορία – της – δείχνει να επαναλαμβάνεται.

Αρίσταρχος Παπαδανιήλ («Mauthausen» κ.ά.)

«Αόρατος θίασος να περνά / με μουσικές εξαίσιες, με φωνές». Τα πρόσωπα του Μύθου αντικατοπτρίζουν πρόσωπα της Πράξης. Ο ρους της Ιστορίας, μουσικοθεατρική Αναπαράσταση σε αέναη διαδρομή. Παράδοση όπλων· «τα σχέδια της ζωής σου / που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις». Το τραπέζι του γάμου – πριν γεννηθώ – με αφορά. Με το τραπεζομάντιλο στο χέρι – ως άλλο πέπλο – παντρεύομαι την ιστορία του μέλλοντός μου· και προχωρώ. Ο Αγγελόπουλος θέτει το πλαίσιο και ανοίγει τον ορίζοντα του «κινηματογράφου του δημιουργού».

Κωνσταντίνος Καραμαγγιώλης («Sphinx», «Αβελ»)

Ηταν 2005 όταν θα νοικιάζαμε με τον πατέρα μου από το DVD club της γειτονιάς τον «Θίασο» του Αγγελόπουλου. Ημουν 15 χρονών και οι ιστορικές μου γνώσεις περιορίζονταν στα βασικά της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Ολα τα υπόλοιπα απλά έγιναν η κινητήρια δύναμη για να επισφραγιστεί μια απόφασή μου, να ασχοληθώ τελικά με το σινεμά, όπως και έγινε. Οταν ξεκίνησε η ταινία, στα πρώτα δύο λεπτά ένας θίασος περιμένει σε έναν σταθμό τρένων και εγώ ως έφηβος νόμιζα ότι κόλλησε το DVD player. Επειτα απλά αφέθηκα σε αυτό το κινηματογραφικό θαύμα. Τα κατάλαβα όλα, αλλά και τίποτα ταυτόχρονα. Ηταν μια έκρηξη που σπάραξε το μέσα μου. Η ταινία «Ο θίασος» φέτος κλείνει 50 χρόνια από τότε που βγήκε στις αίθουσες και πραγματικά θα είχα αγωνία για μια προβολή ακόμη και για τις αντιδράσεις του κόσμου.

Στέλιος Χαραλαμπόπουλος

(«Μαραθώνιος μιας ημιτελούς άνοιξης: Γρηγόρης Λαμπράκης», «Ο κόκκινος δάσκαλος» κ.ά.)

Το 1975 ανεβήκαμε παρέα τέσσερις φίλοι στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Για όλους μας ήταν η πρώτη φορά. Πολλά τα ονόματα εκείνης της χρονιάς, Νικολαΐδης, Ρεντζής, Μαυρίκιος, Φέρρης, Θωμόπουλος, Κανελλόπουλος, Σφήκας. Πρώτο ουσιαστικά ελεύθερο φεστιβάλ της Μεταπολίτευσης και τα φώτα βέβαια ήταν στραμμένα στον Αγγελόπουλο και τον «Θίασο»· είχε προηγηθεί μια αποθεωτική υποδοχή στις Κάννες. Το βράδυ πριν από την προβολή της ταινίας, επιστρέφοντας στο σπίτι που μας φιλοξενούσαν, θα ήταν 1 το πρωί, βλέπουμε στα σκαλιά του Φεστιβάλ μια ουρά από καμιά σαρανταριά ανθρώπους. Τα ταμεία ήταν κλειστά, θα άνοιγαν στις 8 το πρωί. Στήθηκαν δύο από εμάς, αλλά παρ’ όλα αυτά μόνο δύο εισιτήρια εξασφαλίσαμε. Οι άλλοι δύο θα έβλεπαν την ταινία σε επαναληπτική προβολή το πρωί της επόμενης ημέρας. Το ταλέντο του Αγγελόπουλου και η Ιστορία που κάλπαζε εντός και εκτός οθόνης είχαν τοποθετήσει ήδη τον «Θίασο» στη σφαίρα του μύθου.