
Η φωτογραφία με τα τρία αξιαγάπητα, χαμογελαστά πιτσιρίκια έμοιαζε κάπως σαν πέρασμα, σαν αλλαγή εποχής: ο Ντάνιελ Ράντκλιφ, ο Ρούπερτ Γκριν και η Εμα Γουάτσον παρέδιδαν τη σκυτάλη του Χάρι, του Ρον και της Ερμιόνης, της παρέας που πρωταγωνιστεί στον «Χάρι Πότερ», στους ηθοποιούς που θα τους υποδυθούν στη σειρά που βρίσκεται στα σκαριά. Για τα αγόρια τα σχόλια ήταν πολύ λίγα – η εικόνα τους πληρούσε χωρίς δεύτερη σκέψη τις προϋποθέσεις, είναι καρμπόν η αποτύπωση της Τζόαν Ρόουλινγκ στο χαρτί.
Το χρώμα της Αραμπέλα Στάντον όμως δεν είναι λευκό και η διαφορά με την προκάτοχό της δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρη.
Κι όμως, παρότι το κύμα αντίδρασης στην πολιτική ορθότητα θα μπορούσε να είχε παρασύρει και την ταλαντούχα μικρή (η οποία πριν από την Ερμιόνη έχει ερμηνεύσει ένα άλλο πασίγνωστο – λευκό – κοριτσάκι, τη Ματίλντα, σε μιούζικαλ του Γουέστ Εντ), κάτι τέτοιο δεν συνέβη.
Ενδειξη πως ο κόσμος δεν έχει αποτρελαθεί, τουλάχιστον ακόμη: οι προσεκτικοί αναγνώστες γνωρίζουν πως η μοναδική περιγραφή που δίνεται για την Ερμιόνη είναι τα φουντωτά, σγουρά μαλλιά και τα μεγάλα μπροστινά δόντια – τίποτα άλλο. Και γνωρίζουν πως το χρώμα της Ερμιόνης δεν αλλάζει καθόλου την υπόθεση, δεν διαμορφώνει την πλοκή.
Το κάστινγκ της είναι ένα παράδειγμα ανανέωσης που έχει πετύχει τον σκοπό του, ακόμα κι αν ξενίζει κάποιους στην πρώτη ματιά, ακόμα κι αν δεν είναι ακριβώς αυτό που έχει στο μυαλό του ο αρχικός δημιουργός. Ιδανικό για μια εποχή που οι εταιρείες κόβουν τις καμπάνιες διαφορετικότητας για να μην ενοχλούνται όσοι δεν θέλουν να αλλάξει ποτέ τίποτα, όσοι επιτρέπουν στους διπλανούς τους να υπάρχουν «αρκεί να μην ενοχλούν».
Είναι όμως και κάστινγκ με αίσθηση του μέτρου, που δεν κλωτσάει ούτε τη λογική ούτε το υλικό που προσφέρουν τα βιβλία. Η ίδια ομάδα συντελεστών άργησε να βρει την ισορροπία – και με αυτό, θα μπορούσε να έχει καταδικάσει και την Αραμπέλα.
Σε αντίθεση με εκείνη, η επιλογή ενός μαύρου ηθοποιού για τον ρόλο του Σέβερους Σνέιπ, είχε φέρει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα.
Είχε δώσει πάτημα στους απανταχού ρατσιστές να ενώσουν τις φωνές τους σε ένα λογικό επιχείρημα: πως δεν γίνεται ένας χλωμός, σχεδόν κίτρινος άνδρας, με μακριά και ίσια μαλλιά να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που περιγράφεται, σε μια τηλεοπτική μεταφορά που διατείνεται πως είναι πιστή. Με τον ίδιο τρόπο που η «λευκή σαν το χιόνι» Χιονάτη, στην τελευταία της κινηματογραφική αποτύπωση, είχε κρατήσει μόνο το όνομά της.
Αυτή είναι στην πραγματικότητα η διαφορά ανάμεσα σε κινήσεις που λειτουργούν και άλλες που γίνονται απλώς για να γίνουν.
Ενας ολόκληρος πλανήτης υποφέρει από το αποτέλεσμα που είχε ο υπερβάλλων ζήλος, η επίσπευση μιας διαδικασίας που θα έπρεπε, για να είναι ανώδυνη, να γίνει αλλιώς.
Αντί να αλλάζουν άγαρμπα τα υπάρχοντα κείμενα, να προκύπτουν καινούργια. Εξυπνοι ρόλοι, πρωταγωνιστικοί και συμπεριληπτικοί, που δεν είναι τυφλοί στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όμως αυτά έχουν τόση σημασία όση τους χρειάζεται, ούτε λιγότερη ούτε περισσότερη.
Ενα έφηβο γκέι ρομάντζο σαν αυτό του «Heartstopper», ένας μαύρος πρωταγωνιστής στα πρότυπα του Μαύρου Πάνθηρα, ένας ρόλος για μεγαλύτερες γυναίκες όπως αυτός της Ντέμι Μουρ για το «Substance». Ετσι κερδίζουν οι καλοί, ακόμα και τις πιο περίεργες μέρες.