Η Γερμανία αγοράζει τον… κόσμο

Η οικονομία της Γερμανίας μπορεί να βρίσκεται σε επιβράδυνση, όμως σε παγκόσμιο επίπεδο συνεχίζει να ενισχύει τη χρηματοοικονομική της δύναμη. Το 2024 σημειώθηκε ένα ιστορικό ορόσημο: η Γερμανία ξεπέρασε την Ιαπωνία και έγινε η χώρα με τη μεγαλύτερη καθαρή διεθνή επενδυτική θέση στον κόσμο – δηλαδή η χώρα που «δανείζει» περισσότερο στον υπόλοιπο πλανήτη απ’ ό,τι δανείζεται. Πρόκειται για ένα συμβολικό αλλά αποκαλυπτικό «sorpasso» που καταδεικνύει τη μακροχρόνια στρατηγική της Γερμανίας: εμπορικά πλεονάσματα, συσσώρευση επενδυτικών κεφαλαίων και διαρκής ροή εξωτερικών εισοδημάτων.

Η αξία των ξένων περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν Γερμανοί – μετοχές, ομόλογα, συμμετοχές σε επιχειρήσεις – ξεπέρασε τα 3,5 τρισ. ευρώ, ξεπερνώντας για πρώτη φορά την Ιαπωνία, η οποία είχε διατηρήσει τη συγκεκριμένη πρωτιά για 34 συνεχόμενα χρόνια. Παρά το γεγονός ότι το γιεν υποτιμήθηκε, ενισχύοντας θεωρητικά την αξία των ιαπωνικών επενδύσεων στο εξωτερικό, η απόδοση των γερμανικών επενδύσεων ήταν ακόμη πιο ισχυρή. Το «παγκόσμιο βιβλίο καταθέσεων» έδειξε ότι οι Γερμανοί κατέχουν πλέον περισσότερα ξένα περιουσιακά στοιχεία από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η Γερμανία έκλεισε τη χρονιά με 3,5 τρισ. ευρώ σε καθαρούς εξωτερικούς ενεργητικούς – ξεπερνώντας τα 3,28 τρισ. ευρώ της Ιαπωνίας.

Πώς εξηγείται, όμως, ότι η Γερμανία και η Ιαπωνία – με τόσο ισχυρές εξωτερικές θέσεις – εμφανίζουν παράλληλα εσωτερικά προβλήματα; Πώς είναι δυνατόν να είναι οι μεγαλύτεροι πιστωτές του πλανήτη και να βρίσκονται σε φάση οικονομικής κόπωσης ή υψηλού δημόσιου χρέους;

Το κλειδί βρίσκεται στη διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο χρέος και στην καθαρή διεθνή επενδυτική θέση (PIIN). Η Γερμανία, για παράδειγμα, έχει δημόσιο χρέος που κυμαίνεται γύρω στο 65% του ΑΕΠ – ένα επίπεδο σχετικά διαχειρίσιμο. Η Ιαπωνία, από την άλλη, έχει το υψηλότερο δημόσιο χρέος στον κόσμο (άνω του 250% του ΑΕΠ), το οποίο όμως κατέχεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από ιάπωνες θεσμικούς επενδυτές και την κεντρική της τράπεζα. Δηλαδή, μεγάλο μέρος αυτού του χρέους είναι «εσωτερικό».

Ταυτόχρονα, οι δύο χώρες έχουν συγκεντρώσει τεράστια αποθέματα εξωτερικών επενδύσεων. Τα κέρδη από αυτές – τόκοι, μερίσματα, ενοίκια – αντιστοιχούν πλέον στο 4% περίπου του ΑΕΠ για τη Γερμανία. Αυτό το ποσό δεν αποτυπώνεται στο ΑΕΠ, αλλά αποτελεί πραγματικό εισόδημα για το κράτος και την κοινωνία.

Η «κρίση» που βιώνουν οι δύο χώρες δεν είναι κρίση φερεγγυότητας. Είναι μια μετάβαση, με δημογραφικές προκλήσεις, ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό, βιομηχανικές προσαρμογές και ενεργειακούς μετασχηματισμούς. Ο πλούτος υπάρχει, αλλά δεν αρκεί για να εξασφαλίσει ανάπτυξη χωρίς βαθύτερες μεταρρυθμίσεις.

Μπορεί ο «θρόνος» της Ιαπωνίας να χάθηκε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η οικονομία της καταρρέει. Οπως τόνισαν και οι ιάπωνες αξιωματούχοι, η θέση της χώρας παραμένει ισχυρή. Ωστόσο, η τάση είναι ξεκάθαρη: η Γερμανία σταθεροποιείται ως ο μεγάλος επενδυτής του πλανήτη – και δεν φαίνεται να σταματά.

Σε έναν κόσμο που βασίζεται όλο και περισσότερο σε ροές κεφαλαίων, η Γερμανία αναδεικνύεται στον νέο παγκόσμιο πιστωτή. Κι όμως, η ευημερία της στο εξωτερικό δεν διασφαλίζει αυτόματα εσωτερική ευρωστία. Αυτό είναι το πραγματικό παράδοξο της εποχής μας.